Η απέναντι όχθη Του Βασίλη Καπετάνιου
Η γλωσσαρκά* , το λάστιχο* και τα γυαλικά της Ελισάβετ.
Ο μικρός Χαμπής* ξύπνησε με το λάλημα του πετεινού, άρχισε να ετοιμάζεται βιαστικά να φύγει για το σχολείο του. Όλη η οικογένεια ζούσε μέσα σε μια κάμαρη πέντε επί πέντε. Δύσκολα χρόνια στην Κύπρο του 1955. Φόρεσε το κοντό παντελόνι, ένα φανελάκι που βρήκε στο αρμάρι*, για παπούτσια δεν γινόταν λόγος, τέλη του Μάρτη είχε ανοίξει ο καιρός, άρχιζε η μακρά περίοδος ξυπολισιάς. Η Ανδριανή η μάνα του σε μια κούπα του τσαγιού του έβαλε μερικά κομμάτια ψωμί, για να μπορέσει να αντέξει την πείνα μέχρι το απόγευμα που θα γύριζε.
-Μάνα θέλω να πάρω λάστιχο* από το Βασίλη τον μανάβη, να πηγαίνω να κυνηγάω πουλιά.
-Χαμπή, δεν έχουμε ριάλια* για τέτοια.
-Μα, βγάζει λεφτά ο μπαμπάς….
-Ε αφού τον ξέρεις, είναι πολύ σφιχτός με τα λεφτά, άμα του μιλάω για λεφτά, ρότσος γίνεται*….
Στην αυλή του σχολείου πριν φθάσει στις αίθουσες τον φώναξε ο διευθυντής.
-Χαμπή σε θέλω.
-Μάλιστα κύριε.
-Από σήμερα θα είσαι αποθηκάριος, είναι υπεύθυνη θέση.
-Και τι θα κάνω κύριε ;
-Όταν κάνουν γυμναστική τα κορίτσια θα βγάζεις από την αποθήκη τα στρωματάκια της γυμναστικής.
Το σχολείο ήταν μικτό αλλά γυμναστική κάνανε χωριστά τα αγόρια από τα κορίτσια.
Την ώρα της γυμναστικής λοιπόν ανέλαβε καθήκοντα και έστρωσε τα στρωματάκια στον χώρο που θα έκαναν γυμναστική τα κορίτσια. Κάτι η άνοιξη που είχε μπει, κάτι η αρχή της εφηβείας ήταν ήδη στην Πέμπτη τάξη , κάτι τα μακριά βρακάκια των κοριτσιών που πρόσφεραν φιλήδονο θέαμα ανάμεσα σε εκτάσεις και διατάσεις, κάθισε σε μια γωνιά και θαύμαζε την ασκούμενη θηλυκού γένους νεολαία. Για κακή του τύχη τον είδε η δασκάλα και τον ανέφερε στον διευθυντή. Όταν γύρισε στην τάξη του και είδε τον διευθυντή μέσα κατάλαβε τι είχε γίνει.
-Χαμπή, να μου δώσεις αμέσως τα κλειδιά της αποθήκης ( είπε με αυστηρό τόνο).
-Μάλιστα κύριε.
-Κοιτάξτε κατάσταση, βάλαμε τον αλουπό* να φυλάει τις όρνιθες. Τι θα γίνει αν φυλάει ο αλουπός τις όρνιθες παιδιά;
-Θα τις φάει κύριε ( όλοι με μια φωνή).
-Και αυτός, το ίδιο θα έκανε!!!
Μάλλον με ευχαρίστηση παρέδωσε τα κλειδιά, γιατί απαλλάγηκε από ένα βαρετό καθήκον. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στον μυαλό του όταν είδε από το παράθυρο μια γριούλα να κυνηγάει μια κότα. Είχε δραπετεύσει από το κοτέτσι που συνόρευε με την μάνδρα του σχολείου. Στα μάτια του φαινόταν ότι βρήκε την λύση σε κάτι που τον απασχολούσε.
Τελειώνοντας το σχολείο δεν πήγε στο σπίτι του αλλά στο κοτέτσι της μάνας του. Σηκώνει την γλωσσαρκά* και παίρνει τα αυγά της. Αμέσως πάει στο μανάβικο του Βασίλη. Το μανάβικο ήταν εκείνη την εποχή κατά κάποιο τρόπο παντοπωλείο. Το κατάστημα δεχόταν να αλλάξεις αγροτικά προϊόντα αλλά έπρεπε και κάτι να αγοράσεις. Ένα έξυπνο ημιανταλακτικό σύστημα, το οποίο εξυπηρετούσε τις ανάγκες της εποχής.
