Μείωση τζίρου
Γιατί δεν πέφτουν οι τιμές, όσο οι μισθοί στην ελληνική αγορά
H Ελλάδα συνεχίζει να παραμένει ακριβή σε βασικά αγαθά, παρά την ύφεση, την πτώση των εισοδημάτων και την ανεργία. Με βάση διάφορες έρευνες που διεξάγονται κατά καιρούς, οι τιμές πολλών προϊόντων και υπηρεσιών στην εγχώρια αγορά παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις σε σχέση με άλλες χώρες, ακόμα και όταν η σύγκριση γίνεται με κράτη που βρίσκονται υπό καθεστώς δημοσιονομικής προσαρμογής και λιτότητας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, ενώ πολλά καταστήματα αναγκάζονται να κλείσουν λόγω ισχνών κύκλων εργασιών, οι τιμές εξακολουθούν να κυμαίνονται στα περσινά επίπεδα. Αξιοσημείωτο δε παραμένει το γεγονός ότι ακόμα και στις περιπτώσεις όπου οι τιμές είναι χαμηλότερες (-8%) το «άνοιγμα της ψαλίδας» δεν δικαιολογείται, αν ληφθούν υπόψη οι μισθολογικές περικοπές κατά τουλάχιστον 22% και οι φορολογικές επιβαρύνσεις κατά 35%. Ακόμη, δηλαδή, και εκεί που παρατηρείται πτώση των τιμών, αυτές δεν είναι του μεγέθους που αναμενόταν σύμφωνα με τη διάρκεια και την ένταση της ύφεσης. Το γεγονός αυτό, βέβαια, επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τη δυσμενή θέση των ελληνικών νοικοκυριών, αλλά και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Οι σταθερά υψηλές τιμές, σε συνδυασμό με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, ανάγκασαν τους καταναλωτές να μειώσουν τον αριθμό και την αξία των προϊόντων που αγοράζουν και να στραφούν είτε σε προϊόντα προσφοράς είτε σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Αυτή η καταναλωτική συμπεριφορά οδήγησε, κατά τη διάρκεια του 2012, σε πτώση 5% των πωλήσεων των αλυσίδων super market, συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, ενώ η αξία του μέσου καλαθιού υποχώρησε το 2012 σε 50 ευρώ, έναντι 65 ευρώ το 2010.
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος και βάσει του ΓΔΤΚ του 2012, υποχώρησε και κινείται σήμερα σε σχεδόν αρνητικά επίπεδα (0,3), παρά την ξαφνική αύξηση που παρουσίασε τον περυσινό Αύγουστο στο 1,7 από το 1,3 του Ιουλίου.
Ο πληθωρισμός, όμως, καταγράφει το ρυθμό μεταβολής και όχι αν οι τιμές είναι υψηλές ή χαμηλές. Ο αποπληθωρισμός που περίμενε η τρόικα έκανε την εμφάνισή του, γεγονός που την έχει προβληματίσει και την οδηγεί στην άσκηση περαιτέρω πιέσεων προς την ελληνική πλευρά για την απελευθέρωση των αγορών και την ενίσχυση του ανταγωνισμού, αλλά με λανθασμένο τρόπο όπως, διεύρυνση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων 365 ημέρες τον χρόνο, με επταήμερη απασχόληση, την απελευθέρωση κλειστών αλλά κορεσμένων επαγγελμάτων με την άρση δήθεν εμποδίων εισόδου σε σειρά αγορών και πολλές άλλες καταστροφικές παρεμβάσεις για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με την ΕΣΕΕ οι 13 σημαντικότεροι λόγοι που δεν «πέφτουν» οι τιμές στην ελληνική αγορά, παρά την κρίση, είναι οι εξής:
1. Οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ. Στην Ελλάδα αυξήθηκαν οι συντελεστές ΦΠΑ και διαμορφώθηκαν στο επίπεδο του 13% και 23%, αρκετά υψηλότερα από την Ισπανία (οι αντίστοιχοι είναι 8% και 18%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (5% και 20%).
