Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Τελευταίες μέρες του έτους είχα την χρονική ευκαιρία να περπατήσω στην πόλη. Έτσι με την βόλτα χωρίς σκοπό μια φορά το χρόνο κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο με τα πόδια διαπιστώνεις και τι αλλαγές έχουν προκύψει στην πόλη. Κατεβαίνοντας ένας μικρό δρόμο κάθετα προς την Λαϊκή Αγορά, αντιλαμβάνομαι πλήθος κόσμου να έχει περικυκλώσει την γυάλινη γωνία της μεγάλης τράπεζας.
-Λες να ξεκίνησε η επανάσταση χωρίς να το καταλάβουμε (αναρωτήθηκα).
Βέβαια το πλήθος ήταν πολύ ήρεμο, πλησιάζοντας ακόμα περισσότερο διαπίστωσα ότι ήταν ένα πειθήνιο κοπάδι που περίμενε υπομονετικά να ανοίξει η πύλη να μπει να πάρει νούμερο αναμονής.
-Βασίλη! Πού πας ; (Όσο και να μας αλλοιώνει το πέρασμα του χρόνου το βλέμμα παραμένει σταθερό σημείο αναφοράς στον Άλλο. Γυρίζοντας να δω ποιος με φωνάζει , δυσκολεύτηκα να αναγνωρίσω ποιος ήταν. Αλλά το βλέμμα αναζήτησε με υψηλή ταχύτητα μνήμες. Ήταν ο Τάκης, συμμαθητής μου, δέκα τρία χρόνια μαζί.
-Δεν δουλεύω σήμερα και είπα να περπατήσω λίγο γύρω από το κέντρο του Άργους.
-Έλα κάτσε εδώ ( και μου δείχνει την θέση του) θα μου κρατήσει την θέση μου (λέει σε αυτόν που περίμενε πίσω και μάλλον άρχισε να θυμώνει).
Σε μηδενικό χρόνο πήγε έφερε δυο τυρόπιτες και δυο καφέδες.
-Βόλτα δεν πήγαινες, κάτσε να μου κάνεις λίγο παρέα! Πες ότι με είδες στην πλατεία! Είπαμε, ο άνθρωπος δεν έχει δουλειά παρέα θα μου κάνει ( επανάλαβε καθησυχαστικά στον πίσω ). Φάε πρώτα την τυρόπιτα να μπούμε μέσα να πιούμε το καφεδάκι μας.
Οι γυάλινες συμπληγάδες άρχισαν να ανοιγοκλείνουν, μπήκαν οι πρώτοι, εμείς αρχίσαμε ένα μνημόσυνο φίλων και γνωστών και η ώρα περνούσε ευχάριστα. Όταν μπήκαμε ο Τάκης πήρε χαρτάκι με νούμερο 298.
-Μα καλά τόσοι ήταν στην ουρά; (Τον ρωτάω.)
-Όχι, αλλά ο καθένας τραβά πέντε – έξι νούμερα, κάτσε να δεις τι γίνεται. Εγώ σε λίγο θα φύγω να πάω για μια άλλη δουλειά και θα γυρίσω για το 298.
Πίνοντας τους καφέδες μας είχα την ευκαιρία, να παρακολουθήσω τις φυλές των νεοελλήνων στην «ουρά» της τράπεζας.
- ο «αθόρυβος» προνοητικός
Σηκώνεται νωρίς το πρωί, φτάνει μισή ώρα νωρίτερα έξω από την πύλη και υπομονετικά αναμένει την σειρά του. Στην εσωτερική τσέπη του σακακιού είναι έτοιμο το έντυπο που χρειάζεται για την συναλλαγή του. Περιμένει υπομονετικά, διαβάζει κάποιο βιβλίο ή αν είναι εξοικειωμένος με την τεχνολογία από το κινητό το ακούει το πρωινό δελτίο ειδήσεων με ακουστικά στα αυτιά του. Ανταλλάσει βλεμματικές καλημέρες και περιμένει να ολοκληρώσει την δουλειά του. Όταν μπει μέσα στην τράπεζα τραβά ένα χαρτάκι και περιμένει αθόρυβα την σειρά του.
- ο «θορυβώδης» προνοητικός.
Φτάνει και αυτός νωρίτερα έξω από την τράπεζα. Το κορμί σε πλήρη έκταση, φτάνει θριαμβευτικά σαν ρωμαίος λεγεωνάριος έξω από την «Πύλη του τραπεζικού Θριάμβου». Βροντοφωνάζει τις καλημέρες του σε γνωστούς και αγνώστους. Όταν η ουρά ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο μήκος αρχίζει και τις ματιές στα μετόπισθεν.
-Εμ, το λέω εγώ, θέλεις να κάνεις την δουλειά σου, πρέπει να σηκώνεσαι λίγο νωρίς, να προνοείς.