-Τι θέλεις να αγοράσεις Χαμπή;
-Ένα καλό λάστιχο*
-Μα όσο κάνει το λάστιχο κάνουν και τα αυγά σου, δεν θα πάρεις παράδες πίσω, ένα- δυο γρόσια μένουν.
-Δώσε μου καραμέλες και είμαστε εντάξει.
Στην αλάνα του χωριού οι φίλοι του έπαιζαν ποδόσφαιρο με μια μπάλα φτιαγμένη από την κατουρίστρα* του χοίρου. Εντυπωσίασε του φίλους του με ένα εντυπωσιακό χτύπημα της μπάλας, ενώ ήταν στον αέρα, την σημάδευσε με την σφεντόνα.
Όταν η μάνα του πήγε μετά από λίγο στο κοτέτσι και βρήκε άδεια την φωλιά της γλωσσαρκάς, δεν χρειάστηκε να πει τίποτα, παρά μόνο:
-Α, το γιό μου!!!
Με γοργό βήμα φεύγει για την αλάνα όπου έπαιζαν τα παιδιά. Είχαν σταματήσει το ποδόσφαιρο και έκαναν σκοποβολή με την σφεντόνα του Χαμπή. Στόχος ήταν η γουρουνίσια μπάλα πάνω σε ένα μεγάλο κοφίνι.
-Ρε Χαμπή, η μάνα σου έρχεται φουριόζα κατά εδώ.
Με ένα σάλτο ο Χαμπής βρέθηκε κάτω από το μεγάλο κοφίνι.
-Παιδιά είδατε τον Χαμπή μου;
Ο Χαμπής παρακολουθούσε μέσα από το κοφίνι. Κανένα παιδί δεν μίλησε και δεν έδειξε με το χέρι του αλλά όλα κοιτούσαν προ το κοφίνι. Δεν ήθελε και πολύ η Ανδριανή για να καταλάβει. Με μια κίνηση σηκώνει το κοφίνι.
-Ποιού έδωσες τα αυγά γιε μου; Πρέπει να τα πάρω πίσω, να τα βάλω της όρνιθας να βγάλει πουλιά.
-Του Βασίλη του μανάβη τα πούλησα.
Η Ανδριανή πήγε αγόρασε πίσω τα αυγά τα έβαλε ξανά στην κότα. Τα μισά βγήκαν πουλιά. Την σφεντόνα δεν την πήρε πίσω, ούτε είπε και στον πατέρα του τίποτα. Ήταν ένα μικρό παράπτωμα, μπορούσε να το κρύψει. Έξαλλου ο άντρας της ήταν ικανός να πάθει εγκεφαλικό από το θυμό και την τσιγκουνιά του. Σε τρείς μέρες ξεκίνησε ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ, ενάντια της αποικιοκρατίας και με ελπίδα την ένωση με την Ελλάδα. Δεν ήταν δυνατόν ο επαναστατικός άνεμος να μην συνεπάρει και τον Χαμπή και την παρέα του.
Με βαρύ πυροβολικό την σφεντόνα του τα έκαναν γυαλιά καρφιά στο σχολείο. Τότε στο σχολείο υπήρχαν κάδρα της αγγλικής βασιλικής οικογένειας και ολόκληρα σερβίτσια σε ανάμνηση του γάμου της Βασίλισσας με τον Φίλλιπο. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο, ούτε ένα αγγλικό γράμμα δεν ξεχώριζες μέσα στα θρύψαλα.
Ο διευθυντής παρόλο που δεν ήθελε να δώσει έκταση στο γεγονός ήταν αναγκασμένος να φωνάξει την αγγλική αστυνομία και να γίνει καταγραφή του γεγονότος. Όταν ήρθε η ώρα να παρουσιάσει στο αστυνόμο τον Χαμπή του είπε.
-Να τον προσέχεις αυτόν γιατί είναι Γερμανός ( Εννοώντας ότι ήταν σκληρός.)
Ο αστυνόμος ακολουθώντας τις διαδικασίες του νόμου παρέπεμψε τους μαθητές της πέμπτης τάξης του δημοτικού σχολείο σε δίκη.
