Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Ο μπάρμπα Γιώργης με τον αργό τετράποδο βηματισμό του μουλαριού έφτασε στο παζάρι για τα ψώνια του μήνα. Μια φορά το μήνα έκανε τα ψώνια του δεν χρειάζονταν και πολλά πράγματα. Παρά τα εβδομήντα πέντε του χρόνια με μια ευελιξία εικοσάχρονου κατέβηκε από το ζώο. Βουνίσιος αυθεντικός άνθρωπος, αμετακίνητος στις αρχές και στις συνήθειες του. Αρνήθηκε την τεχνολογία, δεν έβαλε τηλεόραση και τηλέφωνο στο σπίτι του. Μόνο τον ηλεκτρικό φωτισμό χρησιμοποιούσε και το δίκτυο του νερού που έφτασε μέχρι την πόρτα του. Από την τεχνολογία περιορίστηκε σε ένα μικρό φορητό ραδιοφωνάκι με μπαταρίες. Ακόμα και όταν ο τελευταίο συγχωριανός του πήρε αγροτικό αυτοκίνητο αυτός παρέμεινε πιστός στα μουλάρια του.
-Γιατί, δεν κάνω όλες τις δουλειές μου με το ζωντανό μου; Εξ άλλου μην ξεχνάτε ότι κρατημένος από την σέλα ενός μουλαριού, κάνοντας μια κοιμισμένη ματωμένη πεζοπορία έφτασα από την Αλβανία στον τόπο μου. Ένα τέτοιο ζωντανό με έφερε σώο και αβλαβή πίσω.
Μετά τα ψώνια του πήγαινε πάντα για ένα τσιπουράκι στο καφενείο του Νίκου. Έδενε το μουλάρι του πάντα στην ίδια κολόνα της ΔΕΗ, λίγα μέτρα διαγώνια πιο κάτω. Σε εκείνο το σημείο υπήρχε πριν λίγα χρόνια ένα χάνι που μπορούσαν να αφήνουν τα ζωντανά τους οι χωρικοί. Τώρα αρχές της δεκαετίας του ογδόντα το παλιό χάνι έγινε αρχικά πετυχημένο παντοπωλείο και στην συνέχεια υποκατάστημα γνωστού πολυεθνικού υπερκαταστήματος. Το γιγαντόσωμο μουλάρι ήταν η χαρά των πιτσιρικάδων της γειτονιάς. Ο Νίκος χωρίς να πάρει παραγγελία, έφερε αμέσως στον μπάρμπα Γιώργη το τσιπουράκι του και σε ένα πιατάκι τρεις ελιές και ένα μεγάλο κομμάτι κεφαλοτύρι. Ο μπάρμπα Γιώργης καθώς έριξε μια ματιά στο μουλάρι του, πρόσεξε ότι στην πάνω πλευρά της πλατείας ήταν αραδιασμένα πέντε μηχανάκια, αυτά που λέγανε παπάκια. Στην πίσω θέση είχαν ένα κλειστό κουτί.
-Τι είναι τούτα τα μηχανάκια Νίκο;
-Ντελίβερι. Είναι η καινούργια μόδα. Μεταφέρουν έτοιμο φαγητό στα σπίτια. Έχουν ανοίξει πέντε τέτοια μαγαζιά. Πάνε και πολύ καλά, δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ.
-Αυτά που βλέπεις δεν είναι ντελίβερι, αλλά τεμπέλη- βερι, όταν ο άνθρωπος δεν φτιάχνει ούτε το φαγητό του μόνος του τότε σύντομα θα έρθει και η ώρα που θα πεινάσει. Εγώ δεν θα ζω αλλά κάποτε θα πέσει μεγάλη πείνα στο τόπο.
Έριξε άλλη μια ματιά στο μουλάρι του ο μπάρμπα Γιώργης, κάτι θαρρετά πιτσιρίκια είχαν πλησιάσει και το χάιδευαν. Φάνηκε και ο ταχυδρόμος με την μεγάλη δερμάτινη τσάντα και το βιαστικό βήμα του.
-Μπάρμπα Γιώργο καλά μου είπαν ότι θα σε βρω εδώ. Έχεις γράμμα.
-Εγώ γράμμα, από ποιόν;
-Δεν είναι ακριβώς γράμμα αλλά κλήτευση στο δικαστήριο.