2. Ενδοομιλικές συναλλαγές πολυεθνικών (transfer pricing), οι οποίες φουσκώνουν τις τιμές αλλά και το κόστος, προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολογία στην Ελλάδα. Οι εν Ελλάδι θυγατρικές εισάγουν προϊόντα με τεχνητά υψηλό κόστος, το οποίο μετακυλίεται μέσω των υψηλών τιμών, στους καταναλωτές.
3. Ρήτρες απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών, ο εξαναγκασμός δηλαδή των λιανεμπόρων να μην αγοράζουν από θυγατρικές των προμηθευτών τους σε άλλες χώρες όπου ενδεχομένως πωλούν φθηνότερα σε σχέση με την ελληνική αγορά.
4. Στρεβλώσεις σε σχετικές με το εμπόριο αγορές όπως στις μεταφορές, εφοδιαστική αλυσίδα (logistics) κ.λπ., οι οποίες, εξαιτίας της ιδιομορφίας τους, εμποδίζουν τον ανταγωνισμό και συμβάλλουν στη διόγκωση των τελικών τιμών πχ. απαγόρευση συνδυαστικών μεταφορών νωπών με άλλα προϊόντα.
5. Πολεοδομικοί περιορισμοί στις προδιαγραφές κτηρίων που εμποδίζουν την πλήρη εκμετάλλευση των αποθηκευτικών χώρων και λοιπά, γραφειοκρατικού τύπου προσκόμματα, όπως η δυνατότητα προμήθειας φθηνότερων μεν καυσίμων από το εξωτερικό αλλά υπό την αυστηρή όμως προϋπόθεση της ύπαρξης αποθηκευτικού χώρου που θα προσφέρει απρόσκοπτα καύσιμα για χρονικό διάστημα 60 ημερών.
6. Ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς χονδρικού εμπορίου με το παράδειγμα του “καρτέλ” στην αγορά κοτόπουλου που εντόπισε η Επιτροπή Ανταγωνισμού ή το καρτέλ στο χονδρεμπόριο των νωπών οπωροκηπευτικών σύμφωνα με την Γενική Γραμματεία Εμπορίου.
7. Διατήρηση υψηλών περιθωρίων κέρδους σε τμήμα της εγχώριας αγοράς παρά την ύφεση, σύμφωνα με την Έκθεση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος. Ειδικότερα, αναγράφεται χαρακτηριστικά: «γενικότερα ωστόσο, παρατηρείται ότι από τη σύγκριση της προαναφερθείσας μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας με την αύξηση του αποπληθωριστή του ΑΕΠ προκύπτει διεύρυνση του περιθωρίου κέρδους στην οικονομία συνολικά. Το ίδιο συμπέρασμα συνάγεται και από τις προβλέψεις για τη διετία 2012-2013».
8. Μεγάλη εξάρτηση των εγχώριων τιμών υπάρχει από τις αυξητικές διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου αλλά και των τιμολογίων των ΔΕΚΟ. Οι 17 αυξήσεις των τιμολογίων της ΔΕΗ την τελευταία επταετία και κυρίως των 12 αυξήσεων στα επαγγελματικά τιμολόγια από το 2009 μέχρι σήμερα δημιουργεί σοβαρές αυξητικές πιέσεις στις τελικές τιμές. Ωστόσο, μεγαλύτερη επιβάρυνση στην τελική τιμή σε σειρά προϊόντων παρατηρείται εκεί όπου τα καύσιμα χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κατά μονάδα κόστος και φυσικά το κόστος μεταφοράς.
9. Η πεπατημένη πως οι βραχυπρόθεσμες εκπτώσεις και προσφορές λειτουργούν περισσότερο ελκυστικά για τους καταναλωτές παρά οι μόνιμα χαμηλές τιμές. Επίσης, η εσφαλμένη επιλογή των ταχέως και βραδέως κινούμενων εμπορευμάτων, οδηγεί σε λάθος υπολογισμό αντικατάστασης (stock replacement) και σωστού ποσοστού κέρδους.
