ΆρθροΑρχείο

Ο κυρ Γιώργης και το παιδικό κούρεμα…..

H απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Ο κυρ Γιώργης σηκώθηκε πιο νωρίς από την συνηθισμένη του ώρα. Με αθόρυβες κινήσεις άνοιξε το πάνω συρτάρι του μεγάλου κωμού με την σκαλιστή μαρμάρινη πλάκα πάνω του. Έριξε μια ματιά πίσω του για να σιγουρευτεί ότι η γυναίκα του ήταν ακόμα στην αγκαλιά του Μορφέα.  Έκλεισε το συρτάρι και ακούστηκε εκείνο το σκράτς που κάνει το τσίγκινο κουτί μέσα στο πρώτο συρτάρι όταν ακουμπάει στο μάρμαρο . Κοίταξε με μια άγρια ματιά το είδωλο του στον καθρέφτη, έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός. Η γυναίκα του άλλαξε πλευρό.
-Ευτυχώς δεν ξύπνησε ( είπε μέσα του).
Έκανε όμως λάθος, η κυρά Κατίνα ξύπνησε. Αλλά όχι από τον τσίγκινο ήχο πάνω στο μάρμαρο αλλά από την έλλειψη της μυρωδιάς του. Το έλεγε και η ίδια, τόσα χρόνια σύντροφοι στην ζωή εκείνο που θα της έλειπε πιο πολύ αν έφευγε εκείνος πρώτος ήταν η μυρωδιά του στο κρεβάτι. Με αυτήν άφηνε και καλωσόριζε την κάθε μέρα.  Όχι μόνο ξύπνησε αλλά γούρλωσε διάπλατα τα μάτια της όταν είδε τον κυρ Γιώργη να τραβά τρίχες από την πορσελάνινη κούκλα που ήταν τόσες δεκαετίες πάνω στο μάρμαρο του κωμού. Αυτή η κούκλα και μια εικόνα της Παναγίας ήταν τα μόνα που σώθηκαν  όταν ν οι γερμανοί τους έκαψαν το 1943 το πατρικό σπίτι.
Της ήρθε να βάλει τα γέλια όταν το είδε να απομακρύνεται με βιαστικά βήματα πάνω στις μύτες των ποδιών σαν μικρό παιδί που ετοιμάζει κάποια σκανταλιά.  Στο ένα χέρι κρατούσε τις τρίχες από την κούκλα και στο άλλο κάτι που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει.
-Ή το έχασε το μυαλό του και αλλοίμονο μου ή έπλεξε με μάγισσες και χαρτορίχτρες (είπε μέσα της).
Σαν επιδέξιο λαγωνικό που εντόπισε το θήραμα του κινήθηκε αθόρυβα πίσω του. Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι όταν το είδε να ζωγραφίζει μια παιδική φατσούλα στο έξω μέρος του βιβλιαρίου και  να κολλά τα μαλλιά της κούκλας στο βιβλιάριο των καταθέσεων τους. Τότε κατάλαβε τι ήταν εκείνο το θολό σκρατς που άκουσε στον ύπνο της.
-Τι κάνεις εκεί χριστιανέ μου; Τελετή βουντού θα κάνεις για να σώσουμε τις καταθέσεις μας;
-Αμάν ρε γυναίκα θα με τρελάνεις με τα ξαφνιάσματα σου.
-Σε τρόμαξα κιόλας ε; Δεν μου λες τι κάνεις εκεί; Τρελάθηκες τελείως;
-Μια πλάκα θέλω να κάνω ( και πήρε το βλέμμα  « γλυκοκούταβο», ήταν το βλέμμα όταν ήθελε να πάρει την άδεια   ή την συγχώρεση της γυναίκας του για τις σκανταλιές του). Για κοίτα το ημερολόγιο να δεις.
-Κοίτα να κάνεις  τα ίδια τα περυσινά, ( η κυρά Κατίνα κατάλαβε από το ημερολόγιο ότι ετοίμαζε την πρωταπριλιάτικη φάρσα του). Διέδωσες τον θάνατο σου και έρχονταν φίλοι και γνωστοί με τα λουλούδια στην εξώπορτα.
-Ήταν από τα καλύτερα της φαρσερικής μου καριέρας.
-Να σου φτιάξω καφέ;
– Όχι βιάζομαι.
