Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Τέλη Οκτωβρίου ο Κώστας καθισμένος κοντά στο τζάκι διόρθωνε τις εργασίες των μαθητών της έκτης τάξης. Τους είχε βάλει θέμα για την οικονομική κρίση . Ξαφνιάστηκε όταν άρχισε να διαβάζει την εργασία του Γιάννη, ίσως του καλύτερου μαθητή που είχε περάσει μέχρι τώρα από τα χέρια του, ιδιαίτερα έξυπνο και ταλαντούχο παιδί. Τίτλος της εργασίας του : Κρίση σ’ ευχαριστώ. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του, περισσότερο για τον τίτλο παρά για το τζάκι που χρειαζόταν και άλλα κούτσουρα. Έκπληκτος άρχισε να διαβάζει την εργασία του μαθητή του.
-Είμαι πολύ ευχαριστημένος που έχουμε οικονομική κρίση γιατί ανέλπιστα μου έφερε ένα πολύ μεγάλο δώρο, θα σας εξηγήσω παρακάτω κύριε! Ήταν πριν πέντε Κυριακές, όταν ο μπαμπάς πήγε να πάρει τις κυριακάτικες εφημερίδες του.
-Γιώργο να πάρεις και τα περιοδικά μου, έχω πει να μου τα κρατήσουν ( ακούστηκε η φωνή της μαμάς από το πουθενά , έτσι φαίνεται ότι είναι οι φωνές των μαμάδων , ξεκινάς να πας κάπου και τις ακούς να έρχονται πίσω σου από το πουθενά).
-Γυναίκα, δεν κάνεις λίγο κρατεί με περιοδικά σου και όλα αυτά που αγοράζεις από εκεί μέσα ( ακούστηκε η φωνή του μπαμπά ενώ κατέβαινε στις σκάλες).
-Μόνο για τα δικά μου περιοδικά και ψώνια δυσκόλεψαν τα πράγματα ;(Χτύπησε το τηλέφωνο και άκουσα τα βήματα της καθώς έμπαινε στο καθιστικό για να απαντήσει.) Δεν είναι δυνατόν Κυριακάτικα!
-Είπε με έντονο ύφος η μαμά και τα χείλη της έγιναν μια ευθεία γραμμή, ούτε λίγο πάνω για χαρά ούτε λίγο κάτω για λύπη. Νομίζω ότι τα κράταγε σε αυτή την ευθεία σφίγγοντας έντονα τα δόντια της ενώ κράταγε τόσο έντονα το ακουστικό που νόμιζα ότι θα σπάσει. Άκουσε για λίγα δευτερόλεπτα ότι ήταν να της πουν στο τηλέφωνο. Σαν ρομπότ κατέβασε τα χέρια της και χωρίς να ταράξει τα χείλη της βγήκε έξω στο μπαλκόνι, στεκόταν σαν εκείνα τα αγάλματα που είδα στο μουσείο της Ολυμπίας που μας πήγατε εκδρομή. Ο μπαμπάς γύρισε σε λίγα λεπτά από το περίπτερο, αμέσως κατάλαβε ότι δεν ήταν στα κέφια της, θα νόμισε ότι του θύμωσε για τα περιοδικά και τα άχρηστα ψώνια..
-Έλα, σου πήρα και τα περιοδικά σου, (της έδωσε ένα φιλάκι αλλά πρέπει να πάγωσαν τα χείλη του, αφού η μαμά είχε μαρμαρώσει.) Πάω να φέρω τα καφεδάκια μας και από ένα τσιγαράκι ( σίγουρα χρειάζονταν κάτι ζεστό για να σπάσει ο πάγος).
-Ο μπαμπάς μου μπήκε στο καθιστικό, άφησε την τσάντα με τις εφημερίδες και τα περιοδικά, πήρε ένα δίσκο, έβαλε δυο φλιτζάνια καυτό γαλλικό καφέ , πήρε δυο τσιγαράκια, τα σπίρτα και βγήκε στο μπαλκόνι. Εγώ βρήκα την ευκαιρία να ανοίξω τις κυριακάτικες εφημερίδες και τα περιοδικά της μαμάς για να μου περάσει η ώρα, αλλά είχα και το ένα μου αυτί σε ότι έλεγαν.
-Κλείνουν την εταιρεία Κυριακάτικα, κήρυξαν πτώχευση για να μην μας πληρώσουν, μαζεύουν τα πράγματα σήμερα…. Είμαι άνεργη.
-Η μαμά έπεσε με αναφιλητά στην αγκαλιά του μπαμπά, ο πάγος έλιωσε αλλά κάτι κακό είχε γίνει. Από κουβέντες που κρυφάκουγα ήξερα ότι η μαμά μου, προϊσταμένη λογιστηρίου, ήταν για μήνες απλήρωτη. Αλλά τώρα ήταν άνεργη. Φαίνεται ότι το να είσαι άνεργος είναι χειρότερο από το να είσαι απλήρωτος.