10. Η πτώση του μισθολογικού κόστους αλλά και του κόστους μίσθωσης επαγγελματικής στέγης (ενοίκια) αντισταθμίστηκε πλήρως, αφενός από την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού των επιχειρήσεων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αφετέρου εξαιτίας της παύσης των πιστώσεων που επιβλήθηκε στις ελληνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις από τους προμηθευτές τους στο εξωτερικό, λόγω της έλλειψης αξιοπιστίας της χώρας μας (country risk), υποχρεώνοντάς τις στην ουσία να επωμίζονται εξολοκλήρου και της μετρητοίς το κόστος αγοράς πριν την παραλαβή.
11. Αδυναμία πλήρους αποτύπωσης της ελληνικής πραγματικότητας, αφού σε πολλές περιπτώσεις άτυπες εκπτώσεις και «παζαριού» του υψηλού ΦΠΑ λαμβάνουν χώρα στο ταμείο, πριν την έκδοση της απόδειξης, ανάλογα μάλιστα και με τον τρόπο πληρωμής, γεγονός που οδηγεί σε διαμόρφωση διαστρεβλωμένων στοιχείων.
12. Μονομερής προσήλωση των κρατικών φορέων στην άρση των εμποδίων εισόδου των επιχειρήσεων στην αγορά όταν θα ήταν αποτελεσματικότερο να ενταθούν οι προσπάθειες στην κατεύθυνση της διερεύνησης εκείνων των παραγόντων που διαμορφώνουν το κέρδος Π.χ. Πώς καθορίζεται το ποσοστό κέρδους στα φάρμακα.
13. Η έλλειψη μελέτης «ελαστικότητας» από τα αρμόδια Υπουργεία και η μη έγκαιρη αξιολόγηση της καταγραφής των επιπτώσεων από τους «σοφούς» τής Τρόικας, διαμόρφωσε τις τιμές της αγοράς σε πολλούς κλάδους του εμπορίου χαμηλότερα από την τιμές του τέλειου ανταγωνισμού, ενώ στα τρόφιμα, στα καύσιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης περισσότερο κοντά στις τιμές μονοπωλίων.
Στους παραπάνω 13 λόγους της «ελληνικής ακρίβειας» θα πρέπει να προστεθούν επιπλέον τρεις. Πρώτον, το ανεπιτυχές “πείραμα” της εσωτερικής υποτίμησης που έχει προκαλέσει ανισορροπία και αναντιστοιχία στο τρίπτυχο: εισόδημα, φόροι και τιμές. Δεύτερον, οι διαρκώς αυξανόμενες τάσεις των κερδοσκοπικών κεφαλαίων hedge funds να χειραγωγήσουν τις χρηματιστηριακές αγορές τροφίμων και ενέργειας, απειλούν το 2013 με νέες αυξήσεις τιμών διαφόρων αγροτικών προϊόντων, κυρίως σιτηρών και κρέατος και βεβαίως πετρελαίου. Τρίτον, σε περίπτωση λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων 52 Κυριακές τον χρόνο θα προκύψει μια αύξηση 12% μηνιαίως στα λειτουργικά έξοδα και αντίστοιχη αύξηση τουλάχιστον 3% στις τιμές όλων των καταναλωτικών αγαθών.
Όλοι οι άνθρωποι της αγοράς γνωρίζουμε πολύ καλά ότι στο υγιές εμπόριο το περιθώριο κέρδους δεν βρίσκεται στην τιμή λιανικής πώλησης, αλλά στην τιμή αγοράς και κάποιοι δεν αφήνουν τις ανταγωνιστικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αγοράσουν φθηνά, για να τις αναγκάσουν σε κλείσιμο, ώστε να μείνουν μόνοι και ανενόχλητοι να ολιγοπωλήσουν την ελληνική αγορά σε βάρος του Έλληνα καταναλωτή.