Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Ο Γιάννης ποδηλατώντας με την ορμή των δέκα επτά χρόνων έφτασε στο κρεοπωλείο του πατέρα του.
-Γεια σου κυρ Κώστα ( είπε στον ηλικιωμένο φίλο του πατέρα του, είχε κάνει στέκι του το κρεοπωλείο μετά την σύνταξη).
Με κινήσεις επαγγελματία ο Γιάννης ετοίμασε τα εργαλεία του και τα κρέατα που έπρεπε και ξεκίνησε να φτιάχνει σουβλάκια. Τέσσερα λεπτά το σουβλάκι ήταν η συμφωνία με τον πατέρα.
-Μπαμπά τέλειωσα διακόσια πενήντα, όπως είπαμε.
-Εντάξει έλα, ένα δεκάρικο είναι, έτσι;
Ο Γιάννης πήρε το δεκάευρο και ξεκίνησε για το κέντρο της πόλης. Είχε χρόνο για την αγαπημένη του βόλτα πριν το φροντιστήριο δεύτερης ξένης γλώσσα που έκανε.
-Θανάση βλέπω ότι το μαγαζί θα το αφήσεις σε καλά χέρια. (Είπε ο κυρ Κώστας)
-Μπα δεν το βλέπω. Τον τραβάνε τα γράμματα. Ξέρεις που πάει τώρα με τα λεφτά που πήρε;
-Που;
-Να αγοράσει βιβλία.
Ο Γιάννης έδεσε το ποδήλατο σε μια κολόνα και μπήκε στο αγαπημένο του βιβλιοπωλείο στο κέντρο της πόλης. Ήταν σχεδόν καθημερινός επισκέπτης αλλά όχι καθημερινός αγοραστής. Στο πίσω μέρος του βιβλιοπωλείου ήταν τρία παγκάκια και δυο ψεύτικα γαλάζια δέντρα, το αναγνωστήριο. Κάτι σαν δοκιμαστήριο γνώσης, δοκίμαζες τα βιβλία πριν αγοράσεις! Εκεί ήταν το στέκι του Γιάννη, καθόταν με τις ώρες και διάβαζε βιβλία που τα οικονομικά του δεν του επέτρεπαν να αγοράσει. Αγαπημένα του αναγνώσματα πολιτική φιλοσοφία και κοινωνιολογία. Σήμερα δίπλα του κάθισε ένας άλλος νεαρός, γεμάτο το καλάθι του με βιβλία παρόμοιας θεματολογίας, όπως τα αγαπημένα του Γιάννη. Έλεγχε βιαστικά τα βιβλία αν ήταν εντάξει και τα έβαζε πίσω στο καλάθι του. Κρατούσε το βιβλίο του Κορνήλιου Καστοριάδη: Σύγχρονος καπιταλισμός και επανάσταση, όταν αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Γιάννη. Ο Γιάννης πρόσεξε το έντονο σπινθηροβόλο βλέμμα του νεαρού, δύσκολα να το ξεχάσεις αν το συναντούσες.
-Είναι η γενιά μας που θα αλλάξει τον κόσμο (του είπε ο νεαρός).
-Θέλει οργανωμένο συστηματικό ταξικό αγώνα και ενεργούς πολίτες .
-Η επαναστατική βία θα είναι ο φάρος για να προσανατολιστούν οι μάζες.
-Σε ποια τάξη είσαι;
-Δευτέρα λυκείου.
-Και εγώ.
-Τα λέμε (είπε ο νεαρός και πήγε με το καλάθι του προς το ταμείο).
Βγήκαν σχεδόν μαζί έξω, ο Γιάννης έβαλε το μικρό βιβλίο στην μεγάλη τσέπη του μπουφάν του. Είδε τον νεαρό να βάζει τα βιβλία του στην μεγάλη μπαγκαζιέρα της όμορφης μηχανής που είχε σταθμεύσει κοντά στο ποδήλατο του. Αντάλλαξαν ένα γεια με τα μάτια. Την άλλη μέρα ήταν η μαθητική πορεία ενάντια στα μέτρα του υπουργείου παιδείας. Ποδηλάτης πάλι έφτασε ο Γιάννης στο κρεοπωλείο, δεν κατέβηκε στεκόταν στην άκρη του πεζοδρομίου.
-Γιάννη θα κατέβεις να ετοιμάσεις σουβλάκια;
-Όχι κυρ Κώστα, σήμερα έχουμε πορεία.
-Να προσέχεις. (Του είπε ο πατέρας του. Ο Γιάννης πρόσεξε ένα θλιμμένο βλέμμα στα μάτια του και την θυμωμένη του γροθιά να έχει τσακίσει ένα μεγάλο χαρτί και ένα φάκελο.)