-Τι πράγμα; ( Χτύπησε δυνατά το χέρι του πάνω στο τραπέζι ο μπάρμπα Γιώργης, το βλέμμα του άστραψε και βρόντηξε). Εγώ δεν είχα ποτέ πάρε δώσε με τις εξουσίες. Εγώ δεν πήγα στα δικαστήρια ακόμα και όταν ο γείτονας μου έφαγε μισό χωράφι. Και γιατί δεν μου έφερε ο κλητήρας το χαρτί; Νίκο πιάσε ένα τσίπουρο για τον ταχυδρόμο κερνάω για τα συχαρίκια!!!
-Μπάρμπα Γιώργη, την κλήση μου την έδωσε ένας νεαρός, κάτι έκτατο έτυχε στον κλητήρα, δεν μπορεί να ανέβει στο χωριό, ήξερα που θα σε βρω και στο έφερα. Άνθρωποι είμαστε να εξυπηρετεί ο ένας τον άλλο.
-Καλύτερα, θα γινόμουν και ρεζίλι στο χωριό. Για ποιο λόγο με πάνε στα δικαστήρια; ( Ο Νίκος έφερε τα τσίπουρα, ο ταχυδρόμος πήρε την κλήση να διαβάσει).
-Μάλλον για τροχαία παράβαση είναι.
-Θα τρελαθούμε τελείως, δεν κατάλαβα, πρέπει να φοράω κράνος και να βάλω πινακίδα κυκλοφορίας στο μουλάρι μου;
-Κυρ Γιώργη δεν ξέρω τι να πω , άντε στην υγειά σου.
-Για πότε είναι η δίκη;
-Την άλλη Τετάρτη.
-Καλώς ….έγινε και τούτο κάθε εβδομάδα στην πόλη.
Την επόμενη Τετάρτη ο κυρ Γιώργης με το μουλάρι έφτασε στα δικαστήρια της πόλης. Στους δικούς του δεν είπε τίποτα, το θεωρούσε μεγάλη ντροπή να τους πει ότι τον κάλεσαν στα δικαστήρια. Του φάνηκε ότι στο παρκάκι απέναντι από εκεί που έδεσε το μουλάρι είδε τον εγγονό του. Βιαστικά μπήκε στην αίθουσα του δικαστηρίου, μην το δει το παιδί σε τέτοιες ντροπές. Κάθισε σε μια άκρη. Το πρόσωπο του άλλαξε όλα τα χρώματα όταν άκουσε το όνομα του.
-Γεώργιος Γεωργίου του Πέτρου….
-Παρόν.
-Καθίστε στο εδώλιο. Κατηγορείστε για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας και μη επίδειξη των ανάλογων εγγράφων, άδεια δίπλωμα και ασφάλιση.
-Κύριε πρόεδρε άδεια δίπλωμα και ασφάλιση δεν έχω….
-Ώστε ομολογείς.
-Ναι ομολογώ , από δέκα χρονών που τα καβαλάω δεν πήρα ποτέ άδεια, δίπλωμα και ασφάλεια. Τι να τα κάνω;
-Κύριε, παρά τα χρόνια της ηλικίας σας είστε αυθάδης.
-Τι αυθάδης κύριε πρόεδρε, την αλήθεια λέω.
-Κύριε σύμφωνα με τον νόμο απαιτείται άδεια δίπλωμα και ασφάλεια.
-Εξήντα πέντε χρόνια που τα καβαλάω δεν έχω τέτοια πράγματα, δεν μου τα ζήτησε κανείς.
-Κύριε είστε απαράδεκτος…. Και όχι μόνο αυτό αλλά οδηγούσατε με εξήντα πέντε χιλιόμετρα μέσα στην πόλη κάνοντας επικινδύνους ελιγμούς και σούζες βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή σας και την ζωή των συμπολιτών σας. Και επιπλέον δεν φορούσατε κράνος.
-Κύριες πρόεδρε αν το μουλάρι μου τρέχει με εξήντα πέντε χιλιόμετρα την ώρα να το πάω στον ιππόδρομο. Και αν νομίζεις ότι στα χρόνια μου μπορώ να κάνω σούζες με το ζωντανό τι να σου πω. Όσο για άδεια δίπλωμα και ασφάλεια πρώτη φορά το ακούω για άλογα και μουλάρια. ( Αφού είχε χαλαρώσει με την λεκτική αντιπαράθεση, χτύπησε με δύναμη την γκλίτσα του κάτω)
-Τι είναι αυτά που λες άνθρωπε μου; Να έρθει αμέσως το όργανο της τάξης που συνέταξε την μήνυση. (Ο πρόεδρος είχε βγει εκτός εαυτού). Τροχονόμε συνέλαβες τον Γεώργιο Γεωργίου του Πέτρου, λόγω υψηλής ταχύτητας, επικίνδυνων ελιγμών , δεν φορούσε κράνος και αρνήθηκε να επιδείξει άδεια δίπλωμα και ασφάλεια.