Αν κρατά εφημερίδα στα χέρια του, μπορεί να είναι και χθεσινή, σχολιάζει δυνατά τα νέα και αναζητά βλέμματα επιδοκιμασίας. Όταν περνά την πύλη, τραβά δυο με τρία νούμερα. Στο ταμείο όταν έρθει η σειρά του ο «θορυβώδης» προνοητικός ψάχνει όλες τις τσέπες του για να βρει το έντυπο που χρειάζεται. Μέχρι να του πει ο υπάλληλος.
-Αυτό στην εξωτερική πάνω τσέπη είναι μάλλον κύριε το χαρτί που ψάχνετε.
Βγαίνοντας προς τα έξω, αναζητά φίλους και γνωστούς, με πομπώδη τρόπο μοιράζει τα τυχερά νούμερα.
-Εγώ προνοητικός, εσύ τυχερός …. (κομπάζει στον γνωστό του).
- ο εκ των προτέρων θυμωμένος
Πρόκειται για τον πελάτη που αντιμετωπίζει τις υπηρεσίες σαν την βαλβίδα σε χύτρα ταχύτητας. Το νευρικό του σύστημα σε μόνιμο αναβρασμό ψάχνει πάντα ευκαιρίες για να ξεβράσει το μόνιμο θυμό του. Άνθρωπος που δεν λέει καλημέρα σε κανέναν, το σώμα του ιδιαίτερα τα άκρα του διακρίνονται για τις μυώδεις συσπάσεις του. Αν είναι μπροστά σου νομίζεις ότι έχεις δυο ανθρώπους αφού δεν μπορεί να σταθεί πουθενά. Ακόμα και αν μπει πρώτος και είναι ο πρώτος που θα εξυπηρετηθεί κάνει δύσκολη ζωή του υπαλλήλου.
-Ταυτότητα, τι την θέλετε, κάθε 10 μέρες έρχομαι, δεν με ξέρετε; Δεν κοιτάτε λέω εγώ να ανοίγετε μισή ώρα νωρίτερα να εξυπηρετούμαστε. Άντε – άντε μην αρχίζω πρωί – πρωί , κράτος είναι αυτό;
- ο δημοσιοσχετίστας
Αν και πράγματι πάει στην τράπεζα για να κάνει κάποια συναλλαγή άλλος είναι ο σκοπός του. Δεν ανήκει στην κατηγορία των προνοητικών, φτάνει μετά το πρώτο κύμα εισβολής πελατών και αναγκαστικά παίρνει μεγάλο νούμερο. Αλλά δεν ανησυχεί καθόλου για αυτό. Μάλλον άλλος είναι ο σκοπός του. Κατά την διάρκεια της παραμονής του τραβά έξι με οκτώ χαρτιά. Τα μάτια του στην είσοδο και όχι στα ταμπλό με τα νούμερα, εξ άλλου έχει μέλλον μπροστά του. Μόλις εντοπίσει κάποιον γνωστό του να περνά την πύλη τον πιάνει αγκαζέ και πάει παράμερα. Συνωμοτικά και με πλατύ χαμόγελο του δίνει το πιο κοντινό νούμερο. Ο υποχρεωμένος αναγκαστικά κάθεται και του κάνει παρέα και τον ακούει συγκαταβατικά μέχρι να μπει ο επόμενος που θα παραλάβει το επόμενο νούμερο δώρο. Ο συγκεκριμένος πελάτης χρησιμοποιεί τον χώρο αναμονής της τράπεζας περισσότερο για την ανάπτυξη δημοσίων σχέσεων παρά για τις συναλλαγές του.
Ήπιαμε του καφέδες μας με τον Τάκη αφού θυμηθήκαμε εν τάχει τους περισσότερους συμμαθητές μας.
-Λοιπόν Βασίλη συνέχισε τη βόλτα σου, εγώ βλέπω ότι αργώ, πάω να πάρω και άλλο ένα νούμερο από την πιο κάτω τράπεζα, να κάνω και μερικές δουλειές.
Η βόλτα στην πόλη αποδείχτηκε ιδιαίτερα τυχερή για μένα αφού βρήκα άλλους τρεις παλιούς συμμαθητές και έκανα μια πλήρη αναφορά στο παρελθόν, επιβεβαίωσα μερικά αμφισβητούμενα νέα για φίλους και παλιούς συμμαθητές. Ο περίπατος στην πόλη διήρκησε πολύ παραπάνω από το αναμενόμενο, χαλαρός μέσα σε μια ηλιόλουστη μέρα επέστρεφα σπίτι, παίρνοντας τον δρόμο προς την
Λαϊκή Αγορά. Στην τράπεζα που συνάντησα τον Τάκη το πρωί πάλι επικρατούσε κοσμοσυρροή. Περνώντας από την πλαϊνή τζαμαρία ακούω κάποια έντονα χτυπήματα. Ο Τάκης (!!!) μου χτυπούσε συνθηματικά το τζάμι. Από το βλέμμα του κατάλαβα ότι εγκλωβίστηκε. Του κάνω νόημα ότι σε λίγο μπαίνω μέσα.
