Το διαζύγιο
Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Από την τσέπη του παντελονιού του ο Θάνος άκουσε τις πρώτες νότες, το αγαπημένο τραγούδι της αδελφής του. Παίρνοντας το κινητό στο χέρι είδε και την φωτογραφία της στην οθόνη του τηλεφώνου. Οι νέες δυνατότητες των έξυπνων κινητών δίνουν ένα προσωπικό τόνο στην επικοινωνία των ανθρώπων για να απαλύνουν την απάτη της τηλε- επικοινωνίας.
-Όποτε μπορείς ειδοποίησε με, θέλω να μιλήσουμε.
Ο Θάνος ήταν φοιτητής της φιλολογίας με έντονο πάθος την γλωσσολογία. Αυτή την περίοδο ήταν στο Νησί. Πέρυσι δούλεψε σαν σερβιτόρος την καλοκαιρινή περίοδο και ξεκίνησε δειλά δειλά την προετοιμασία μαθητών για το δημοτικό σχολείο. Φέτος δούλεψε περισσότερο σαν φροντιστής και λιγότερο σαν σερβιτόρος. Έβγαλε λιγότερα χρήματα αλλά ένοιωθε ότι ήταν κοντά στις σπουδές του και αυτό τον ευχαριστούσε. Από αυτή την χρονιά θα απάλλασσε τον πατέρα του από κάθε οικονομική έγνοια για αυτόν. Το Νησί ήταν κοντά στην Πόλη, θα μπορούσε να δουλεύει από Παρασκευή απόγευμα μέχρι Κυριακή απόγευμα ως φροντιστής παιδιών. Σε λίγες μέρες θα ήταν και η αδελφή του φοιτήτρια. Μάλλον στην νομική αλλά περίμεναν τα τελικά αποτελέσματα. Την ώρα που έλαβε το μήνυμα ποδηλατούσε στα πλακόστρωτα δρομάκια του Νησιού πηγαίνοντας από το ένα κατ οίκον μάθημα στο άλλο. Εν κινήσει κάλεσε την αδελφή του και ήταν έτοιμος να συνομιλήσει μαζί της από το σκουλαρίκι μικρόφωνο ακουστικό που φορούσε.
-Έλα Τζένη, βγήκαν τα αποτελέσματα;
-Αύριο είναι .
– Έτσι ξέρω και εγώ, ( από το ακουστικό άκουσε την δακρυσμένη ανάσα της αδελφή του). Συμβαίνει κάτι;
-Η μαμά και ο μπαμπάς χωρίζουν. ( Η Τζένη ξέσπασε σε πνιχτά κλάματα, από το ακουστικό της άκουσε το παρατεταμένο φρενάρισμα του ποδηλάτου πάνω στο πλακόστρωτο) . Θάνο είσαι καλά;
-Μια χαρά, αλλά πες μου ξανά τι είπες;
-Η μαμά και ο μπαμπάς χωρίζουν, χωρίς να το θέλω τους άκουσα πριν λίγο να λένε ότι θα δηλώσουν εν διαστάσει για κάποιο διάστημα. Μάλιστα ο μπαμπάς μαζεύει και τα πράγματα του για να πάει να μείνει με την γιαγιά απέναντι.
-Λογομαχούσαν όταν τους άκουσες;
-Όχι, σου μιλάω για πλήρη αφασία, μιλούσαν για το διαζύγιο λες και θα πήγαιναν διακοπές. Θες να ακούσεις και το πιο τρελό όταν ο μπαμπάς πήρε το σάκο με τα προσωπικά του είδη να πάει στην γιαγιά, η μαμά τον ξεπροβόδισε με ένα παθιασμένο φιλί.
-Μπλιάχ , μπλιάχ
-Θάνο δεν είναι ώρα για αστεία.
