Site icon Αρχείο anagnostis.org

Γλυκιά εκδίκηση

Γλυκιά εκδίκηση

H απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Χτύπησε το τηλέφωνο και σε λίγα δευτερόλεπτα ο χρόνος άρχισε να κυλάει ανάποδα για τον κυρ Σπύρο.
-Πατέρα αύριο θα έρθουμε με τα παιδιά για λίγες μέρες.
 
Όταν έρχονταν τα εγγόνια του άνοιγε το μαγικό παράθυρο και γύρναγε πίσω στα παιδικά του χρόνια, μνήμες που τον έκαναν παιδί, ένοιωθε ακόμα και  το κορμί του να μικραίνει. Η μνήμη και η φαντασία αλλοίωναν την όραση του. Αν κοιτούσε μέσα σε ένα καθρέφτη θα έβλεπε τον εαυτό του με κοντό παντελόνι να κυκλοφορεί στους λασπωμένους δρόμους του Άργους. Να ακούει την φωνή του παγωτατζή και να τρέχει με μια πεντάρα στην τσέπη για να πάρει ένα μικρό παγωτό χωνάκι. Ο παγωτατζής πάντα του έβαζε παραπάνω γιατί ήξερε ότι δεν το ήθελε μόνο για τον εαυτό του. Σφαίρα ο μικρός Σπύρος γύρναγε στην μοσχοβολιστή αυλή του σπιτιού του. Έπρεπε να μοιραστεί το γευστικό τρόπαιο με τα αδέλφια του. Ένα τόσο δα μικρό παγωτάκι γινόταν γεγονός κοινωνίας, γλύψε ο ένας, γλύψε ο άλλος ,κατόρθωνε και δρόσιζε έξι αδέλφια. Μόνο ο μικρός ο Κώστας  δεν κρατιόταν και έβαζε δόντι. Άρπαζε  ένα «σύννεφο» αδελφικές  καρπαζιές και ο κύκλος του παγωτού συνεχιζόταν. Τέτοιο κυκλικό μοίρασμα γεύσης είδε ξανά στην «Αριζόνα», τον κινηματόγραφο. Όταν είδε τους ινδιάνους να μοιράζονται μια μακριά ξύλινη πίπα, μια γεύση παγωτού βανίλια ήρθε στο στόμα του. Άρχισε το κάπνισμα νωρίς αλλά ποτέ δεν ένοιωσε αυτή την γεύση παγωτού, μάλλον έλειπε το μοίρασμα. Αλλά πώς να μοιραστείς εκείνα τα χρόνια, δεκαετία του πενήντα, ένα τσιγάρο με άλλα παιδιά;
 
Με περπατησιά μικρού παιδιού έφτασε στην λεμονιά του κήπου του και γέμισε ένα κουβά με λεμόνια. Βιαστικά γύρισε στην κουζίνα του σπιτιού του.
-Γυναίκα, πού είναι η μεγάλη κατσαρόλα και η ζάχαρη;
-Σαράντα χρόνια στο ίδιο σπίτι και ούτε τα σώβρακα σου δεν μπορείς να βρεις.
-Δεν σου ζήτησα σώβρακο, ζάχαρη και κατσαρόλα θέλω.
-Πάλι μαντζούνια ετοιμάζεις για τα εγγόνια;
 
Με νάζι και ειρωνική τσαχπινιά δεκαοχτάρας, η γυναίκα του έδωσε ότι ζήτησε, ήταν στο ράφι πάνω από το κεφάλι του η ζάχαρη και στο ντουλάπι στα πόδια του η κατσαρόλα. Έριχνε το χυμό των λεμονιών μαζί με την ζάχαρη μέσα στην κατσαρόλα και το ζέσταινε, όταν το μίγμα ήταν έτοιμο το έριχνε μέσα σε χωνάκια παγωτού και σε λίγο ήταν έτοιμα τα αγαπημένα γλειφιτζούρια των εγγονών του. Είχε σχεδόν τελειώσει την ζαχαροπλαστική του όταν μπήκε ξανά η γυναίκα του στην κουζίνα.
-Καλά που κάναμε και εγγόνια, για σε δω και σένα μέσα στην κουζίνα.
-Γυναίκα φιρί-  φιρί το πας να μην σε πάρω αύριο στην βαρκάδα.
-Α καλά που το είπες, πήρε ο ανιψιός σου τηλέφωνο, κάτι έγινε με την βάρκα.
 