-Μάλιστα κύριε πρόεδρε.
-Το ακούτε κύριε, έχετε παραβεί τον μισό ποινικό κώδικα.
-Κύριε πρόεδρε νομίζω ότι έχει γίνει κάποια παρεξήγηση.
-Τι παρεξήγηση; ( Ο θυμός στα μάτια του προέδρου παρέλυσε το όργανο της τάξης.)
-Νομίζω ότι δεν ήταν ο παππούς που οδηγούσε το παπάκι.
-Θα τον πιάσω και θα τον ρημάξω στο ξύλο ( είπε σχεδόν μιλώντας ο μπάρμπα Γιώργος, του ξέφυγε ένα γέλιο και ο πρόεδρος πια ήταν εκτός εαυτού).
-Δεν κατάλαβα μας απειλείτε και μέσα στο δικαστήριο….
-Όχι κύριε πρόεδρε, μόνος μου μιλούσα.
-Δεν μου λες όργανο, συνέλαβες τον Γεώργιο Γεωργίου του Πέτρου και συνέταξες αυτή την μήνυση, σου έδειξε ταυτότητα,
-Μάλιστα …. Μάλιστα κύριε πρόεδρε.
-Κύριε είστε ο Γεώργιος Γεωργίου του Πέτρου….
-Μάλιστα κύριε πρόεδρε εγώ ήμουνα ( τα χείλη του αστυνομικού αρχίζουν να τρεμοπαίζουν, η όραση του θολώνει, αρχίζει να χάνει την ισορροπία του. Τον βουτάει ο μπάρμπα Γιώργος και τον καθίζει δίπλα του στο εδώλιο) Είσαι καλά παιδί μου;
-Καλά είμαι κύριε αλλά ….
-Πες ναι σε ότι λέω να τελειώνουμε….(του ψυθιρίζει). Κύριε πρόεδρε ομολογώ ότι είμαι ένοχος .
-Και κάνατε και σούζες;
-Μάλιστα κύριε πρόεδρε στα δύο πόδ….στην μια ρόδα….( με δυσκολία συγκρατεί τα γέλια του ο παππούλης) .
-Και έχετε το θράσος να γελάτε;
-Από μικρό παιδί όταν με έπιαναν για καμιά αταξία ξεσπούσα σε γέλια.
-Είκοσι χιλιάδες δραχμές είναι το πρόστιμο.
-Ευχαριστώ πολύ κύριε πρόεδρε. (Ο πρόεδρος απέκτησε ξανά το αγέρωχο ύφος της εξουσίας του, ο αστυνομικός σε πλήρη σύγχυση.)
Ο μπάρμπα Γιώργος αφού πήγε να τακτοποιήσει τα οικονομικά, βγήκε από την πλαϊνή πόρτα. Με αθόρυβες κινήσεις πλησίασε μια ομάδα νεαρών . Με την γκλίτσα του τραβά απότομα έναν προς το μέρος του.
-Παππού να σου εξηγήσω!!!
-Τι να μου εξηγήσεις ρε, τα κατάλαβα όλα μόνος μου. Αγόρασες κρυφά μηχανάκι σε πιάσανε, πήρες την κλήση από τον κλητήρα και την έστειλε σε μένα λόγω συνωνυμίας. Ήρθες να δεις και την δίκη!!!!
-Παππού συγνώμη… αύριο θα έχω όλα τα χαρτιά εντάξει για τον μηχανάκι.
-Δεν πειράζει, το διασκέδασα κιόλας, στο τέλος είχε πλάκα, εγώ σούζα μέσα στην πόλη, το φαντάζεσαι;
-Παππού, που με πας;
-Εδώ να ζητήσεις δουλειά ντελιβεράς για τους τεμπεληράς, μέχρι να με ξεχρεώσεις.
*Ο Παντελής πριν πολλά χρόνια λόγω συνωνυμίας έστειλε τον παππού του στα δικαστήρια για τροχαία παράβαση που ποτέ δεν είχε κάνει……