Ο Χαμελελή και ο Αγρότης
Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Ήταν ένα ζεστό πρωινό του Οκτώβρη, αρχές του της δεκαετίας του ογδόντα. Ο Χαμελελή άυπνος από τα μέχρι πρωίας πανηγύρια, με βηματισμό Ρωμαίου λεγεωνάριου μετά από ένδοξη νίκη, βάδιζε την οδό Τσώκρη από την Παλιά Αγορά προς το Κάστρο του Άργους.
Ο Νίκος τον είδε καθώς άνοιγε και τις πλαϊνές πόρτες του καφενείου του. Είχε την συνήθεια κάθε πρωί να ανοίγει εκτός από την κεντρική και τις πλαϊνές πόρτες. Σήμερα είχε και ένα λόγο παραπάνω. Χθες Κυριακή ημέρα των εκλογών ήταν κλειστό το μαγαζί. Απαγορεύονταν τότε στα καφενεία να είναι ανοικτά την ημέρα των εκλογών για την αποφυγή εντάσεων και προκλήσεων. Υπάκουσε στην διάταξη αν και στο δικό του δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί το παραμικρό. Είχε κατορθώσει και είχε κρατήσει το καφενείο του πολυσυλλεκτικό. Μπλε, πράσινοι και κόκκινοι ήταν ευπρόσδεκτοι. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο κυρ Γιώργης, παλιά καραβάνα κουμουνιστής . Σαν προσκυνητής που ανάβει κεράκι, αγόραζε κάθε πρωί τον «Ριζοσπάστη» , έπινε τον καφέ του και άφηνε την εφημερίδα στο μαρμάρινο τραπέζι. Η δήθεν ξεχασμένη εφημερίδα ήταν ο παθητικός αγγελιοφόρος του κόμματος. Όλοι το ήξεραν .Οι πιο «γενναίοι» ξεφύλλιζαν και την εφημερίδα Υπήρχαν βέβαια και έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των πελατών αλλά το καφενείο δεν είχε χαρακτηρισθεί ούτε μπλε ούτε πράσινο. Εκείνη την δεκαετία τα περισσότερα καφενεία διχάστηκαν, άλλα σε μπλε άλλα σε πράσινα. Μια κατάσταση σαν ολυμπιακός – παναθηναϊκός, γιατί περί γηπεδικής αντίληψης επρόκειτο.
Πρώτος πελάτης και βιαστικός όπως πάντα τόσα χρόνια ο Χρήστος ο Αγρότης. ‘Ονομα και πράγμα, το επίθετο του είχε βγει γιατί το σόι του ήταν μεγάλοι δουλευταράδες του κάμπου. Φανατικός μπλε έβραζε με τα ζουμιά του μετά την ήττα του κόμματος. Η θέση του ήταν σταθερή, δίπλα στην κεντρική πόρτα, με μια αμφιθεατρική ματιά έλεγχε όλο το καφενείο και εκτόξευε τα αιχμηρά του σχόλια.
-Έρχεται ο κολλητός σου ( του είπε Νίκος βλέποντας τον Χαμελελή με καλπάζον βηματισμό να μπαίνει στο καφενείο).
-Νίκο νενικήκαμεν, σήμερα άλλαξε σελίδα η Ελλάδα, κέρνα όλο το μαγαζί.
Ο Νίκος με το ζόρι κρατήθηκε για να μην γελάσει. Ο Χαμελελή δικαίωνε με το παραπάνω το παρατσούκλι και τις ιδιορρυθμίες του. Το παρατσούκλι Χαμελελή του βγήκε από κάποιον πελάτη όταν παραποιώντας την λέξη αντί για χαμαιλέοντας τον είπε Χαμελελή. Το κανονικό του όνομα ήταν Χρήστος, κολλητός και πρωτεξάδελφος του άλλου Χρήστου. Του βγήκε το παρατσούκλι γιατί άλλαζε πολύ γρήγορα άποψη και θέση με σαφή προτίμηση πάντα τον νικητή. Νεαρός ζωγράφιζε σε εμφανή σημεία τη πόλης βασιλόφρονα στέμματα. Στην συνέχεια χόρευε προκλητικά τσάμικα στα πανηγύρια αφιερωμένα στον Γιώργο Παπαδόπουλο. Έπαθε αφωνία για λίγες μέρες όταν ούρλιαζε εεεε έρχεται για τον Καραμανλή. Την γλίτωσε με ελαφρά εγκαύματα στο πρόσωπο όταν πήγε να ανάψει τσιγάρο και φουντάλιασε η πράσινη σημαία της αλλαγής του Ανδρέα. Από την άλλη είχε μια σταθερή και απείραχτη αξία στην ζωή του, ήταν ταληροφονιάς αν δεν τον έλεγαν Χαμελελή θα τον έλεγαν Σκρούτζ, μεγάλος τσιγγούναρος. Παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό της νίκης θέλησε να κεράσει όλο το μαγαζί. Αλλά ο Νίκος ήταν σίγουρος ότι πρώτα το μάτι του διαπίστωσε ότι υπήρχε μόνο ένας πελάτης και αυτός πρώτος ξάδελφος. Το κέρασμα ήταν ελάχιστο και θα έμενε στην φαμίλια!!!