Ο Σπύρος ταράχτηκε το καυτό σιρόπι έπεσε πάνω στο χέρι του, αλλά το ροζιασμένο χέρι του δεν κατάλαβε το κάψιμο, το βλέμμα του σκοτείνιασε. Λέρωσε την κουζίνα αλλά η γυναίκα του δεν του είπε τίποτα . Ήξερε ότι η μόνη πολυτέλεια στην ζωή του ήταν αυτή η βάρκα, την λάτρευε. Τώρα τελευταία τα κλεφτρόνια του έκαναν την μια ζημιά μετά την άλλη. Φυσώντας και ξεφυσώντας κάλεσε τον ανιψιό του στο τηλέφωνο.
-Έλα Νίκο, τι έγινε πάλι;
-Θείε… προσπάθησαν να σου κλέψουν την μηχανή αλλά ήταν άπειροι φαίνεται και τους έπεσε μέσα στην θάλασσα.
– Ευτυχώς.
 
Όταν έφτασε στο λιμανάκι της Νέας Κίου ο Σπύρος είδε τα αποτελέσματα της μεγάλης επιδρομής, δώδεκα βάρκες είχαν υποστεί επιδρομή κλεφτών.  Αλλού έλειπαν εργαλεία , αλλού πήραν την βενζίνη και διάφορα άλλα, η μηχανή του ήταν βαριά και την γλίτωσε. Με την βοήθεια τριών φίλων την τράβηξαν έξω και την έβαλαν στην θέση της ευτυχώς δεν είχε πάθει ζημιά.
-Ξέρω ποιοι είναι, αλλά δεν μπορώ να τους πιάσω επ αυτοφώρω, να τους δείξω εγώ. Δεν έχουν αφήσει τίποτα  όρθιο, δεν φοβούνται τίποτα.  Είναι ο Νώντας και η παρέα του, αυτός δεν έχει πάει ποτέ σε βενζινάδικο, ποτέ δεν έχει αγοράσει βενζίνα για μηχανάκι και αυτοκίνητο. (Είπε ο παιδικός του φίλος ο Θανάσης). 
-Θείε σε  ζαχαροπλαστείο δούλευες;
-Γιατί το λες αυτό;
-Μυρίζεις ζαχαρίλας.
 
Είχε φύγει βιαστικός και δεν καθάρισε τα χέρια του από το «χυμό» γλειφιτζουριού που έπεσε πάνω του.
-Θα τους κανονίσω εγώ!!!
-Ρε Σπύρο μην κάνεις καμιά τρέλα , βενζίνη κλέβουν ηρέμησε. (Είπε ο Θανάσης, όταν ο Σπύρος θύμωνε γινόταν επικίνδυνος,  το ήξερε αυτό από το σχολείο.)
Ο Σπύρος έφυγε θυμωμένος,  πήγε πίσω στο σπίτι του.
-Γυναίκα την ζάχαρη.
-Καλά πριν μισή ώρα δεν σου έδωσα;
-Φέρε την ζάχαρη τώρα!
 
Η γυναίκα του κατάλαβε ότι ήταν πολύ θυμωμένος, σαν πιστή βουβή  υπάκουη σκυλίτσα του έδωσε δυο πακέτα ζάχαρη.  Ο Σπύρος με νευρικό βηματισμό πήγε στο γκαράζ  του. Η γυναίκα του δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε.
-Δεν μου λες τρελάθηκες, θα ταΐσεις τα εγγόνια μου βενζίνη με ζάχαρη;
 Ο Σπύρος χωρίς να μιλήσει καθόλου, κουνούσε το δεκάλιτρο μπιτόνι της βενζίνης σαν δοχείο του φραπέ. Έφυγε βιαστικός και βουβός.
-Καλά ρε θείε χθες πήγανε να σου κλέψουνε την μηχανή, αφήνεις τώρα το μπιτόνι με την βενζίνα αφύλακτο πάνω στην βάρκα. Βάλτο μέσα.
-Να το αφήσεις εκεί.
-Θα σου το κλέψουμε.
-Αυτό θέλω, και θα μάθω τον κλέφτη.
-Θα έρθει η βενζίνα να σου το πει;
-Εμένα θα μου το πει. (Έβαλε μπροστά την μηχανή της βάρκας του και όλα ήταν εντάξει) . Ευτυχώς μικρή η ζημιά.
 
Την άλλη μέρα ο Σπύρος τα είχε ξεχάσει όλα, ήταν ένα παιδί βασιλιάς μέσα στην πριγκιπική του άμαξα με τα δυο άλογα, το παλιό ντεσεβό του. Στην θέση του συνοδηγού το κουτί με τα γλειφιτζούρια του. Και πίσω τα δυο εγγόνια του, όρθια , με το ένα χέρι να κρατούνται από το μεσαίο σίδερο της ανοιχτής οροφής και με το άλλο να απολαμβάνουν το χωνάκι γλειφιτζούρι. Ο παππούς τους πήγαινε με πολύ μικρή ταχύτητα στο λιμάνι μέσα από τα στενά δρομάκια του βάλτου. Λίγο πριν βγει στο λιμάνι ξεχώρισε το κίτρινο φιγουρατζίδικο αμάξι του Νώντα του λαμόγιου. Από την μηχανή έβγαινε σύννεφο ο καπνός.
-Τι έγινε ρε Νώντα με το εργαλείο;
-Καινούργιο αμάξι και κόλλησε η μηχανή,  δεν μπορώ να το πιστέψω.
-Εσένα σου κόλλησε εμένα παραλίγο να μου κλέψουν την μηχανή χθες (πρόσεξε ότι ο Νώντας απέφυγε να τον κοιτάξει στα μάτια ) Και τώρα τι θα κάνεις ;
-Έχω φωνάξει τα παιδιά από το συνεργείο του Θανάση του κολλητού σου.
-Αυτός να δεις ζημιά που έπαθε, δεν του αφήσανε ούτε ένα εργαλείο πάνω στην βάρκα του, σκίσανε και τα πανιά (πάλι ο Νώντας απέφυγε την βλεμματική επαφή).
 