-Δεν πειράζει αγάπη μου, θα τα καταφέρουμε , έλα άναψε ένα τσιγαράκι.
-Ο μπαμπάς, όταν η μαμά είχε μεγάλα ζόρια την έλεγε αγάπη μου και της πρότεινε να ανάψουν ένα τσιγαράκι. Φαίνεται ότι εκείνη η μικρή φλογίτσα μπροστά στο τσιγαράκι είχε πολύ δύναμη και θα μπορούσε να λειώσει όλες εκείνες τις δυνάμεις που μαρμάρωσαν την μαμά μου. Στην εφημερίδα του μπαμπά βρήκα ένα παλιό αναγνωστικό. Πολύ παλιό ούτε αυτός θα είχε κάνει από αυτό ανάγνωση. Όταν το άνοιξα μου άρεσε πολύ, ωραία χρώματα, ωραίες ζωγραφιές. Ένοιωσα να μπαίνω και εγώ μέσα στις σελίδες του, δεν άκουγα πλέον τι έλεγαν η μαμά και ο μπαμπάς στο μπαλκόνι. Σταμάτησα σε μια εικόνα, έδειχνε μια μεγάλη οικογένεια με πολλά παιδιά , μαμά, μπαμπά αλλά και παππού και γιαγιά. Ήμουνα χαμένος σε αυτή την εικόνα όταν κατάλαβα ότι το τσιγαράκι είχε λειώσει όλους τους πάγους που είχαν πλακώσει την μαμά. Την άκουσα να λέει.
– Το παιδί, που είναι το παιδί;
-Μπήκαν μέσα και οι δυο χωρίς τα τσιγαράκια τους , όπως ήμουν καθισμένος στον καναπέ με το βιβλίο στα χέρια ήρθαν και με αγκάλιασαν ο ένας από δεξιά και ο άλλος από αριστερά. Τα μάτια τους έπεσαν στο αναγνωστικό που ξεφύλλιζα. Φαίνεται ότι η φλογίτσα εκτός από το να λειώνει πάγους παράγει και ιδέες γιατί άκουσα την μαμά να φωνάζει
-Ο παππούς ο παππούς .
-Και η γιαγιά και όλη η οικογένεια ,της λέω εγώ, πολύ ωραία εικόνα.
-Ο παππούς στην «Βέρα Κρούζ», θα πάμε να πάρουμε πίσω τον παππού.
-Τι είναι η «Βέρα Κρούζ» μπαμπά;
-Μα εσύ δεν ήθελες τον πατέρα σου σπίτι.
-Τότε εγώ κατάλαβα ένα καλά κρυμμένο οικογενειακό μυστικό, είχα παππού αλλά ήταν σε κάποια άλλη χώρα που μάλλον την έλεγαν «Βέρα Κρούζ». Θέλω τον παππού μου , θέλω τον παππού μου. Άρχισα να φωνάζω κουνώντας το αναγνωστικό στον αέρα.
-Τα βλέπεις, το παιδί θέλει τον παππού του!!!
-Καμία αντίρρηση, είπε ο μπαμπάς μου.
Τελικά «Βέρα Κρούζ» ήταν μισή ώρα από το σπίτι μας και ήταν ένα πολύ μεγάλο γηροκομείο. Ένα τεράστιο κτήριο σαν νοσοκομείο και με δυο μεγάλες αυλές γκαζόν μπροστά του. Όταν φτάσαμε, εγώ πήρα και την μπάλα που έχω πάντα στο αμάξι για να ρίξω κανένα σουτάκι, αλλά η μαμά δεν κρατιόταν, μπήκαμε στο μεγάλο κτήριο. Περάσαμε ένα πολύ μεγάλο διάδρομο με πολλές πόρτες, οι τοίχοι ήταν πολύ καθαροί και γυαλιστεροί, μπορούσες να καθρεφτιστείς πάνω τους. Φτάσαμε σε μια μεγάλη αίθουσα, μια παρέα παππούδων και γιαγιάδων κάθονταν σε κύκλο. Τρόμαξα όταν άκουσα ένα ζωηρό παππού να μιμείται τον ήχο πολυβόλου.
-Τατα τατα , έπεφταν οι σφαίρες πάνω από το κεφάλι μας , αλλά κάνοντας έρπην ανεβαίναμε με τα μαχαίρια στο στόμα, το ύψωμα ήταν δικό μας . Ξέραμε ότι θα τους ρίχναμε τους Ιταλούς στην θάλασσα. Τατα τατα
-Διέκοψε απότομα τους πυροβολισμούς όταν μας είδε. Σταμάτησε και το βλέμμα του έδειχνε ότι προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι. Κοίταξε την μαμά, κοίταξε τον μπαμπά, κοίταξε και μένα. Εγώ πρώτη φορά τον έβλεπα, αλλά το βλέμμα του ήταν το ίδιο με της μαμάς μου. Το ήξερα, αυτός ήταν ο παππούς μου, ο μυστικός παππούς μου!!!