Η Τζένη όταν ήταν στην πρώτη πρώιμη εφηβείας της και έβλεπε τον μπαμπά της να φιλά την μαμά της φώναζε «μπλιάχ» και έβαζε την παλάμη μπροστά από τα μάτια της και παρατηρούσε μέσα από τα κενά των δακτύλων. Το ίδιο έκανε όταν τύχαινε στην τηλεόραση κάποια ερωτική σκηνή. Έμεινε διαχρονικά σαν οικογενειακό αστείο το φώνημα μπλιάχ όταν θέλανε να πειράξουν την αδελφή του, με αφορμή το φιλί των γονιών τους ή κάποια σκηνή στην τηλεόραση. Αλλά τα συνεχιζόμενα κλάματα της Τζένης φανέρωναν ότι η κατάσταση δεν σήκωνε αστεία.
-Θα τα πούμε αύριο, έτσι και αλλιώς θα ερχόμουν να γιορτάσουμε την επιτυχία σου.
Την άλλη μέρα το μεσημέρι με επιβεβαιωμένη την επιτυχία της Τζένης , πέρασε στην νομική και σε καλή σειρά, ο Θάνος έφτασε στο πατρικό του, ένα σακίδιο στην πλάτη και στα χέρια του το βιβλίο «το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το ταξίδι», ένα βιβλίο για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αγαπημένο σκηνοθέτη πατέρα και γιου. Ο μπαμπάς του στο μεγάλο μπροστινό μπαλκόνι, φορώντας μαύρη αθλητική φόρμα για παντελόνι, την πολυφορεμένη μπλούζα με τον Τσε Γκεβάρα και τις αγαπημένες του απαίσιες πλαστικές παντόφλες που εκνεύριζαν όλους , μπαρουτοκαπνισμένος έδινε την μάχη του με μπριζόλες και μεζεκλίκια στην πέτρινη ψησταριά του. Είχε ετοιμάσει και το γιορτινό τραπέζι για την επιτυχία της κόρης του.
-Τρέξε κοριτσάρα μου ήρθε ο γιόκας σου.
Η γυναίκα του λαμπερή και χαρούμενη βγήκε αλλά αντί να αγκαλιάσει τον γιο έτρεξε στον άντρα της, έδωσε ένα φιλί. Και οι δυο μαζί μια ανοιχτή αγκαλιά περίμεναν να αγκαλιάσουν τον γιο τους. Η κόρη τους είχε βγει στην μπαλκονόπορτα και τους κοιτούσε θλιμμένη. Ο Θάνος ένοιωσε τα μάτια του να αλληθωρίζουν, ένα μάτι να κοιτά το ευτυχισμένο ζευγάρι και το άλλο την θλιμμένη αδελφή του. Μέσα του ανησύχησε για την ψυχική και διανοητική υγεία της αδελφής του. Δεν πήγαινε ούτε μπροστά ούτε πίσω. Έπιασε το κεφάλι του με τα δύο του χέρια σαν να έβαζε παρωπίδες στα μάτια του, αλλά η εναλλαγή εικόνων αφηνιασμένα άλογα άρχισαν να του καίνε τον ινιακό λοβό.
-Χελόου εδώ μαμά,
-Χελόου εδώ μπαμπάς, « On ne rend pas. On continue *» (του είπε ο πατέρας του αυθόρμητα όταν είδε το βιβλίο που του είχε χαρίσει, η φράση αυτή αφύπνισε τον Θάνο ) Χελόου αν δεν έρθεις για αγκαλιά θα πλακώσω την μάνα σου στα φιλιά . -Μπλιάχ ( Έκανε η μάνα του ξεσπώντας σε γέλια , θέλοντας να πειράξει και την κόρη της. Ο Θάνος τραβώντας και την αδελφή του με μια απότομη κίνηση έγιναν όλοι μια αγκαλιά. Ο πατέρας του ήταν σε τρελά κέφια.)