Με τα τακούνια των δίχρωμων παπουτσιών να χτυπούν ρυθμικά το πλακόστρωτο της αδιέξοδης στοάς έκανε την πρωινή του είσοδο ο κυρ Γιώργης.  Η στοά σχημάτιζε ένα πι, στην κορυφή του ήταν το υποκατάστημα μιας τράπεζας, και στα πλαϊνά ένα καφενείο, ένα κουρείο , ένα προποτζίδικο από την μια πλευρά, και ένα ψιλικατζίδικο, ένα ραφείο και ένα δικηγορικό γραφείο ήταν τα καταστήματα της άλλης πλευράς. Ό κυρ Γιώργης χαμογέλασε όταν είδε φως από το κουρείο.
-Καλημέρα Κωστή κάνεις παιδικά κουρέματα;
-Ναι αλλά … ( ο κουρέας κοιτούσε το κεφάλι του κυρ Γιώργη στο οποίο δεν υπήρχε ούτε δείγμα τρίχας, κοίταξε δεξιά και αριστερά του δεν είδε κανένα  εγγόνι του). Που είναι το παιδί;
-Εδώ ( και βάζει στην θέση που στηρίζεται ο αυχένας στην καρέκλα του κουρείου το βιβλιάριο με την φατσούλα και τα μαλλιά της κούκλας).
-Τι είναι αυτό ρε Γιώργη πρωί- πρωί ;
-Οι οικονομίες  και οι κόποι μιας ζωή και είπα να τις κουρέψω μόνος μου πριν μου τις κουρέψουν οι τραπεζίτες – κράτος όπως έκαναν στην Κύπρο. Πρωταπριλιά ρε;  
Ο κουρέας έπεσε κάτω από τα γέλια
-Ρε κερατά, θα μου σκάσεις το μπαλονάκι που έβαλα για την καρδιά. Πέρυσι πέθανες , φέτος κουρεύεις τις καταθέσεις σου.
-Πάμε στου Νίκου, κερνάω καφέ.
Ήταν οι  πρώτοι πελάτες στο καφενείο. Λύθηκε στα γέλια ο  Νίκος ο καφετζής όταν του διηγήθηκαν την πρωταπριλιάτικη πλάκα. Ο κουρέας πρόσεξε ότι ο κυρ Γιώργης έχασε την διάθεση του καθώς διάβαζε την εφημερίδα.
-Κοίτα ρε οι αλήτες, κόβουν τα χρήματα από τις συντάξεις που παίρνουν οι οικογένειες των ηρώων που έπεσαν για την πατρίδα. Αν πετσοκόψουν 130 συντάξεις θα σωθεί το κράτος. Για την πατρίδα έπεσαν και τους φτύνουν. Ε, δεν είμαστε καλά ψήφισαν νομοσχέδιο να μην τιμωρούνται αυτοί που έδωσαν θαλασσοδάνεια στα κόμματα. Το μάτι του πρόσεξε ότι η τράπεζα μόλις άνοιξε.
-Σήκω Κωστή πάμε.
-Που να πάμε, δεν είπες ότι κερνάς καφέ ;
-Ας κρυώσουν λίγο , πάμε στην τράπεζα σε θέλω για μάρτυρα.
Ο Κωστής πρόσεξε ότι επανήλθε το χρώμα στο πρόσωπο του. Ο Γιώργης πήρε μαζί του και την εφημερίδα διπλωμένη σε ρολό. 
-Καλώς τον κυρ Γιώργη, ( ο Γιώργης είχε ήδη κάτσει στην μια από τις δυο πολυθρόνες μπροστά από το γραφείο του διευθυντή και έκανε νόημα στον κουρέα να κάτσει και αυτός, σα να ήταν δικό του το μαγαζί). Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω πρωί -πρωί;
-Κυρ διευθυντά πριν από λίγο στον Κωστή έκανα κούρεμα των οικονομιών μιας ζωής πριν μου το κάνει το κράτος ( και του βγάζει το βιβλιάριο με την φατσούλα και τα μαλλιά της κούκλας, ο τραπεζίτης με έκπληκτα μάτια αναζητούσε μια σανίδα σωτηρίας στον κουρέα αλλά ο Κωστής του απάντησε με πολύ σοβαρό ύφος)
-Εγώ του είπα ότι δεν είναι αναγκαίο , αλλά αφού επέμενε του έκανα ένα παιδικό κούρεμα!!!
0 υποδιευθυντής και ένας άλλος υπάλληλος που μπήκε να πάρει υπογραφές κοιτούσαν με απορία το παράξενο σκηνικό.
-Λοιπόν κυρ διευθυντά, θέλω ένα δάνειο για είκοσι χρόνια.
