ΆρθροΑρχείο

Το μαύρο βατραχάκι

Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
 
Ο Γιώργης ντυμένος με την στολή του αγροφύλακα μπήκε με  βαρύ θόρυβο από τις μπότες του στο μεγάλο δώμα του σπιτιού, έτριζε το ξύλινο πάτωμα από την περπατησιά του. Η μάνα του ετοίμαζε το μεσημεριανό στο αναμμένο τζάκι.
-Μάνα που είναι το κάμελ για τις μπότες;
-Μια χαρά είναι οι μπότες σου, το πρωί στις γυάλισα. Από πότε άρχισες να γυαλίζεις τις μπότες σου; ( Μην στάξει και μην βρέξει τον είχε τον κανακάρη της η μάνα του. Έμεινε χήρα νωρίς και όλη η αγάπη και η έγνοια της πάνω στον Γιώργη. Κλασική περίπτωση μεσογειακής μάνας , θέλει να παντρευτεί και να αποκατασταθεί ο γιός της αλλά καμία δεν είναι άξια να τον προσέχει όσο αυτή!) Στο ράφι κάτω από το φανάρι είναι η μπογιά.
Από το παράθυρο της κουζίνας είδε το Γιώργη να παιδιαρίζει πάλι. Είχε βάλει ένα βάτραχο πάνω στο τραπέζι της αυλής και τον έβαφε με το κάμελ για τις μπότες. Τελικά τα κατάφερε χωρίς απώλειες στην φρεσκοπλυμένη στολή του.
-Δεν μου λες θα τον γυαλίσεις κιόλας; (Του είπε η μάνα του όταν γύρισε την μπογιά.) Τι παιδιαρίσματα είναι αυτά , κοντεύεις τα τριάντα πέντε.
Ο Γιώργης μαζί με τον φίλο του τον Κωστή, επίσης αγροφύλακα στο άλλο χωριό ήταν τα μεγάλα πειραχτήρια της περιοχής. Ο Κωστής ήταν και  αυτός μεγαλωμένος  με την ασφυκτική αγάπη της χήρας μάνας του. Πριν λίγες μέρες  και οι δυο μαζί έπεισαν τον μπάρμπα Θάνο ότι αν ανεβαίνει πάνω στον γάιδαρο για να πηγαίνει στο παζάρι τότε το ζωντανό θεωρείται όχημα κυκλοφορίας χαμηλών ταχυτήτων και είναι στην ευθύνη της τροχαίας.
-Είστε σίγουροι παιδιά μου ;
-Αφού ανεβαίνεις πάνω του, θεωρείται όχημα και χρειάζεται πινακίδες, πρέπει να πας στην τροχαία να βγάλεις πινακίδες. (Του είπε ο Κωστής.)
Εγκεφαλικό κόντεψε να πάθει ο αστυνόμος από τα γέλια όταν του ζήτησε ο γεροντάκος πινακίδες για τον μπάρμπα Μένιο του.
-Μάνα τούτος ο βάτραχος θα βγάλει κόκορα. Άντε γεια.
Ο Γιώργης στο μεγάλο αλώνι βρήκε τον φίλο του τον Κωστή. Ήταν συνεννοημένοι για την νέα αποστολή τους. Πήραν το μονοπάτι για το σπίτι της θεια Κατίνας, άλλη μια χήρα του χωριού, αλλά αυτή πρόλαβε και τον έζησε τον άντρα της παραπάνω από τις άλλες, της άφησε και μεγάλη περιουσία, την οποία η ίδια διαχειριζόταν με μεγάλη επιτυχία. Το πρόβλημα της ήταν η Ασίμω η κόρης της , τριαντάρησε και ήταν εκτός τόπου και χρόνου , αλαφροΐσκιωτη. Μόνο μέσα στα βιβλία και στα ρομάντζα που διάβαζε έβρισκε τον κόσμο της για να ανασάνει. Πολύ όμορφη κοπέλα και με μεγάλη προίκα, αλλά έκοψε στην μάνα της τα προξενιά όταν στην μεγάλη βρύση χαράματα είδε τον νεράιδο. Γύρισε πιλαλητή στην μάνα της, παραλίγο να την ρίξει κάτω μαζί με την πήλινη λεκάνη που ζύμωνε.
-Μάνα να τα κόψεις τα προξενιά, αφού είδα τον νεράιδο , πρίγκιπας θα με πάρει.
-Για αυτό μου γύρισες με μια παντόφλα, θα πάρει σβάρνα το χωριό ο πρίγκιπας για να σε ποδέσει, σταχτοπούτα μου;
-Αυτό είναι μάνα μου και άλλο σημάδι ( τότε πρόσεξε η Ασίμω ότι γύρισε μονοσάνταλη) θα έρθει το πριγκιπόπουλο!