-Να μας ζήσει η δικηγορίνα, (φώναξε ενθουσιασμένος ο πατέρας, αλλά ξαφνικά η κόρη ξεσπά σε κλάματα και φεύγει μέσα στο σπίτι).
-Γυναίκες φίλε μου, έγινα 56 χρονών και ακόμα δεν κατάλαβα το φαινόμενο.
-Πάω λίγο μέσα ( είπε ελαφρά ανήσυχη η μητέρα). Μάλλον συγκινήθηκε από την επιτυχία της.
-Μπαμπά όλα καλά;
-Δεν υποχωρούμε. Συνεχίζουμε* ( με το βλέμμα του έδειξε με το βλέμμα το βιβλίο).
-Πάω μέσα να τακτοποιηθώ και έρχομαι να σε βοηθήσω. (Μπήκε μέσα, χτύπησε συνθηματικά την πόρτα του δωματίου της αδελφή του, τα μάτια της δυο ηφαίστεια γεμάτα κόκκινη λάβα.) Είσαι με τα καλά σου; Τι είναι αυτά που λες ; Δεν είδες πόσο αγαπιούνται;
-Δεν είδες του δυο σάκους στην πόρτα, ετοιμάζει και άλλα πράγματα για να πάει στην γιαγιά.
-Ρε Τζένη είσαι σίγουρη; (Ο Θάνος άνοιξε την πόρτα και είδε δυο σάκους στο βάθος του διαδρόμου.)
-Για ελάτε γρήγορα, να ξεκινήσουμε το τσιμπούσι (φώναξε ο πατέρας).
-Ερχόμαστε μπαμπά (και πέταξε βιαστικά στο δωμάτιο του τον σάκο του και το βιβλίο), Τζένη νομίζω ότι κάνεις λάθος.
Η Τζένη πήγε στο μπάνιο, έριξε νερό στα μάτια της αλλά ο θρήνος δεν έσβηνε, έβαλε τα μαύρα γυαλιά ηλίου και βγήκε έξω. Η γιαγιά της ανέβαινε το τελευταίο σκαλί, την κοίταξε με τα γερασμένα μάτια και το σπινθηροβόλο βλέμμα.
-Καλώς την φοιτήτρια μας ( της πέρασε στο λαιμό μια κόκκινη κορδέλα με μια χρυσή λίρα ) την είχα για τον γάμο σου αλλά μπορεί να μην προλάβω.
-Έλα γιαγιά κοριτσάκι είσαι ακόμα ( είπε ο Θάνος).
-Ναι παιδούλα είμαι, θα μικρομεγαλώνω κιόλας τώρα. Δεν το μάθατε θα ξαναπάρω τον γιό μου πίσω ( και ξέσπασε σε ένα δυνατό γέλιο).
-Είδες Θάνο, σου τα έλεγα (δάκρυα έτρεχαν μέσα από τα μαύρα γυαλιά της Τζένης).
-Μπαμπά, οι σάκοι στον διάδρομο τι έχουν ;
-Τα πράγματα μου , πάω πίσω στην μάνα μου!!!
-Χωρίζουμε ( φώναξε μέσα από την κουζίνα η μάνα και βγήκε έξω κρατώντας ένα μεγάλο μπολ σαλάτα, αλλά της κόπηκε η διάθεση όταν είδε τον Θάνο σε πλήρη σύγχυση και δάκρυα να τρέχουν από μάτια της κόρης της , ενώ η πεθερά και ο άντρας της ασχολιόνταν με την ψησταριά χωρίς να έχουν καταλάβει τίποτα).
-Στο έλεγα Θάνο, χωρίζουν ( η Τζένη ξέσπασε σε κλάματα και κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα της) .
-Καλά, για αυτό είσαι θλιμμένη από το πρωί ; ( Ο πατέρας της με δυσκολία άφησε μια ψημένη μπριζόλα στην πιατέλα που κρατούσε η γιαγιά και έπιασε την κοιλιά του ενώ ξέσπασε σε δυνατά γέλια).