Στην πορεία των μαθητών ο Γιάννης ήταν στην ομάδα περιφρούρησης. Σαν αστραπή πέρασε από το πλάι της πορείας μια ομάδα νέων με κράνη, κουκούλες και σακίδια στην πλάτη. Στιγμιαία το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το βλέμμα ενός νεαρού με κουκούλα. Σε λίγα δευτερόλεπτα είδε τις λάμψεις από τις πρώτες βόμβες μολότωφ.
-Η επαναστατική βία θα είναι ο φάρος για να προσανατολιστούν οι μάζες.
Ήταν τα λόγια που ήρθαν στο μυαλό του Γιάννη, κατάλαβε ότι ο νεαρός ήταν αυτός που είδε χθες στο βιβλιοπωλείο, με την ακριβή μηχανή.
Πνιγμένος από τα δακρυγόνα και με πρησμένα μάτια πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ευτυχώς είχε προνοήσει και άφησε το ποδήλατο πολύ χαμηλά από την πλατεία. Ανησύχησε όταν είδε το κρεοπωλείο κλειστό. Αλλά ήταν εκεί απ΄ έξω καθιστός σε μια καρέκλα ο κυρ Κώστας, φύλακας πιστός.
-Γιαννάκο μην ανησυχείς, μια απλή αδιαθεσία ήταν του μπαμπά και πήγε στο νοσοκομείο.
Το ποδήλατο έβγαλε φτερά και έφτασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η μάνα του τον είδε στον διάδρομο και έπεσε στην αγκαλιά του.
-Σοκαρίστηκε με το χαρτί από την εφορία. Του ζητάνε δέκα πέντε χιλιάδες αναδρομικά φόρο….
-Να τώρα να με πιστέψεις, όταν σου λέω, ότι το κράτος σκοτώνει.
-Τι λες παιδάκι μου, δόξα σοι ο Θεός. Με το άγχος αυτό φάνηκε το πρόβλημα που είχε ο πατέρας σου στις αρτηρίες, αλλιώς μπορεί να τον έβρισκε το κακό και να έμενε στον τόπο, δόξα σοι ο Θεός.
-Αμάν ρε μάνα, εσύ και οι θεολογίες σου.
Όσα πήρε η εφορία άλλα τόσα πήρε και η εγχείρηση. Τα πιο πολλά τα πήρε ο γιατρός. Αλλά ήταν ξηγημένος! Πρώτα να ξυπνήσει ο σύζυγος και μετά τα λέμε είπε στην μάνα του Γιάννη. Ο πατέρας ευτυχώς ξύπνησε, η μάνα με τους φακέλους στην τσέπη και τον θυμωμένο γιο για συνοδεία πήγε στο γραφείο του μεγαλογιατρού.
-Γιάννη, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, έτσι είναι αυτά τα πράγματα.
-Να τον καταγγείλουμε ρε μάνα δημόσιο είναι το νοσοκομείο.
-Πάψε σου λέω.
Μέσα από το γραφείο του μεγαλοχειρουργού ακουγόταν έντονη λογομαχία .
-Όπου θέλω κοιμάμαι όπου θέλω ξυπνάω. Επειδή μου δίνεις λεφτά δεν σημαίνει είμαι και δούλος σου. Δεν σου ζήτησα να γεννηθώ!!!
-Θα καταστραφείς με τις αναρχοπαρέες που έμπλεξες. Ο πατέρας σου είμαι!
-Ρε βολεμένε μεγαλοεπιστήμονα χωμένος είσαι στο σάπιο σύστημα. Τώρα θυμήθηκες ότι είμαι γιός σου, τώρα που σου χαλάω την μόστρα, άντε γεια ρε….
Ο Γιάννης ποιος ξέρεις από παιγνίδια της μοίρας ή της τύχης, είδε ξανά τον νεαρό με το διαπεραστικό βλέμμα, ήταν ο γιός του μεγαλογιατρού που χειρούργησε τον πατέρα του. Η μάνα με δάκρυα στα μάτια ευχαρίστησε τον γιατρό και έβγαλε τέσσερις μεγάλους φακέλους από τις τσέπες της. Ο Γιάννης ούτε τον χαιρέτησε ούτε μίλησε. Η ασθένεια του πατέρα, η εφορία, η οικονομική κρίση, η πτώση της δουλειάς στο κρεοπωλείο, ήταν απανωτά βίαια χτυπήματα στην καθημερινότητα και στα όνειρα του. Σταμάτησε την δεύτερη γλώσσα και τις τακτικές βόλτες στο βιβλιοπωλείο. Όλο τον ελεύθερο χρόνο του τον περνούσε στο μαγαζί. Πάνω στον γυάλινο πάγκο με τα κρέατα διάβασε τα μαθήματα για τις πανελλαδικές εξετάσεις.