-Παππού μουουου , ( έπεσα στην αγκαλιά του και νόμιζα ότι μπήκα σε εκείνη την διπλή σελίδα στο αναγνωστικό με τη όμορφη εικόνα).
-Πως σε λένε παιδί μου;
-Γιάννη, παππού μου!
-Και μένα ( Ο παππούς σκούπισε τα μάτια του με την ροζιασμένη παλάμη του.)
-Η μαμά πήρε εκείνο το ύφος που είχε στην δουλειά της, εγώ το έλεγα βλέμμα προϊσταμένης, μάζεψε την μπάλα που είχα αφήσει κάτω καθώς έτρεχα να πέσω στην αγκαλιά του παππού μου και ήρθε κοντά μας. Οι άλλοι παππούδες με διακριτικό τρόπο έφυγαν από την αίθουσα.
-Πάρε την μπάλα σου και περίμενε, θέλω να μιλήσω με τον παππού. Τον πήρε αγκαζέ και πήγαν κοντά στο τελευταίο παράθυρο. Κουνούσε τα χέρια της λες και έφτιαχνε τετράγωνα και παραλληλόγραμμα. Είχαν και οι δυο το ίδιο δυνατό βλέμμα. Νόμισα ότι θα τσακώνονταν, από αμηχανία άρχισα να παίζω σαν μπάλα μπάσκετ την μπάλα μου. Ο παππούς γύρισε και με είδε. Ήρθε προς το μέρος μου
-Εντάξει κανονίστηκε !
-Φώναξε στην μάνα μου χωρίς να την κοιτάξει, με πήρε από το χέρι και βαδίζαμε πάλι τον μεγάλο διάδρομο . Ένας -ένας έβγαιναν οι ηλικιωμένοι από τα δωμάτια τους , κάτι μουρμούριζαν σαν είναι μεγάλη η σύνταξη, τώρα τον θυμήθηκαν, αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα ,ήμουνα με τον παππού μου. Ξαφνικά άκουσα την βροντερή του φωνή του που έβαλε τέλος στα μουρμουρητά.
-Φεύγω , πάω σπίτι μου , σπίτι μου με τον εγγονό μου.
-Δεν γύρισε να κοιτάξει κανέναν , ούτε μάζεψε τίποτα από τα πράγματα που είχε εκεί, κοντεύαμε να φτάσουμε στο τέλος του διαδρόμου, η μεγάλη πόρτα ήταν ανοιχτή, πήρε την μπάλα από το χέρια μου, την έστησε κάτω και με ένα δυνατό αριστερό σουτ την έστειλε στην αυλή με το γκαζόν.
Εγώ ήμουνα ο πιο τυχερός από όλους, κανονίσαμε με τον παππού και μένουμε στο ίδιο δωμάτιο, κάναμε τα κρεβάτια μας κουκέτες , εγώ πάνω αυτός κάτω. Κάθε βράδυ ακούω φοβερές ιστορίες για τον πόλεμο του 40 και την εθνική αντίσταση. Παίζει πολύ ώρα μαζί μου , με βοηθά και στα μαθήματα, τώρα πια θα το δείτε, κάνω λίγα ορθογραφικά λάθη.
Ένα πράγμα φοβάμαι πολύ, μην σταματήσει η οικονομική κρίση και χάσω τον παππού μου πάλι. Παρακαλάω τον θεούλη να μείνει άνεργη η μαμά μου. Γιατί αν βρει δουλειά μπορεί να αρχίσει πάλι να αγοράζει ένα σωρό άχρηστα πράγματα που βρίσκει στα περιοδικά που διαβάζει και μπορεί να μην χωράει τον παππού το σπίτι! Ο παππούς είναι 92 χρονών αλλά θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα.
Κρίση σε ευχαριστώ για το δώρο που μας έφερες.
Ο δάσκαλος είχε μείνει μια παγωμένη έκφραση στο πρόσωπο, κρατούσε την εργασία του Γιάννη, αλλά έμοιαζε να ονειρεύεται..
-Ε, είσαι καλά ; ( Του φώναξε η γυναίκα του και τον επανέφερε στην πραγματικότητα.)
-Δε λες της μάνας σου να κατέβει από το χωριό να μείνει μαζί μας λίγες μέρες.
-Και που θα την βάλουμε; Τον ξενώνα τον έκανα παιδότοπο!
-Να βάλουμε ένα κρεβάτι πάνω από αυτό στο δωμάτιο της μικρής να μείνουν μαζί.
-Μα … (δεν πρόλαβε να πει τίποτα)
– Θέλω την γιαγιά μου, θέλω την γιαγιά μου! ( φώναξε η μικρή που κρυφάκουγε).
-Άντε να πάρεις τηλέφωνο…….