Τα χρόνια πέρασαν, τα προξενιά σταμάτησαν δια ροπάλου, ο πρίγκιπας δεν εμφανιζόταν, άρχισε να χνουδιάζει ελαφρά τα πανωχείλη της Ασίμως, άρχισαν και οι ορμόνες να παίζουν καρσιλαμά στο κορμί της . Ποιος ξέρει πως ο φανταστικός πρίγκιπας έγινε ένα μαύρο βατραχάκι στο στομάχι της.
-Βάλε ρε παιδάκι μου μια μπουκιά στο στόμα σου.
-Δεν μπορώ μάνα, δεν το ακούς το μαύρο βατραχάκι (και ο σπασμός από το στομάχι στο μυαλό της Ασίμως γινόταν βατραχάκι. Ίσως με ένα φιλί να γινόταν ο πρίγκιπας που περίμενε. Αλλά ποιος μπορεί να φιλήσει το στομάχι του; )
-Και πως το ξέρεις ότι είναι μαύρο.
-Το νοιώθω μάνα το νοιώθω.
Είχε πάει σε γιατρούς και γιατρούς αλλά γιατρικό δεν βρήκε, άλλη μια παλαβομάρα είναι και θα της περάσει σκέφτηκε η μάνα της και άφησε τον χρόνο να κυλάει. Βέβαια σε ένα χωριό τίποτα δεν μένει μυστικό και όλη ήξεραν τα νέα βάσανα της Κατίνας. Οι δυο αγροφύλακες βρήκαν την θεια Κατίνα έξω στην αυλή να πετάει αποφάγια στο κοτέτσι της. Ο Γιώργης της εξήγησε τα καθέκαστα.
-Θεια μπορώ να το βγάλω το βατράχι από το στομάχι της Ασίμως, αλλά χρειάζομαι δυο κοκόρια, ένα μαύρο και ένα άσπρο.
-Ρε μπας και κάνεις τίποτα μαγείες στην τσούπρα μου;
-Σου ορκίζομαι θεία , ψυχολογικό είναι το θέμα της, αν δεν της φύγει το βατράχι τα κοκόρια θα τα πάρεις πίσω, ( έσφιξε μέσα στην τσέπη του τον μπογιατισμένο βάτραχο που παραλίγο να τον προδώσει).
-Ασίμω παράτα τα βιβλία και έλα κάτω σε θέλει ο Γιώργης να σε γιάνει.
Η Ασίμω πείστηκε εύκολα εφόσον πρόκειται για κάποια αρχαία ελληνική τελετή σύμφωνα με μελέτες του Γιώργη και του Κώστα είχε βοηθήσει πολλούς στα αρχαία χρόνια.
-Ο Κωστής τι θέλει μαζί μας ;
-Αυτός θα διαβάζει τις ευχές πίσω από τους θάμνους και εγώ όταν νιώσω τον βάτραχο να φεύγει από το στομάχι σου θα τον πετάξω μπροστά στα μάτια σου να πειστείς. Τα κοκόρια τα θέλει για να πιάσουν οι ευχές, δεν θα τα σφάξει.
Πήγαν στην μικρή βρύση που είχε και ένα πέτρινο τραπέζι. Ο Κωστής πήρε το υποτιθέμενο βιβλίο των ευχών και χάθηκε πίσω από τους θάμνους για να φωνάζει τους ψαλμούς, μαζί του είχε και τα δυο κοκόρια. Αρχίζει ο Κωστής κάτι ακατλαβίστικα , όαου όι , βατ , οι , ρα , χοι α, κο οοο , κοριιιι, θα φαωωωωω. Ο Γιώργης από την άλλη μεριά ξεκίνησε την τελετή.
-Ασιμω βγάλε τα ρούχα σου και ξάπλωσε πάνω στο τραπέζι, μην ντρέπεσαι  εγώ θα είμαι από κάτω. (Και παίρνει μια μπάσα υποβλητική φωνή) Τώρα Ασίμω δώσε μου το χέρι σου πρέπει να αρχίσεις να κρυώνεις. (Νοιώθει μέσα από την παλάμη του το ρίγος της Ασίμως. Κάνει λίγο να δει πάνω στο τραπέζι και παραλίγο να του φύγει ο βάτραχος μέσα από την τσέπη. Της είπε να βγάλει τα ρούχα  όχι να μείνει τσίτσιδη, πώς να μην νιώθει ρίγη με το αεράκι. Όλοι οι δαίμονες της σάρκας χτύπησαν στο κεφάλι τον Γιώργη, άρχισε να τρέμει και αυτός. Με δυσκολία κρατούσε το βατράχι στην τσέπη του. Ο  Κωστής έτσι όπως ήταν πίσω από τους θάμνους δεν έβλεπε τίποτα, έκανε τις ψαλμωδίες και κράταγε τα κοκόρια.
-Τώωωωωωρα το ζεεεε σσσς τον
-Τώρα Ασίμω πρέπει να αρχίσεις να ιδρώνεις. ( Της είπε με πιο μπάσα φωνή.)
