Η Κοτόπολη
ΚΑΠΟΤΕ ήταν μια κοτούλα που μαζί με άλλες αποφάσισε να γίνει κόκορας. Μαζεύτηκαν πολλές μαζί κι άρχισαν να μιμούνται τις χήνες στο περπάτημα και να κομπάζουν για την δύναμή τους όπως οι αετοί. “Να κοίτα μπράτσα” έλεγε το ένα. “Να δες εδώ μπούτια” έλεγε το άλλο. “Εδώ ρε, κοιτάτε λειρί” έλεγε το τρίτο και το χτύπαγε στο σύρμα του κοτετσιού για να προκαλέσει το ενδιαφέρον της απέναντι κοτοκομμώτριας.
ΚΑΜΙΑ ανταπόκριση όμως από πουθενά αφού μέσα στο κοτέτσι όλες ήταν το ίδιο, μέχρι μια μέρα που αποφάσισαν να πάνε σε άλλο. “Για να σας δεχτούμε εδώ θα πρέπει να κάνετε κάποιους άθλους” τους είπε ο αρχηγός του νέου κοτετσιού. Ξεχύθηκαν λοιπόν στους δρόμους και έψαχναν να βρουν άθλο να κάνουν για να κερδίσουν την ευμένεια του νέου αρχηγού τους. “Να να σκαρφαλώσουμε σ αυτό το δέντρο” είπε το πρώτο. Άρχισαν φραπ φρουπ με τα φτερά τους να φτερουγίζουν. Του κάκου, όμως τα φτερά τους δεν έφταναν για πιο ψηλά αλλά για τα χαμόκλαδα. Ανέβηκε το ένα στην πλάτη του άλλου αλλά και πάλι ήταν κοντά τα χέρια τους και δεν έφταναν τα κλαδιά.
ΣΤΕΝΟΧΟΡΗΜΕΝΑ τα κοτοπουλάκια πήραν το πρώτο δρόμο που συνάντησαν μπροστά τους και έφτασαν στην θάλασσα. Εκεί συνάντησαν έναν νεοσσό που έπαιζε με τα σκουλικάκια της ακτής. “Να να τον τρομάξουμε” είπαν με μια φωνή και του όρμισαν. Τον έβαλαν μέσα σε ένα σακί και τον έραναν με θαλασσινό νερό φωνάζοντας, “θα σε πνίξουμε νεοσσέ αν δεν ομολογήσεις πως απαρνιέσαι το κοτέτσι σου”. Ο νεοσσός κατατρομαγμένος άρχισε να αποποιείται το κοτέτσι του τρέμοντας από φόβο.
ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΜΕΝΑ τα κοτοπουλάκια για το κατόρθωμά τους άρχισαν να κομπάζουν και πάλι και φούσκωσαν τα φτερά στο στήθος τους. Να πούμε το κατόρθωμά μας στην κοτόπολη είπαν και κίνησαν για το μεγάλο κοτέτσι. Εκεί συνάντησαν έναν γέρο κόκκορα γραμματικό να περπατά με ασάφεια στηριζόμενος την μαγκούρα του. “Παλιοκόκορα” του είπαν, “θέλουμε να μας παινέσεις με την πένα σου για τα κατορθώματά μας”.
“ΦΕΥΓΑΤΕ από δω ανάγωγα,” τους είπε ο γερογραμματικός, “η πένα μου δεν είναι για σας”. Πριν προλάβει να τελειώσει τα λόγια του, το ένα κοτοπουλάκι του άρπαξε την μαγκούρα, το άλλο έβαλε το κορμί του μπροστά και το τρίτο τον έσπρωξε και τον ξάπλωσε κατά γης. “Να παλιοκόκορα να μάθεις” του είπαν και έτρεξαν να βουτήξουν τα φτερά τους στο αίμα που έτρεχε από το κεφάλι του και έγραψαν στον τοίχο του σπιτιού του. “Τα κοτόπουλα περνούν φόβο και χαμό σκορπούν”
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ πέρασαν τα κοτοπουλάκια γίναν κότες και με πανουργιές και ψευτιές κατέλαβαν το μεγάλο κοτέτσι, αφού τα Κοκόρια φιλονικούσαν μεταξύ τους για την γυαλάδα των φτερών τους. Η κοτόπολη άρχισε να ερημώνει ακόμα περισσότερο και οι κότες άρχισαν να συμμαχούν με τους αρουραίους για να κρατήσουν φαινομενικά την κοτόπολη ζωντανή. Άρχιζαν μα μοιράζονται μεταξύ τους το στάρι και το νερό δίνοντας ελάχιστα στους υπηκόους τους. Μόνο με λόγια προσπαθούσαν να ομορφύνουν την ζωή των κατοίκων και όποιος αντιδρούσε τον τον έριχναν στα κάτεργα.
Ο ΤΡΟΜΟΣ επικρατούσε παντού μέχρι που μια μέρα βρέθηκαν δεμένες οι κότες πισθάγκωνα. Εκεί που με το αίμα του γεροκόκορα του γραμματικού είχαν γράψει συνθήματα άρχισαν να φυτρώνουν άνθη που εγκλώβισαν τα κοτοπουλάκια και ελευθέρωσαν το μεγάλο κοτέτσι. Από τότε οι υπήκοοι της Κοτόπολης έπαψαν να σκύβουν το κεφάλι τους και να δέχονται εντολές και άλλαξαν το όνομα της Κοτόπολης σε Φωτεινόπολη, για να στέλνει το φως της παντού και να εμποδίζει τις κότες να εμφανίζονται σαν αετοί μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας.
(Άκης Ντάνος)