ΆρθροΑρχείο

Το χαρτόκουτο

Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
 
Ο Γιάννης πήρε από τον υπάλληλο του ταχυδρομείου το μεγάλο δέμα. Ο νεαρός  του είπε δέκα φορές ευχαριστώ για το δεκάευρο φιλοδώρημα που πήρε.  Ο Γιάννης είχε γίνει πολύ άνετος με τα χρήματα τα τελευταία χρόνια, ήταν διάσημος στην περιοχή για τα γενναία του φιλοδωρήματα, στην ταβέρνα , στο καφενείο, στα παιδιά που μετέφεραν φαγητό , στους μεταφορείς δεμάτων.  Όταν τέλειωσε το λύκειο ζήτησε από τον πατέρα του να μην σπουδάσει αλλά να πάει να παρακολουθήσει την σχολή αργυροχρυσοχοϊας.  Απόφαση που του έκατσε λίρα εκατό. Ο Γιάννης ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα αρχές του 2000, τότε που όλοι στην  Ελλάδα νόμιζαν ότι είχε ανοίξει ο πακτωλός των χρημάτων.  Ο νέος κοσμηματοποιός  αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να επενδύσει στο «νομίζειν» του μικροαστού νεοέλληνα, αυτού που παίρνει δάνειο για να πάει διακοπές και να πιει  το ποτό του στο ίδιο μπαρ με τον βιομήχανο ή τον τραπεζίτη που του πούλησε το δάνειο.  Έτσι λοιπόν ο Γιάννης με ταλέντο στα δάκτυλα  και αρκετή φαντασία στο σχεδιασμό έφτιαχνε κοσμήματα από χαμηλού κόστους υλικά. Πριν βγει στην αγορά για να τα πουλήσει φρόντισε να κάνει τρεις πληρωμένες παρουσιάσεις σε εκείνες τις φυλλάδες που ήθελε το κάθε «ψώνιο»  να δει έστω και για μια φορά την φάτσα του.
 
-Άκου φίλε, δεν θέλω να βγάλεις την δικιά μου φωτογραφία πουθενά, μόνο την συλλογή από τα κοσμήματα μου να βγάλεις.
 
-Μα όλοι θέλουν να φαίνονται κάπου αυτοί την εποχή του λάιφ στάιλ, εσείς γιατί όχι;
 
-Θέλω μόνο να παρουσιάσω την δουλειά μου τίποτα άλλο, άσε εμένα στην αφάνεια και βάλε δυο μοντέλες να τα μοστράρουν. Η νέα συλλογή των δημιουργών J&P.
 
-Δύο είσαστε;
 
-Όχι μόνο εγώ, το J&P σημαίνει απλά Τζον ο Πελοποννήσιος , αλλά αν το γράψεις όπως σου είπα είναι πιο πιασάρικο.
 
-Ότι θέλει ο χορηγός μου.
 
Και τελικά τα κατάφερε μια χαρά ο Τζον, πηγαίνοντας από νησί σε νησί ως αποκλειστικός αντιπρόσωπος του διάσημου οίκου J&P , και με διαβατήριο τα πληρωμένα δημοσιεύματα μοσχοπουλούσε τσίγκους  για χρυσάφι. Μέσα σε μια πενταετία έγινε μέγας και τρανός, τα κοσμήματα του πουλούσαν σε τρελές τιμές. Τώρα πια τον κυνηγούσαν τα περιοδικά για μια συνέντευξη και τα πρωϊνάδικα για μια επίδειξη. Μέσα στον κόσμο της «τέχνης» έμαθε και την κόκα. Σνιφάροντας την άσπρη σκόνη άνοιγαν τα λευκά φτερά και ένοιωθε ότι πετούσε, όλο και πιο ψηλά. Πριν ανοίξει το κουτί με τα υλικά που είχε παραγγείλει, πήγε στο πίσω μέρος του καταστήματος να τραβήξει άλλη μια τζούρα από την αγαπημένη του σκόνη. Τώρα τελευταία τέλος του 2010 είχαν αρχίσει λίγο να δυσκολεύουν τα πράγματα με την δουλειά του και είχε ανάγκη την άσπρη σκόνη για να χαλαρώνει. Η οικονομική κρίση έπληξε άμεσα και το κόσμημα. Και ιδιαίτερα τα κοσμήματα του «νομίζειν» ευτελούς αξίας αλλά δημιουργούσαν μεγάλες προσδοκίες στο θεαθήναι.
 
Ένοιωσε ξανά τα ναρκωτικά φτερά της σιγουριάς να φυτρώνουν στην πλάτη του και άδειασε το μεγάλο χαρτόκουτο με προσεκτικές κινήσεις, χάντρες παραχάντρες λαμαρινάκια και τα λοιπά. Βγήκε έξω να πετάξει το χαρτόκουτο.
 
