Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
-Μπαμπά θέλεις να μου κάνεις ένα δώρο; (!)
-Ναι θέλω, αλλά η πρωτοχρονιά πέρασε και η γιορτή σου είναι τον επόμενο μήνα.
-Δεν μπορώ να πάρω ένα δώρο δάνειο;
-Ουφ καλά που μου το θύμισες , με τις γιορτές ξέχασα να πάω να βάλω στην τράπεζα την δόση για το δάνειο. Σήμερα είναι η τελευταία ημέρα. Μόνο για την υπενθύμιση σου αξίζει ένα δώρο, άνευ δανείου.
-Θέλω να πάμε να δούμε σε τρισδιάστατη ταινία τους δεινοσαύρους.
-Εντάξει, αλλά πότε;
-Την Κυριακή, που δεν έχουμε και σχολείο.
-Μάλλον θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία σου, φεύγω για την τράπεζα.
Ο Πέτρος πέρασε τις γυάλινες ηλεκτρονικές συμπληγάδες της τράπεζας και μπήκε στο εσωτερικό της. Απέναντι από την γυάλινη πύλη το γραφείο του συμμαθητή του.
Πρώτα μιλάνε τα μάτια κατεβάζοντας εικόνες από το νηπιαγωγείο μέχρι την τελευταία τάξη του λυκείου. Όλες μαζί καμπυλώνουν τον χρόνο και φτιάχνουν ένα επικοινωνιακό χαμόγελο πριν προλάβεις να το σκεφτείς.
-Πέτρο καλημέρα και καλή χρονιά. (Φώναξε ο Βαγγέλης.)
-Να δώσω τον οβολό μου και τα λέμε.
Τελειώνοντας την συναλλαγή του ο Πέτρος πήγε στο γραφείο του φίλου του.
-Καλή χρονιά Βαγγέλη, καλά που υπάρχουν και οι τράπεζες να λέμε καμιά καλημέρα.
-Μην το λες. Εγώ εδώ και τόσα χρόνια παρακολουθώντας τους ανθρώπους στην τράπεζα διαπιστώνω ότι όσο αυξάνονται οι συναλλαγές του κόσμου τόσο μειώνεται η επικοινωνία. Κοίταξε την ουρά πίσω σου. Όλοι είναι άνθρωποι της ίδιας γειτονιάς, ο ένας ακουμπά τον άλλο και δεν ανταλλάσουν ούτε μια κουβέντα. Τα δυο φύλλα του βιβλιαρίου συναλλαγών έγιναν παρωπίδες και χαλινάρι. Χάσαμε το αγκωνάρι της επικοινωνίας.
-Τι χάσαμε;
-Δεν θυμάσαι τα μεγάλα αγκωνάρια στην γειτονιά μας;
-Εκείνες τις μεγάλες πέτρες μπροστά στις πόρτες, ναι, ναι κάτι θυμάμαι. Αλλά για πες μου που τις βρήκαν;
-Τέλος δεκαετίας του εξήντα αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα έγινε υποχρεωτικό να φτιάξει κάθε σπίτι βόθρο. Για τα δεδομένα της εποχής ήταν μεγάλο το κόστος. Αλλά λειτούργησε ο κοινοτικός Έλληνας. Κάθε σπίτι είχε και ένα μάστορα σχεδόν. Όλα τα μαστόρια της γειτονιάς βοηθώντας ο ένας τον άλλο έφτιαχναν τα αποχετευτικά του κάθε σπιτιού. Μπορώ να σου πω ότι με μια ξυλεία φτιάχτηκαν όλα τα έργα εκείνης της εποχής. Τώρα ξέρεις πως είναι η γη του Άργους κάθε δέκα πόντους που σκάβεις βρίσκεις εκατό χρόνια ιστορίας. Όλοι οι γείτονες στην τρύπα που άνοιξαν βρήκαν από μια μεγάλη πέτρα μέσα.
-Προφανώς κάποιο μεγάλο κτήριο ή τοίχος. Θυμάσαι να βρήκε τίποτα η αρχαιολογία;.
-Όχι δεν ανακάτεψαν την αρχαιολογία και κέρδισε η επικοινωνία. Ο καθένας με την βοήθεια των άλλων έβγαζε το μεγάλο αγκωνάρι στην εξώπορτα του. Έτσι σιγά- σιγά φτιάχτηκε ένα δεύτερο τοίχος από τα αντικριστά αγκωνάρια των γειτόνων στην επιφάνεια αυτή την φορά. Οι αρχαίες πέτρες έγιναν το στέκι της γειτονιάς. Σε εκείνες τις πέτρες καθόμασταν και ακούγαμε ιστορίες από τους παλιούς όταν νύχτωνε και είχαμε χορτάσει το παιγνίδι μας. Εκεί κάθε άνοιξη γέμιζε η μύτη μας γιασεμί και νυχτολούλοδο.