-Γιάννη, δεν έχει ψωμί το κρεοπωλείο πια, βάλε για αλλού το νου σου.
Αυτή ήταν η συμβουλή του πατέρα. Το όνειρο του ήταν να σπουδάσει κοινωνιολογία αλλά με το οικονομικό αδιέξοδο που είχε προκύψει ήταν δύσκολο και αυτό. Δεν θα ξεχάσει ποτέ την έκφραση στο βλέμμα του πατέρα του, χαρά και λύπη μαζί, ανακούφιση και αγωνία όταν του ανακοίνωσε
-Μπαμπά, πέρασα τρίτος στην αστυνομία. Μετά αν θέλω συνεχίζω στην κοινωνιολογία.
-Και διοικητής Γιαννάκο μου,(φώναξε όλο καμάρι και ο μόνιμος θαμώνας του καταστήματος ο κυρ Κώστας) .
Ο Γιάννης τέλειωσε την σχολή, μπήκε στην μηχανοκίνητη ομάδα «Ατρεύς» . Άρχισε πάλι τις βόλτες του στο βιβλιοπωλείο. Ακόμα και εν υπηρεσία έμπαινε και ψώνιζε κάποιο βιβλίο που είχε εντοπίσει τις προηγούμενες μέρες. Ήταν έκπληξη για τους υπαλλήλους του βιβλιοπωλείου ένας νεαρός ένστολος να διαβάζει τέτοια βιβλία. Κάποιον τους θύμιζε το σουλούπι του αλλά δεν ήξεραν ποιον. Η τελευταία του επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο διακόπηκε απότομα. Είχε την απόδειξη στο χέρι όταν έλαβε μήνυμα για ένοπλη ληστεία τράπεζας κοντά στο βιβλιοπωλείο. Οι επίδοξοι κλέφτες αποδείχτηκαν άπειροι. Ο Γιάννης δεν μπορεί ακόμα ηνα εξηγήσει τι παιγνίδι του έπαιξε η τύχη ή η μοίρα, αλλά ήταν αυτός που έπεσε πάνω στον νεαρό ληστή με το καλάσνικοφ και τον αφόπλισε. Τραβώντας την κουκούλα είδε ξανά το ίδιο διαπεραστικό βλέμμα, ήταν ο γιος του μεγαλογιατρού που χειρούργησε τον πατέρα του. Μέσα στην κλούβα ο νεαρός επαναστάτης με έκπληξη κοιτούσε τον Γιάννη να βγάζει μέσα από την εσωτερική τσέπη ένα γνώριμο σε αυτόν βιβλίο. Είχε τσαλακωθεί όταν του έπεσε με ορμή πάνω. Ήταν το βιβλίο του Κορνήλιου Καστοριάδη: Σύγχρονος καπιταλισμός και επανάσταση……
Γεγονότα βίας και α-νόητης ζωής οδήγησαν δύο νέους σε διαφορετικά στρατόπεδα. Ο ένας ο «τρομοκράτης» βίωσε την σαπίλα του συστήματος από μέσα και αρνήθηκε τα α-νόητα καλούδια. Ο άλλος με την βία που του επέβαλλαν οι συνθήκες των άλλων αφυδάτωσε τα ιδανικά του για να επιβιώσει, έγινε ένστολος υπάλληλος του συστήματος. Ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα;
*Πίσω από την παντοδαπή καταστροφή σήμερα της ελληνώνυμης κοινωνίας μας χαίνει αβυσσαλέο το κενό «νοήματος» του βίου και της συμβίωσης (Γιαννναράς Χρήστος : Ερωτική πρόσβαση σε «νόημα». Εφημερίδα Καθημερινή Δεκέμβριος 2012.)
** Η έξαρση της νεανικής βίας και της τρομοκρατίας, όσο και αν επιχειρείται να δικαιολογηθεί ως απόρροια της ζοφερής οικονομικής και κοινωνικής συγκυρίας, δεν είναι παρά ο σάπιος καρπός μιας σεσηπυίας κοινωνίας, που βίωσε τη βία στην καθημερινότητά της, ως θέαμα και ως τρόπο ζωή, και αφυδάτωσε τα παιδιά της από κάθε ιδέα και ιδανικό. (Μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος : Η έξαρση της νεανικής τρομοκρατίας είναι ο σάπιος καρπός της κοινωνίας μας. Εφημερίδα Δημοκρατία Φεβρουάριος 2013.)