Εκεί έξω σε ένα παγκάκι της πλατείας καθόταν ένας άπλυτος νέος άνθρωπος με ένα καρότσι σουπερ μάρκετ μπροστά του. Μέσα στο καρότσι όλα τα υπάρχοντα του, στοιβαγμένα σε σακούλες  και ένα μεγάλο πλαστικό νάιλον να τα προστατεύει από την πιθανή βροχή. Στο κεφάλι φορούσε ένα μαύρο μπερέ, ενώ μέσα από το χιλιομπαλωμένο σακάκι του ξεχώριζε η μια και μοναδική του μπλούζα με την φιγούρα του Σούπερμαν.  
 
-Έ ε ε κύριε (άκουσε μια φωνή από το παρκάκι ο Γιάννης).
 
Ο άστεγος σπρώχνοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε το καρότσι του πήγαινε προς το μαγαζί του Γιάννη. Για μια στιγμή ο Γιάννης νόμισε ότι θα του έπεφτε πάνω του ο Σούπερμαν, έτσι τον κωδικοποίησε στο μυαλό του βλέποντας την μπλούζα. Αλλά ο Σούπερμαν με μια αριστοτεχνική κίνηση ακινητοποίησε το καρότσι μπροστά στον έκπληκτο  Γιάννη.
 
-Το χαρτόκουτο, το χαρτόκουτο σας παρακαλώ αν θέλετε μου το δίνετε, να το πάρω εγώ.
 
-Αφού το θέλεις , δικό σου με απαλλάσσεις και από τον κόπο να πάω στα σκουπίδια. Τι να το θέλει άραγε; (Αναρωτήθηκε ο Γιάννης και μπήκε μέσα χαμένος στα λευκά φτερά των ναρκωτικών ουσιών.)
 
Την άλλη μέρα κατάλαβε τι ήθελε ο Σούπερμαν το μεγάλο χοντρό χαρτόκουτο. Ήταν το καλύτερο υπόστρωμα για να κοιμηθεί. Στην γωνία που έκανε το κατάστημα του Γιάννη είχε αράξει αυτή την φορά ο άστεγος, το καρότσι πίσω του και αυτός κουλουριασμένος πάνω στο χαρτόνι του Γιάννη. Ο Γιάννης τον κοίταξε δεν είπε τίποτα μάζεψε ένα σωρό φακέλους μπροστά στην είσοδο του καταστήματος και μπήκε μέσα. Ξανακοίταξε τον άστεγο από την πλαϊνή βιτρίνα. Δεν γινόταν του χάλαγε όλη την εικόνα.  Βγήκε έξω.
 
-Άκου φίλε, θέλω να φύγεις από εδώ… καταλαβαίνεις,   έχω μαγαζί.
 
-Η γωνία κόβει το κρύο.
 
-Πάρε ένα πενηντάρικο και πήγαινε αλλού να βρεις άλλη πιο ζεστή γωνία, άντε σήκω Σούπερμαν.
 
Ο άστεγος έριξε μια ματιά στην μπλούζα του μια ματιά στο ανέλπιστο  πενηντάρικο, το πήρε και έφυγε για την αναζήτηση της επόμενης γωνιάς. Ανακουφισμένος ο Γιάννης μπήκε στο εργαστήριο του. Πήγε στο πίσω μέρος τράβηξε άλλη μια δόση από την άσπρη σκόνη. Γύρισε να ανοίξει την αλληλογραφία του, ο χαρτοκόπτης του έγινε ένα τεράστιο ξίφος και άρχισε να σκοτώνει τα χάρτινα τέρατα. Μόνο που αυτή την φορά θα έχανε ο ναρκωμένος μας ιππότης. Κάθε χαρτί και μια ειδοποίηση για ληξιπρόθεσμες οφειλές, κάθε χαρτί και μια ακύρωση παραγγελίας. Στις πλάτες του δεν ένοιωθε τα φτερά των παραισθήσεων, αυτή την φορά η πραγματικότητα αποδείχτηκε ο νικητής. Από εκείνη την ημέρα λες και όλοι οι φάκελοι έγιναν μια ατελείωτη λευκή τσουλήθρα ξεκίνησε ο μεγάλος κατήφορος του Γιάννη.
 