-Στην υγειά σου ρε ( του είπε ο Αγρότης με βαριά καρδιά). Άντε να δούμε τι θα κάνετε και εσείς τώρα που αναλάβατε. ( Με μια ρουφηξιά κατάπιε την ήττα του κόμματος και όλο τον καφέ μαζί.)
-Κάτσε ρε Χρήστο που πας; Νύχτα είναι ακόμα. ( Είπε ο Νίκος καθώς σέρβιρε τον καφέ του Χαμελελή.)
-Στο χωράφι, έχει έρθει καράβι από Ρωσία, θα τα δώσουμε και φέτος τα πορτοκάλια. Από του χρόνου που θα είναι τούτοι στην εξουσία να δούμε τι θα κάνουμε.
Ο Χαμελελή βρέθηκε στο κατάλληλο χρώμα – κόμμα την κατάλληλη στιγμή. Από απλός φίλος εξελίχθηκε σύντομα σε κομματικό φρουρό. Λέγανε ότι είχε και λόγο για την επιλογή του τοπικού βουλευτή. Μαζί με την κομματική του εξέλιξη άλλαζαν και οι ενδυματολογικές του απόψεις. Από το επαναστατικό ζιβάγκο πέρασε στο επώνυμο Ιταλικό σακάκι, στο φινετσάτο παντελόνι και στο ακριβοπληρωμένο μεταξωτό πουκάμισο. Στο πέτο του σακακιού το ευμέγεθες σήμα του κόμματος και στην δεξιά τσέπη του πουκαμίσου τα χαρτιά με τους διορισμούς. Ακριβώς εκεί στην δεξιά τσέπη του μεταξωτού πουκαμίσου ήταν η εξουσία του νεόκοπου «νέο – αριστερού επαναστάτη». Ο πρωτεξάδελφος δεν άλλαξε ούτε ρούχα ούτε απόψεις την πρώτη τετραετία της ανόδου του Χαμελελή. Έγιναν βέβαια ομηρικού καυγάδες μεταξύ των δυο ξαδέλφων για τα κόμματα ενώ έπαιζαν το τάβλι τους έπινα τις μπύρες τους και μασούσαν τα μεζέδια τους.
Ήταν παραμονές των δεύτερων βουλευτικών εκλογών της δεκαετία του ογδόντα όταν μπήκε φουριόζος ο Χαμελελή, χτυπώντας με την παλάμη του σαν τύμπανο νίκης την δεξιά τσέπη του πουκαμίσου.
-Χρηστάκο εδώ τον έχω. ( Και χτύπησε για άλλη μια φορά την τσέπη του.)
-Είσαι σίγουρος;
-Μιλάει το κόμμα ρε. Ήταν 20ος στην λίστα και τον έφερα 2ο. Πες ότι από τώρα ο γιός σου είναι στην σχολή της αστυνομίας. Και δεν θέλω ούτε ένα ψήφο!!! Έτσι και αλλιώς βγαίνουμε αέρας!!!
Ο Νίκος κατά την συνήθεια του καφενείου χωρίς να πάρει παραγγελία έφερε τον καφέ του Χαμελελή.
-Χρήστο συγχαρητήρια, καλή πορεία στο παιδί.
-Κάτσε να δούμε πρώτα. Είναι να τους έχεις και εμπιστοσύνη;
-Είπαμε ρε, μιλάει ο κυρίαρχος λαός ( και χτύπησε για άλλη μια φορά την δεξιά τσέπη ο Χαμελελή).
Ο Νίκος πρόσεξε ότι ο Χρήστος είχε αλλάξει συνήθεια στον καφέ του , τον έπινε γουλιά- γουλιά τον προλάβαιναν και άλλοι πρωινοί πελάτες στο καφενείο.
-Χρήστο δεν θα πας στο χωράφι σήμερα;
-Όχι Νίκο άλλαξαν τα πράγματα…
-Όσο και να άλλαξαν τα πορτοκάλια θέλουν μάζεμα.