Πίσω κόρναρε ο Θανάσης με το γερανό του, τα εγγόνια χαιρέτησαν κουνώντας τα γλειφιτζούρια τον φίλο του παππού τους.
-Άντε καλώς τα δέχτηκες, προχώρα τώρα να τραβήξω τον Νώντα μας.
Μέσα από το εξωτερικό καθρέπτη του οδηγού ο Θανάσης είδε εκείνο το παράξενο χαμόγελο του παιδικού του φίλου, πάντα το ίδιο όταν έκανε κάποια πετυχημένη σκανταλιά ή πλάκα. Αλλά δεν έδωσε σημασία γιατί βιαζόταν.
-Παππού μετά θα μας πας και από το συνεργείο του κυρ Θανάση έτσι;
 
Τα γλειφιτζούρια , η βάρκα του παππού και το συνεργείο του κυρ Θανάση όπου μπορούσαν να παίξουν με εργαλεία και άχρηστα μηχανήματα ήταν το τρίγωνο της ευτυχίας των εγγονιών. Βέβαια πάντα υπήρχε η μουρμούρα της γιαγιάς και της νύφης για τα μουτζουρωμένα ρούχα, αλλά ήταν και οι τρεις τόσο χαρούμενοι από την βόλτα που δεν άκουγαν  τίποτα. Αφού έκαναν άλλη μια δοκιμή στην μηχανή της βάρκας , περπάτησαν στο λιμάνι και ετοιμάστηκαν παππούς και εγγόνια να γυρίσουν πίσω. Είδαν τον  Νίκο κοντά στην βάρκα του Σπύρου.
-Θείε σου τα έλεγα, τι το άφηνες  το μπιτόνι στην βάρκα, το έκλεψαν.
-Δεν πειράζει. (Ο Σπύρος ήταν έτοιμος να βάλει τα γέλια, αλλά κρατήθηκε αφήνοντας τον Νίκο με την απορία.)
-Παππού ε, είπαμε στου κυρ Θανάση.
Ο Θανάσης λες και ήξερε πότε θα γύριζαν είχε παραγγείλει τα μεζέδια , ουζάκια για τους μεγάλους  και χυμούς για τα παιδιά. Τα παιδιά σαν το σπίτι τους , χωρίς να ρωτήσουν πήραν τους χυμούς και βγήκαν έξω στην αυλή να παίξουν με τα παλιά αντικείμενα και τα εργαλεία που είχε αφήσει εκεί ο Θανάσης.
-Άντε εβίβα Θανάση…
-Γεια σου Σπύρο…. Λοιπόν τόσα  χρόνια μηχανικός πρώτη φορά βλέπω τέτοιο κόλλημα μηχανής, Μεγάλη ζημιά ο Νώντας. Δεν θα το πιστέψεις αλλά δοκίμασα από την βενζίνα που βρήκα μέσα. Ξέρεις τι γεύση έχει; Ζάχαρη!
-Παππού να πάρουμε άλλο ένα γλειφιτζούρι;
-Να πάρετε.
-Κυρ Θανάση αυτό για σένα ( και άφησε ο μικρός ένα γλειφιτζούρι πάνω στο πιάτο με τους μεζέδες ) Τα έφτιαξε ο παππούς μου χθες. (Το πρόσωπο του Σπύρου πήρε ξανά το χαμόγελο που είδε στο καθρέφτη ο Θανάσης το πρωί.)
-Ρε μπαγάσα εσύ το έκανες ε;
-Εγώ δεν έκανα τίποτα, άφησα στο μπιτόνι με την βενζίνη στην βάρκα μου.
-Καλά ρε πόση ζάχαρη έριξες μέσα ; (Οι δυο φίλοι ξέσπασαν σε γέλια) Σπύρο αυτή είναι  η πιο γλυκιά εκδίκηση που έχουν δει τα μάτια μου.
-Άντε γεια μας και να ζήσουν οι οχτροί μας…. Ρε καλώς τον Νώντα!!!
 
 

Exit mobile version