-Μα κυρ Γιώργη είστε κοντά 80 χρονών δεν είστε λίγο μεγάλος για ένα τόσο μακροχρόνιο δάνειο;
-Γιατί, ο  τριαντάρης που παίρνει δάνειο έχει υπογράψει συμβόλαιο με τον θεό ότι θα ζήσει περισσότερο από εμένα; 
-Και τι ποσό ζητάτε;
-140.000 ευρώ.
-Και εγώ νόμιζα ότι ήθελες κανένα μεγάλο δάνειο και με ήθελες για εγγυητή!!! ( Ο κουρέας ήταν σίγουρος ότι  κάτι καλό σκάρωνε ο Γιώργης, το βλέμμα του διευθυντή σε απελπισία , οι δυο υπερήλικες ήταν εκτός πραγματικότητας) .
-Εντάξει κύριε Γιώργο ας πούμε ότι σας δίνω ένα τόσο μεγάλο δάνειο  για τόσα πολλά χρόνια. Τι εγγύηση μπορείτε να βάλετε για ένα τόσο μεγάλο δάνειο;
-Μπορώ να βάλω ενέχυρο την σύνταξη που θα παίρνω ανά έτος.
-Καλά ας πούμε ότι θα ζήσετε άλλα σαράντα χρόνια , πως είστε σίγουρος ότι θα παίρνετε αυτό το ποσό κάθε χρόνο. Δεν βλέπετε ότι συνεχώς γίνονται περικοπές ;
Ο διευθυντής πήρε τον ασημένιο στυλό του και τον χτύπησε με βεβαιότητα πάνω στο γραφείο του, έπρεπε να κυριαρχήσει η λογική. Τρόμαξε όταν είδε τον κυρ Γιώργη να πετάγεται επάνω και να του πετά πάνω στο γραφείο την τυλιγμένη σε ρολό εφημερίδα που άνοιξε στις εσωτερικές σελίδες.
-Και εσείς οι τραπεζίτες που ξέρατε ότι τα μεγάλα κόμματα θα υπάρχουν και μετά τις εκλογές; Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα είχαν και τα ποσοστά που είχαν. Και όχι μόνο αυτό  αλλά θα έπαιρναν και το ίδιο ποσοστό από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Στα κόμματα δώσατε θαλασσοδάνεια , ψηφίστηκε  μάλιστα και τροπολογία να μην πειραχτούν τα στελέχη που τα έδωσαν. Κοίτα και στην άλλη σελίδα. Στις οικογένειες των ηρώων κόβουν τις «τεράστιες»  συντάξεις για να σωθεί η οικονομία! Τίποτα δεν θέλω ρε, καλή πρωταπριλιά . Μια πλάκα έκανα αλλά να ξέρεις ξαλάφρωσα!
Ο τραπεζίτης δεν ήξερε τι να πει.
-Να κεράσω καφέ; ΄(Ήταν τα  μόνα λόγια που μπόρεσε να πει.)
-Όχι, έχει ετοιμάσει ο Νίκος, σήκω ρε Κωστή. (Τότε πρόσεξε ότι δυο δάκρυα κυλούσαν από το μάτια του Κωστή)
-Κυρ διευθυντά δεν ξέρω αν η κατάσταση είναι για γέλια  ή για κλάματα, (είπε ο κουρέας).
Ο κυρ Γιώργης τύλιξε ξανά  την εφημερίδα ρόλο έκανε νόημα στον Κωστή και φύγανε για το καφενείο, ασυναίσθητα ο κυρ διευθυντής σκούπισε το μάτι του, κάποιο σκουπίδι θα μπήκε στο μάτι του.
Όταν οι δυο φίλοι μπήκαν στο καφενείο του περίμενε μια έκπληξη, οι καφέδες ήταν μέσα σε φλιτζάνια  σε μέγεθος δαχτυλήθρας
-Ρε Νίκο τι έγινε εδώ ( φώναξε ξαφνιασμένος ο κυρ Γιώργης) σε μεγάλα φλιτζάνια πίνουμε τον καφέ, το ξέχασες;
-Μέρα που είναι,  έκανα και εγώ κούρεμα στους καφέδες.  (Και βγήκε μέσα από την κουζίνα με δυο μεγάλες κούπες αχνιστό καφέ.) Έχουμε και εμείς δικαίωμα στην πρωταπριλιά  έτσι Γιώργη;  
 
 
*Η ιστορία είναι φανταστική αλλά τα γεγονότα που αναφέρει ο φανταστικός κυρ Γιώργης εντελώς πραγματικά και πρόσφατα….