-Μα είσαι καλά, γελάς ενώ χωρίζεις με την μαμά; (Ρώτησε απορώντας ο Θάνος.)
-Δεν χωρίζουμε, εν διαστάσει θα είμαστε για λίγα χρόνια, ( ο Θάνος έπιασε ξανά το κεφάλι του με τα χέρια παρωπίδες), για αυτό ετοιμάζω ξανά το παιδικό μου δωμάτιο.
-Στο είπα Θάνο, χωρίζουν!
Η Τζένη ήταν απαρηγόρητη, η γιαγιά με το αυστηρό της βλέμμα κοίταξε τον γιό της, ο μεσήλικας πατέρας εξαφανίστηκε και μπροστά της είχε το πεντάχρονο γιο που έκανε αταξία.
-Αρκετά με το αστείο, εξήγησε στο κορίτσι ότι χωρίζετε αλλά δεν χωρίζετε!
Ο εικοσάχρονος Θάνος στα όρια του εγκεφαλικού, η μάνα του κοιτούσε χαμογελαστή.
-Δεν φταίω εγώ μαμά (είπε με το απολογητικό βλέμμα πεντάχρονου) αν άκουσε κάτι το πρωί να ρωτήσει να της εξηγήσω, (πήγε και αγκάλιασε την γυναίκα του) Τζένη και Θάνο εγώ και η μαμά πήραμε μια σημαντική απόφαση ( ήταν έτοιμος να ξεσπάσει σε γέλια μαζί με την γυναίκα του αλλά τους έκοψε το αυστηρό βλέμμα της γιαγιάς)
Θάνο, Τζένη με βάση τα νέα μέτρα που πήρε το κράτος για την παιδεία εγώ και η μαμά μόνο ένα τρόπο είχαμε για να μην διαλύσουμε το σπίτι μας, δηλώνουμε εν διαστάσει, θα έχουμε δυο μονογονεϊκές οικογένειες φαινομενικά, έτσι θα έχουμε μόρια για να μείνουμε στην Πόλη. Για καλό και για κακό σε περίπτωση ελέγχου θα έχω και το δωμάτιο μου έτοιμο στην γιαγιά απέναντι.
-Μπαμπά μου ( η Τζένη με λυγμούς αγκαλιάζει τον πατέρα της ) Γιατί δεν μου το είπες;
-Γιατί δεν ρώταγες ; Μήπως θα μου κάνεις μήνυση για ψυχική οδύνη; (έδωσε ένα βαθύ φιλί στην γυναίκα του και οι δυο με μια φωνή της είπαν «μπλιαχ». Η Τζένη έβγαλε τα γυαλιά και έφυγε με κλάματα για την κουζίνα, διακριτικά ακολούθησαν οι δυο γυναίκες η μια μετά την άλλη. Ο Θάνος γύρισε δυο μπριζόλες που διαμαρτύρονταν καπνίζοντας. Γύρισε και κοίταξε ανακουφισμένος τον πατέρα του, η παρεξήγηση είχε λυθεί.
-Γυναίκες φίλε μου γυναίκες!!
-Δεν υποχωρούμε. Συνεχίζουμε.
*« On ne rend pas. On continue (Δεν υποχωρούμε.Προχωρούμε.) Η σπαρακτική βουβή γραπτή δήλωση του Θόδωρου σε ένα μικρό χαρτί για τον θάνατο του Gian Maria Volonte κατά την διάρκεια γυρισμάτων της ταινίας Το βλέμμα του Οδυσσέα.
(Μαντα (Μ), Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι το ταξίδι, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2013)
**Η ιστορία είναι φανταστική αλλά την πυροδότησε η αγωνία του φίλου Βαγγέλη με την δαμόκλειο σπάθη της κινητικότητας να απειλεί το σπίτι του.