Κάτι η μπάσα φωνή κάτι το χέρι που της κράταγε, επιρρεπής και στην αυθυποβολή η Ασίμω άρχισε να ιδρώνει. Το νοιώθει ο Γιώργης και αρχίζει να τρελαίνεται. Ξανασηκώνει τα μάτια του και βλέπει το γυμνό λευκό κορμί της Ασίμως να πάλλεται ιδρωμένο. Άρχισε και ο ίδιος να φουντώνει και να ιδρώνει . Γλιστράει το βατράχι μέσα από την τσέπη του , ευτυχώς δεν είχε ξεβάψει. Κουαξ κουάξ ο βάτραχος περνά πάνω από την κοιλιά της Ασίμως και χάνεται για την βρύση,.
-Αου Παναγία μου σώθηκααααα ( Βγάζει μια κραυγή η Ασίμω.)
Η φωνή της ήταν τόσο έντονη  πρέπει να ακούστηκε μέχρι το απέναντι χωριό. Τρομάζει και ο Κωστής, του ξεφεύγουν τα κοκόρια και τρέχει ξοπίσω τους στην ρεματιά για να τα πιάσει. Σηκώνεται απάνω η Ασίμω, θεόγυμνη όπως ήταν και αγκαλιάζει τον Γιώργη.
-Σωτήρα μου, μόνο εσύ με πίστεψες , με έσωσες Γιώργη μου!!!
Ο Γιώργης δεν είχε νοιώσει ποτέ τέτοιο σπαρταριστό αγκάλιασμα γυναίκας. Είχε κοκκινίσει σαν τον αμόνι του σιδερά και η συνεχόμενη αγκαλιά της Ασίμως απανωτές σφυριές στην σάρκα του, έτοιμος να εκραγεί. Σαν από μηχανής θεός ακούστηκε η φωνή του Κωστή.
-Όχι ζαβλακωμένα νομίζατε ότι θα ξεφεύγατε του αγροφύλαξ. (Προφανώς είχε συλλάβει τα κοκόρια)
-Ντύσου γρήγορα Ασίμω μην σε δει κανένας τσίτσιδη και μας βγάλουν το όνομα στο χωριό.
Με σβέλτες κινήσεις ντύθηκε η Ασίμω και ξεκίνησε για το σπίτι της. Λαμπερή φουριόζα μπήκε στο μεγάλο δώμα.
-Με έσωσε μάνα μου ο Γιώργης , το  έβγαλε το βατράχι το είδα με τα μάτια μου, βάλε μου μια μπουκιά να φάω, πεινάω!!!
Η μάνα της δεν πίστευε στα αυτιά της, δεν πίστευε στα μάτια της άλλη κόρη γύρισε μετά το θάμα του Γιώργη. Τόσους γιατρούς πήγε και το γιατρικό ήταν στην πόρτα τους.
-Μωρή πάλι μονοσάνταλη γύρισες ;
-Που ξέρεις μάνα, μπορεί να έρθει ο πρίγκιπας!!!
Εκείνη την στιγμή φάνηκε στην πόρτα ο Γιώργης και ο Κωστής. Ο Κωστής μες την τρελή χαρά κρατούσε τα κοκόρια από τα πόδια, ήταν σίγουρο κέρασμα. Αλλά ο Γιώργης ακόμα κόκκινος, με τα μάτια στο πάτωμα στο χέρι του κρατούσε μια παντόφλα.
-Ασίμω, ξέχασες την παντόφλα σου, φεύγοντας. (Της την έδωσε με τα χέρια τρεμάμενα χωρίς να σηκώσει τα μάτια να την δει.)
-Ευχαριστώ σωτήρα μου, πρίγκιπα μου ( του είπε με ένα λάγνο ύφος, της μάνας της κόντεψε να της έρθει εγκεφαλικό, είπαμε να γιάνει αλλά  όχι να προστυχέψει) .
-Λεβέντες μου και τα κοκόρια δικά σας και από ένα κεφαλοτύρι, γιατί μου γιάνατε το κορίτσι, πάμε στο κατώι να σας τα δώσω.( Η Ασίμω δεν έπαιρνε τα μάτια της από τον Γιώργη. Ευτυχώς με τα κεράσματα η μάνα της έδωσε ένα τέλος στην σκηνή πάθους.)
-Γιώργη, ποιος σου έδωσε το κεφαλοτύρι και τον κόκορα;
-Η συμπεθέρα σου!!! (Η μάνα του κόντεψε να λιποθυμήσει)
-Τι είπες γιέ μου.
-Το απόγευμα να πας στην θεια Κατίνα να ζητήσεις για νύφη την Ασίμω, πιάσε και το κάμελ , λασπιάστηκαν οι μπότες μου, θα τις γυαλίσω μόνος μου!
 
*Η ιστορία έχει πολλά φανταστικά στοιχεία, αλλά πράγματι πριν πολλά χρόνια στην ευρύτερη περιοχή του Άργους δυο πλακατζήδες αγροφύλακες, κάνοντας μια ψευτοτελετή και πετώντας ένα πραγματικό πράσινο βατράχι λύτρωσαν μια κοπέλα η οποία νόμιζε ότι ήταν μέσα στο στομάχι της.