-Γιατί τα καλοκαίρια εκείνη η μυρωδιά από το βρεγμένο χώμα και η γεύση από την βανίλια- υποβρύχιο μέσα στο παγωμένο νερό. Τι μου θύμησες τώρα.
-Για θυμήσου και τα κάστανα που έψηναν σε μαγκάλια στα μέσα του φθινοπώρου.
-Και τις Κυριακές όλοι οι πιτσιρικάδες πάνω στα αγκωνάρια γύρω από το τραντζίστορ να ακούμε ποδόσφαιρο. Και εκείνες οι μεγάλες πέτρες να γίνονται κερκίδες και να μεταφερόμαστε με την φαντασία από γήπεδο σε γήπεδο όπου μας πήγαινε ο εκφωνητής. Μετά παίζαμε τα γκολ και τις φάσεις μεταξύ μας.
-Σε εκείνες τις αρχαίες πέτρες οι γείτονες ένοιωθαν την συνέχεια
του χρόνου και του χώρου. Έτσι έζησαν μαζί λύπες και χαρές. Μετά ήρθε η αντιπαροχή, οι πολυκατοικίες, τώρα πια μένουμε τοίχο –τοίχο και δεν λέμε ούτε καλημέρα. Την Κυριακή άμα έχεις χρόνο πίνουμε ένα καφέ.
-Έχω υποσχεθεί ταινία στο γιο μου.
-Εντάξει, τότε πάω πάσο.
Κυριακή πρωί το μεγάλο υπερκατάστημα δεν είχε πολύ κόσμο. Ανοιχτά ήταν μόνο τα εστιατόρια, οι καφετέριες και οι κινηματογράφοι. Ο Πέτρος πρόσεξε στο μεγάλο αίθριο στο ισόγειο, γύρω από το όμορφο σιντριβάνι σε ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο γεμάτο καναπέδες σαν μαρμαρωμένοι στρατιώτες κάθονταν ηλικιωμένοι άνθρωποι. Κίνηση υπήρχε μόνο σε έναν από αυτούς ο οποίος έσπαγε το χρόνο του με το μονότονο τακ τακ του κομπολογιού του. Με το βλέμμα του αναζητούσε επικοινωνία. Κάποια στιγμή διασταυρώθηκαν τα μάτια του με αυτά του Πέτρου, ο παππούς κοίταξε τον μικρό, ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Αντανακλαστικά χαμογέλασε και ο Πέτρος αλλά δεν πρόλαβε να πει ούτε ένα γεια.
-Άντε μπαμπά πάμε να πάρουμε εισιτήρια. (Επέμενε ο γιός του). Από τις σκάλες θα πάμε.
Ο Πέτρος ανεβαίνοντας με τις κυλιόμενες παρατηρούσε από ψηλά τους βουβούς μαρμαρωμένους παππούδες στους δερμάτινους καναπέδες. Η ταινία ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή για μεγάλους και μικρούς. Κατ επιθυμίαν του γιού του πήραν ξανά τις κυλιόμενες σκάλες από το τέταρτο όροφο προς το ισόγειο αίθριο. Εκεί στο τέλος της σκάλας εξακολουθούσε να είναι ο παππούς με το κομπολόι.Το σώμα του στην ίδια θέση, μόνο το χέρι του εξακολουθούσε να δίνει το μοναχικό χτύπημα στον χρόνο. Οι άλλοι ηλικιωμένοι γύρω του εξακολουθούσαν να είναι μαρμαρωμένοι και ακίνητοι.
Δεν ξέρει για ποιο λόγο αλλά ο Πέτρος ένοιωσε την επιθυμία να πάει κοντά στον παππού.
-Τι λες να πιούμε και ένα αναψυκτικό ακόμα ; (Ρώτησε τον γιο του.)
-Μπράβο μπαμπά πολύ καλή η ιδέα σου.
Πήραν τα αναψυκτικά τους και με διακριτικό τρόπο ο Πέτρος πήγε και κάθισε στον μεγάλο καναπέ που ήταν ο παππούς με το κομπολόι.