-Ε, σειρά μου ήταν να κεράσω (και του δίνω ένα κλειστό πλαστικό ποτήρι καφέ).
Ο δεύτερος καφές με τον Τάκη με βοήθησε να συμπληρώσω το παζλ των τύπων της ουράς.
- ο γκαντέμης
Ήταν η περίπτωση του Τάκη. Άνθρωποι που έχουν πολλές συναλλαγές σε διαφορετικές τράπεζες και αρχίζουν να τρέχουν από τράπεζα σε τράπεζα για να κάνουν την ημερήσια συλλογή από νούμερα. Σε αυτή την περίπτωση ισχύει ότι ισχύει και για τα φανάρια από το Χαϊδάρι μέχρι την Πλατεία Καραϊσκάκη στην Αθήνα , ξεκινάς με πράσινο και σε πάει το ένα μετά το άλλο πράσινο ή σε πιάνουν όλα στο κόκκινο. Ε, σήμερα ήταν η γκαντέμικη μέρα του Τάκη, μέχρι να πάει να πάρει νούμερο από την μια τράπεζα στην άλλη έχανε οριακά την σειρά του στην προηγούμενη. Με τόσο πολύ κόσμο δεν μπορούσε να υπολογίσει την ροή. Μόνη ελπίδα να πέσεις πάνω σε κανένα «δημοσιοσχετίστα» αλλά παραμονές του νέου έτους τέλειωσαν και αυτοί.
- ο «θα είμαι τελευταίος»
Η ώρα είχε φτάσει στο μεσημέρι όταν είδαμε να μπαίνει στην τράπεζα ο Μήτσος ο Χαλαράς. Ο Μήτσος συμμαθητής μας στο σχολείο είχε το παρατσούκλι ο Χαλαράς γιατί ποτέ δεν ζορίστηκε για τίποτα, κανένας και ποτέ δεν τον έβγαλε από το ρυθμό του. Λένε ότι και στον στρατό όταν έριχνε κατά ριπάς βολή, επέβαλε στο όπλο τον δικό του ρυθμό.
-Καλές γιορτές να έχουμε παιδιά.
-Καλά ρε Μητσάρα, τώρα ήρθες στην τράπεζα; (Τον ρώτησα.)
-Η ζωή Βασίλη δεν θέλει καθόλου άγχος, αν θελήσεις να είσαι από τους πρώτους στην ουρά και θα αγχωθείς και ελάχιστες φορές θα είσαι πρώτος. Αν πεις ότι θα πάω τελευταίος καθόλου άγχος. Μπαίνω δυο και είκοσι, σε δέκα λεπτά κλείνουν τις πόρτες θα περιμένω μόνο για όσους είμαστε μέσα!!!!
Ο Χαλαράς είχε μάλλον δίκιο, έκανε οικονομία χρόνου και άγχους. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον διευθυντή να πηγαίνει να κλειδώσει την πόρτα, ο Μήτσος μου έκλεισε το μάτι.
- Ο «βρήκα ζέστη και μπήκα»
Μετά από λίγα λεπτά οι δυο φίλοι μου τακτοποίησαν τις συναλλαγές τους. Μπαίνοντας στην μεγάλη γυάλινη πύλη για να βγούμε έξω ήρθε μαζί μας και ένας παππούς. Στις δυο τσέπες του σακακιού του ήταν δυο μπουκαλάκια εμφιαλωμένου νερού, στα χέρια του μια μάλλον κυριακάτικη εφημερίδα όπως έδειχνε ο όγκος της.
-Ρε παιδιά, μήπως ξεχάστηκε ο παππούς και δεν έκανε την δουλειά του, δεν το είδα να πηγαίνει σε κανένα ταμείο. (Ρώτησα.)
-Μην ανησυχείς, ο κυρ Κώστας πάει σε όλες τις τράπεζες, αλλά σε μια κάθε μέρα. Πρώτος μπαίνει και φεύγει τελευταίος αλλά δεν κάνει καμία συναλλαγή, παρά μόνο μια φορά τον μήνα την σύνταξη του.
-Και γιατί το κάνει αυτό;
-Ακρίβυνε και το πετρέλαιο και το καφενείο, κάθεται στην τράπεζα ζεσταίνεται, πίνει το καφεδάκι που έχει στο ένα μπουκαλάκι, το νεράκι του από το άλλο και ξεκοκαλίζει την κυριακάτικη εφημερίδα του. Άντε καλή χρονιά να έχουμε και καλή τύχη μάγκες και χαλαρά (είπε ο Μητσάρας και ο καθένας πήρε το δρόμο του).