Στην ιδέα του νεοέλληνα για το «νομίζειν» στηρίχθηκε η επιτυχία του, στο ίδιο «νομίζειν» παγιδεύτηκε και ο ίδιος , νόμιζε ότι η επιτυχία θα είναι παντοτινή.
Μέσα σε έξι μήνες έχασε τα πάντα,  πλειστηριασμοί, εξώσεις, οφειλές που είχε ξεχάσει πως είχε, φόροι που αγνοούσε. Τον έπιασε πανικός και απελπισία, έψαχνε να βρει τα φτερά για να ξεφύγει, απογοητευμένος κοιτούσε το νέο πακέτο οφειλών και το άδειο κουτί της άσπρης σκόνης . Θόλωσε το μυαλό του, βγήκε έξω να περπατήσει, ούτε ο ίδιος ξέρει πως τα βήματα του τον έφεραν έξω από το πολυκατάστημα. Στην τσέπη του ίσως βρήκε και το τελευταίο του ευρώ. Το έριξε στην σχισμή των καροτσιών και έφυγε με το καρότσι για το σπίτι του. Έβαλε μέσα στο καρότσι ότι θεωρούσε χρήσιμο, χαμένος πήρε τους δρόμους. Αυτή την φορά η πραγματικότητα είχε διακόψει την επαφή μαζί του. Στο θολωμένο του μυαλό δεν ήξερε ούτε που πήγαινε ούτε τι ήθελε, αφέθηκε στο ένστικτο του. Πέρασε το κέντρο της Αθήνας και από εκεί την λεωφόρο Αθηνών προς Κόρινθο . Ποιος ξέρει ίσως το τρικυμισμένο μυαλό του τον οδηγούσε πίσω στην Πελοπόννησο. Την μεγάλη γέφυρα ήταν αδύνατον να την περάσει φορτωμένος με το καρότσι, αναγκαστικά έστριψε δεξιά και πήρε την λεωφόρο Κηφισού. Χωρίς να το σκεφτεί μπήκε στον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων. Εκεί στο σύνορο της επιστροφής μια δυνατή κόρνα λεωφορείου τον επανέφερε απότομα στην πραγματικότητα. Σε μια γωνιά του χώρου στάθμευσης είδε και άλλους με τα φορτωμένα καρότσια. Δεν πήγε κοντά τους.  Κάθισε με το καρότσι του στον εξωτερικό  χώρο αναμονής  των επιβατών για την πόλη του. Κάθισε όλες τις ώρες εκεί. Κανείς δεν τον ενόχλησε κανέναν δεν ενόχλησε. Μέσα από το μαύρα γυαλιά του φάνηκε ότι αναγνώρισε 2-3 γνωστούς  του. Αλλά κανείς δεν τον αναγνώρισε. Χαμένος είκοσι χρόνια από την γενέθλια πόλη δεν είχε κανένα δεσμό, κανένα φίλο εκεί. Ένας καταραμένος Οδυσσέας που δεν μπορούσε να πάρει το λεωφορείο καΐκι  να πάει στην Ιθάκη των παιδικών του χρόνων.
 
Έφυγαν και οι τελευταίοι επιβάτες με το τελευταίο λεωφορείο, εκεί στα καθίσματα της επιστροφής άπλωσε τον υπνόσακο του για να  κοιμηθεί . Το ένα χέρι του το πέρασε μέσα στο καρότσι, να ξυπνήσει αν τυχόν πήγαινε κανένας να τον κλέψει.
 
Ξύπνησε με το πρώτο φως του ήλιου, πριν έρθει το πρώτο λεωφορείο. Με δυσκολία ξεκλείδωσε τις αρθρώσεις του έτσι όπως είχε κοιμηθεί πάνω στις πλαστικές καρέκλες.
 
Ενώ μάζευε τον υπνόσακο να τον βάλει μέσα στο κλεμμένο καρότσι του υπερκαταστήματος, από μακριά βλέπει έναν άλλο άστεγο να τον πλησιάζει.
 
-Ε ε φίλε θες να πεθάνεις , τι σου ήρθε να κοιμηθείς εδώ, έλα μαζί μας πίσω από το κτήριο, εκεί που είναι οι καυστήρες είναι πιο ζεστά και πιο ασφαλή. Δεν έχεις χαρτόκουτο;
 
Ο Γιάννης γούρλωσε τα μάτια του, ο Σούπερμαν που είχε διώξει από την γωνία του μαγαζιού του με ένα πενηντάρικο. Την ίδια μπλούζα και τον ίδιο μπερέ φόραγε εδώ και μισό χρόνο!!!
 
-Όχι δεν έχω, που μπορώ να βρω;
 
-Έλα πάρε, έχω δυο εγώ, άντε φίλε να σου δώσω το καινούργιο.
 
-‘Όχι να μου δώσεις το παλιό έτσι πρέπει.
 
-Ότι θέλεις φιλαράκι. Και τραβάει από το πλαϊνό του καροτσιού ένα μεγάλο χαρτόκουτο.
 
Όταν το πήρε ο Γιάννης για να βάλει μέσα στο καρότσι, διάβασε τα αχνοσβησμένα στοιχεία του παραλήπτη, «J&P δημιουργοί κοσμημάτων».
 
-Φιλαράκι αυτό το χαρτόκουτο θα σου φέρει γούρι, εγώ ένα πενηντάρι έβγαλα με αυτό. Άιντε  έλα στην παρέα μας!!!