-Ας τα να πέσουν, να βαρύνουν.
-Χρήστο καφέ σου έφερα όχι τσίπουρο. Μήπως τα ήπιες αλλού πρωί -πρωί;
-Άλλαξαν τα πράγματα Νίκο ! ( Είπε με στόμφο ο Χαμελελής) . Τέρμα οι αγρότες σκλάβοι τώρα υπάρχουν οι χαβούζες. ( Η χαβούζα ήταν η νέα λέξη της εποχής.)
-Αυτά τα νεκροταφεία φρούτων ; Πέρασα μια μέρα από την Δαλαμανάρα και κόντεψα να ξεράσω.
-Όχι ακριβώς, εγώ θα τα έλεγα χώρος ανακούφισης της αγροτιάς. Πουλήσει δεν πουλήσει το πορτοκάλι ο αγρότης παίρνει τα λεφτά του.
-Ο γιος μου που είχε πάει για ένα σεμινάριο στην Πορτογαλία μου είπε ότι είχαν ποικιλίες πορτοκαλιού και για το καλοκαίρι.
-Άλλο Πορτογαλία, άλλο Ελλάδα, εμείς έχουμε κόμμα ρε!!
-Και οι αγορές των ανατολικών χωρών;
-Δεν μας νοιάζουν πια Νίκο. Δεν συμφέρουν,. Με την χαβούζα ο αγρότης παίρνει τα λεφτά του πίσω, άσε που βρεγμένα ζυγίζουν και περισσότερο. ( Και έκλεισε συνωμοτικά το μάτι στον ξάδελφο.)
-Εγώ που πέρασα μεγάλη πείνα στην κατοχή σου λέω ότι είναι μεγάλη αμαρτία να θάβονται τα προϊόντα για οικονομικούς και πολιτικούς σκοπούς. Να δεις που κάποτε θα το πληρώσουμε αυτό.
Ο Νίκος στενοχωρημένος αποτραβήχτηκε πίσω στον πάγκο του ψυγείου και παρατηρούσε τους πελάτες και πως τους άλλαζε ο χρόνος. Ετούτη την τετραετία είχε μείνει σταθερός μέσα στην ψευτοαστική χλιδή ο νεόκοπος λαϊκός επαναστάτης. Αλλά αργά βαθμιαία και επικίνδυνα άλλαζε ο πρωτεξάδελφος του και πολιτικός του αντίπαλος. Από άξιος δουλευτής της γης, χρόνο με τον χρόνο κάτι η χαβούζα κάτι οι επιδοτήσεις και οι αποκαλούμενοι συνεταιρισμοί έπαψε να είναι ένας δυναμικός αγρότης. Ένας φρουτοθάφτης κατάντησε και το ένοιωθε ο Νίκος ότι όσο μεγάλωνε ο λάκκος της χαβούζας έρχονταν η σειρά μας να μπούμε μέσα. Τέτοιοι άνθρωποι και ήταν πολλοί έγιναν οι μόνιμοι θαμώνες του καφενείου για μια ολόκληρη δεκαετία, από το πρωί μέχρι το βράδυ, αμπελοφιλοσοφία, καφέ, χαρτί και ποτό. Οι τζίροι του μαγαζιού μεγάλωσαν τέλειωσε και αυτός το σπίτι που πάσκιζε τόσα χρόνια να χτίσει!!!
*Η ιστορία έχει φανταστικά στοιχεία. Αλλά όταν διάβαζα στον «Αναγνώστη» για την καταδίκη γνωστού βουλευτή , σύμφωνα με τις κατηγορίες λάβαινε χρήματα για να κάνει διορισμούς που δεν έκανε!!! Αν δηλαδή έκανε τους παράνομους διορισμούς ούτε γάτα ούτε ζημιά , όλα ηθικά και ωραία!!! Εκείνη την στιγμή ήρθε στο μυαλό η εικόνα του κομματοφρουρού. Στα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου θυμάμαι στο καφενείο του πατέρα μου τον κομματοφρουρό να χτυπάει με το αριστερό του χέρι του σίγουρους διορισμούς που είχε στα διπλωμένα χαρτιά στην δεξιά τσέπη του πουκαμίσου του. Μαζί με αυτόν θυμήθηκα και τον φίλο του και πολιτικό του αντίπαλο μέσα σε δύο τετραετίες να μεταλλάσσεται από έναν άξιο δουλευτή της γης σε ένα βολεμένο φρουτοθάφτη. Χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε η εξουσία του κομματοφρουρού, χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε η κοιλιά του αγρότη. Μια φούσκα που έσκασε στα μούτρα μας τριάντα χρόνια μετά.