-Λίγο κρύο σήμερα ε ; (Ρώτησε ο Πέτρος τον παππού προσπαθώντας να κάνει μια γέφυρα επικοινωνίας)
-Αμ γιατί νομίζει ότι μαζευτήκαμε όλοι εδώ μέσα; Για κοίτα πόσοι είναι γύρω -γύρω στους καναπέδες. Τους βλέπεις;
-Ναι τους βλέπω, αλλά δεν κατάλαβα τι σχέση έχει ο χειμώνας με το υπερκατάστημα;
-Αν κάτσεις από το πρωί μέχρι το βράδυ μερικές μέρες εδώ μέσα θα μάθεις να μας ξεχωρίζεις. Τα παιδιά της ασφάλειας του κτηρίου ξέρουν ότι είμαστε τακτικοί «πελάτες». Άμα λείψει κανένας αρχίζουν να ανησυχούν μην έγινε τίποτα κακό.
-Είσαστε φίλοι;
-Όλοι είμαστε της γειτονιάς, της ίδιας πολυκατοικίας, του ίδιου δρόμου αλλά είμαστε ξένοι μεταξύ μας. Δεν μας ενώνει η φιλία αλλά η κοινή δυστυχία. Θα μπορούσες να μας πεις η αταίριαστη παρέα των λιμοκτονούντων συνταξιούχων.
-Καλά και γιατί ερχόσαστε όλοι εδώ;
-Άκου νεαρέ, με τις περικοπές από την μια και την μεγάλη φορολογία από την άλλη οι συντάξεις μας κατάντησαν φιλοδώρημα. Προσπαθούμε να κάνουμε οικονομία στο κάθε τι. Στην πολυκατοικία δεν συμφωνούμε για το πότε θα βάλουμε πετρέλαιο και δεν βάζουμε καθόλου. Ένας φίλος μου είπε ότι αυτό το μεγάλο κτήριο κλιματίζεται έτσι βρίσκουμε ζέστη το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι. Όπως βλέπεις την ίδια πληροφορία είχαν και άλλοι. Κόψαμε και τον καφέ από το καφενείο. Πολλοί φέρνουμε μαζί μας από το σπίτι ή αγοράζουμε φτηνιάρικο καφεζούμι από τις μηχανές εδώ. Στα πάρκα ακόμα και αν είχε ζέστη φοβόμαστε γέροι άνθρωποι μονάχοι μας. Εδώ με τόσες κάμερες και το προσωπικό ασφαλείας νοιώθουμε μια σιγουριά. Και αν το θες έχουμε και την πολυτέλεια να διαβάζουμε και εφημερίδες που βρίσκουμε δωρεάν στα κουτιά. Αλλά μου λείπουν οι κουβέντες, η ανθρώπινη επαφή. Μέσα σε τούτο το πέτρινο θηρίο φέρνει ο καθένας την μοναξιά του και κουκουλώνεται με αυτή. Κερδίσαμε σε ασφάλεια χάσαμε σε επαφή και επικοινωνία. Δεν έχω παράπονο αλλά να, πάνω σε τούτο τον ζεστό δερμάτινο καναπέ νοιώθω παγωμένος. Πιο παγωμένος και από ότι να ήμουνα στον πάρκο απέναντι….
-Χάθηκαν τα αρχαία αγκωνάρια της συνέχειας για αυτό θα παγώνουμε συνέχεια και όλο πιο πολύ. Όσο χάνουμε την συνέχεια της κοινότητας τόσο πιο παγωμένος θα είναι ο θερμαινόμενος δερμάτινος καναπές.
-Τι είπες παιδάκι μου;
-Καθισμένοι πάνω σε κάτι αρχαίες πέτρες οι γείτονες μου, μέχρι την δεκαετία του εβδομήντα τα καλοκαίρια κοινωνούσαν την δροσιά και τον χειμώνα έστελνε ο ένας την ζέστη του στον άλλο. Με ένα μαγκάλι και δυο κάρβουνα ζεσταινότανε ολόκληρη γειτονιά.
-Από εδώ είσαι παιδάκι μου;
-Μπαμπά τέλειωσα το χυμό, άντε να πάμε…
-Όλοι από εδώ είμαστε παππού αλλά ο καθένας ταμπουρώθηκε στο δικό του φοβισμένο εκεί…..
-Άντε μπαμπά σήκω να πάμε από εδώ να πάμε εκεί μαζί.
-Άντε να πάτε … ( είπε ο παππούς και έφερε ένα γύρω το κομπολόι του)
Ο Πέτρος αγκάλιασε τον γιο του, προσωρινή ασπίδα στον χρόνο και έφυγαν μαζί αφήνοντας πίσω τον παππού με τους «μαρμαρωμένους» φίλους .
*Στην ιστορία βοήθησαν οι μνήμες του Βαγγέλη για τις μεγάλες πέτρες στην γειτονιά του Αη Γιάννη και οι «μαρμαρωμένοι» από επικοινωνία παππούδες μέσα στο ζεστό αίθριο μεγάλου υπερκαταστήματος.