Το γεγονός δεν μπορούσε να μείνει κρυφό, πήρε διαστάσεις. Η Ανδριανή δεν μπορούσε να το κρύψει από τον άνδρα της. Δεν χρειάστηκε να του πει τίποτα, τα είχε μάθει όλα στο καφενείο.
-Ωραία τα κατάφερε ο Παπαφλέσσας σου, θα τρέχουμε αύριο στα δικαστήρια, θα χάσω και εγώ την δουλειά μου.
-Να πάω εγώ αν δεν μπορείς.
-Δεν είναι δουλειά για γυναίκες τούτα. Άντε να δούμε τι θα μας κοστίσει ετούτη η ιστορία.
Την άλλη μέρα όλη η τάξη του Χαμπή παρουσιάστηκε στο αγγλικό δικαστήριο στην Λάρνακα. Δικαστής ήταν ο Ετάτ, Τούρκος στην καταγωγή. Ο δικαστής άκουγε τα γεγονότα αλλά δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από την μικρή καρφίτσα που φορούσαν στο πέτο όλα τα παιδιά. Η παράσταση της καρφίτσας ήταν δυο αντικριστές ελληνικές σημαίες. Η μια κλασσική γαλανόλευκη και η άλλη με τον σταυρό.
-Τι είναι αυτά που φοράτε ; ( Ρώτησε τον Χαμπή, όταν ήρθε η ώρα του να απολογηθεί. Και του έδειξε με νόημα το πέτο).
-Σημαίες της πατρίδας. (Ο Τούρκος δικαστής ξεροκατάπιε τον θυμό του.)
-Και που τις βρήκατε ;
-Τα έχουμε στα σπίτια μας.
-Μια λίρα πρόστιμο στον καθένας για τους βανδαλισμούς στο σχολείο και μια λίρα πρόστιμο για όσους φορούν τέτοια σημαιάκια. ( Ο δικαστής ήξερε τι έκανε όλα τα παιδιά φορούσαν καρφίτσες με τις ελληνικές σημαίες!!!)
Ο πατέρας του Χαμπή πήγε και πλήρωσε αμέσως το πρόστιμο, δεν ήθελε να έχει πάρε δώσε με τις εξουσίες. Όταν γύρισε όλα τα παιδιά ετοιμάζονταν να βγάλουν μια αναμνηστική φωτογραφία. Ο Χαμπής πήγε κοντά στον πατέρα του να του πει να έρθει και αυτός για μια αναμνηστική φωτογραφία. Τον πρόλαβε ο πατέρας του.
-Καλά εντάξει μία λίρα για ότι κάνατε στο σχολείο, χαλάλι και φθηνά την γλιτώσαμε, ήταν ανάγκη να βάλεις και το σημαιάκι;
-Εκείνο το πρόστιμο άξιζε πιο πολύ !!!
Ήταν η πρώτη φορά που αντιμίλησε στον πατέρα του, από το βλέμμα του κατάλαβε ότι δεν θα έπαιρνε μέρος στην αναμνηστική φωτογραφία. Επέστρεψε στην παρέα των μικρών επαναστατών για να φωτογραφηθεί…..
*Χαμπής = Χαράλαμπος,
Αρμάρι = μικρή ντουλάπα
Λάστιχο = σφεντόνα
Ρότσος = σκληρή πέτρα
Ριάλια = λεφτά
Γλωσσαρκά= η κλώσα
Αλουπός= αλεπού
Κατουρίστρα= η κύστη του γουρουνιού, την εποχή εκείνη την φούσκωναν και έπαιζαν μπάλα.
**Η ιστορία στο μοντάρισμα της έχει φανταστικά στοιχεία. Βασίστηκε όμως σε πραγματικά γεγονότα από την ζωή του Χαμπή της Ανδριανούς. Η αναμνηστική φωτογραφία από την δίκη για τα γυαλικά της Ελισάβετ υπάρχει ακόμα στον τοίχο του γκαράζ του. Ο μικρός Χαμπής με τα αυγά της γλωσσαρκάς πήρε την σφεντόνα με την οποία πολέμησε τον Άγγλο Γολιάθ. Εξήντα χρόνια μετά οι νεοέλληνες φοβισμένες κλώσες προσέχουμε μην χάσουμε τα κλούβια και με χρέος αγορασμένα ευρωπαϊκά αυγά μας…. ο καθένας φυλακισμένος στο κοτέτσι του….. τελειωμένος ιδιώτης πάνω στην κρύα φωλιά του.