Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Το περιπολικό κατέβαινε την μεγάλη λεωφόρο στην δεξιά λωρίδα με χαμηλή ταχύτητα, δουλειά ρουτίνας άλλη μια βραδινή περιπολία. Μέσα σε δυο μεγάλα κλειστά πλαστικά ποτήρια δυο σκέτοι καφέδες, γουλιά- γουλιά θα κρατούσαν συντροφιά στους αστυνομικούς μέχρι τα ξημερώματα. Ο οδηγός ετοιμαζόταν να πάρει μια δυνατή γουλιά καφέ.
-Πρόσεχε! (Φώναξε ο συνοδηγός αστυνομικός.)
Ο οδηγός ακινητοποίησε αμέσως το αυτοκίνητο, ο συνοδηγός εν κινήσει είχε πεταχτεί στο δρόμο. Μια γιαγιά, υπερήλικας, φορώντας ένα παλαιομοδίτικο κίτρινο φόρεμα με μαύρες βούλες, είχε ξεκινήσει να διασχίζει την αστική λεωφόρο. Δεν την ένοιαζε ότι δεν υπήρχε διάβαση ή φανάρι. Ο νεαρός αστυνομικός με τα γρήγορα αντανακλαστικά την πρόλαβε, πριν περάσει στην δεύτερη λουρίδα του δρόμου.
-Κυρία μου που πηγαίνετε ; Θα σκοτωθείτε δεν υπάρχει ούτε φανάρι ούτε διάβαση.
-Στο νεκροταφείο πάω να αφήσω λίγα λουλούδια στον τάφο του Γιώργου.
-Μα είναι νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα.
-Μα δεν με πειράζει, εγώ κοιμήθηκα, δεν χρειάζομαι άλλο ύπνο, λίγα λουλούδια ήθελα να αφήσω.
-Έλα, βάλε την μέσα και κάτσε μαζί της μην ανοίξει καμιά πόρτα (είπε ο οδηγός αστυνομικός).
-Κυρία θα περάσουμε πρώτα από το αστυνομικό τμήμα και μετά θα πάτε όπου θέλετε τα λουλούδια.
-Εντάξει παιδάκι μου.
Ο αστυνομικός υπηρεσίας έπαθε ένα δυνατό οπτικό σοκ, όταν είδε την ασπρομάλλα γιαγιά με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο κρατώντας στο στήθος της μια μεγάλη ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα να μπαίνει μέσα στο τμήμα. Τα λουλούδια ήταν τυλιγμένα με αλουμινόχαρτο χωρίς κορδέλα, προφανώς τα είχε κόψει από τον κήπο της.
-Σας παρακαλώ μήπως έχετε ένα βάζο να τα βάλω μέσα, θέλω να είναι δροσερά όταν τα αφήσω στον Γιώργο μου.
Ο οδηγός του περιπολικού έκοψε ένα πλαστικό μπουκάλι εμφιαλωμένου νερού και έβαλε μέσα τα λουλούδια. Και απευθύνθηκε στον αξιωματικό.
-Πήγαινε να διασχίσει στην μέση του πουθενά την λεωφόρο. Ίσα που την πρόλαβε ο Γιάννης. Μάλλον υπάρχει κάποιο πρόβλημα.
-Κυρία μου πως σας λένε;
-Κατερίνα.
-Το επίθετο σας.
-Δεν το θυμάμαι, δεν νομίζω να έχω τέτοιο, πως το είπες ….επίθετο ( με το χέρι της χάιδεψε τα κόκκινα λουλούδια).
-Πού μένετε;
-Σπίτι μου!
-Που είναι το σπίτι σας;
-Εδώ κοντά , πίσω από το περίπτερο, έχω και ένα ωραίο κήπο, από εκεί πήρα τα λουλούδια για τον Γιώργο μου.
-Ποιος είναι ο Γιώργος;
– Ο γιος μου, κοιμάται στο νεκροταφείο.
-Μα θα πηγαίνατε λίγο μετά τα μεσάνυχτα στο νεκροταφείο;
-Αφού ξύπνησα δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα.
-Μα είναι κλειστά τα νεκροταφεία.
-Δεν πειράζει θα περίμενα να ξημερώσει.
-Μήπως έχετε χαρτιά μαζί σας , ταυτότητα, κάποια στοιχεία να μάθουμε ποια είστε.
-Η μαμά του Γιώργου είμαι.
-Ποιού Γιώργου;
-Του αεροπόρου, τώρα κοιμάται και εγώ του πάω λουλούδια.
-Τι αεροπλάνο οδηγούσε κυρία Κατερίνα; (Ρώτησε ο συνοδηγός αστυνομικός.)
-Πολεμικό παιδάκι, Ίκαρος ήταν .
-Κύριε αξιωματικέ νομίζω ότι μπορούμε να μάθουμε κάποια στοιχεία για την κυρία αν μου δώσετε λίγα λεπτά.
-Τι σκέφθηκες πάλι ;
-Στο διαδίκτυο θα ψάξω ατυχήματα της πολεμικής αεροπορίας. (Ήδη ο αστυνομικός συνοδηγός είχε ξεκινήσει την αναζήτηση του στο διαδίκτυο. ) Μήπως είστε η κυρία Κατερίνα Αρτεμίδου;
-Ναι παιδάκι μου αυτή είναι η μαμά του Γιώργου Αρτεμίδη.
-Γιώργος Αρτεμίδης αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας, έπεσε κατά την διάρκεια εμπλοκής, κηδεύτηκε στο νεκροταφείο πίσω από το αστυνομικό τμήμα.
-Δεν κηδεύτηκε, κοιμάται! ( Είπε ξανά η γιαγιά και χάιδεψε τα λουλούδια.)
Ο αξιωματικός υπηρεσίας έγραψε το όνομα της γιαγιάς στο δικό του κομπιούτερ και άρχισε την αναζήτηση των στοιχείων της.
-Είστε η Κατερίνα Αρτεμίδου ;
-Ναι αυτή είμαι, η μαμά του Γιώργου.
-Το σύζυγο σας πως τον έλεγαν;
-Δεν τον ξέρω, δεν είναι εδώ.
– Τον μπαμπά του Γιώργου πως τον έλεγαν;
Ρώτησε ο συνοδηγός αστυνομικός, ο οποίος μάλλον διαισθητικά βρήκε το κλειδί για να ανοίγει την εγκλωβισμένη μνήμη της γιαγιάς. Οι μόνες μνήμες που ενεργοποιούνταν, λειτουργούσαν ήταν αυτές που έκαναν αναφορά στον νεκρό γιό της.
-Κωνσταντίνο βέβαια.
-Δεν είναι δυνατόν ! (Φώναξε τρομαγμένος ο αξιωματικός υπηρεσίας.)
-Μα παιδί μου Κωνσταντίνο τον έλεγαν τον μπαμπά του Γιώργου!
-Κυρία μου, υπάρχει ένταλμα σύλληψης σας για χρέη προς το δημόσιο, πέντε χιλιάδες και διακόσια ευρώ.
-Εγώ τα λουλούδια στον Γιώργο μου πήγαινα. Τα λουλούδια είναι το μόνο μου χρέος….
-Την ξαδέλφη του Γιώργου πως την λέγανε ; (Ρώτησε ξανά ο συνοδηγός αστυνομικός.)
-Α την Καιτούλα λες , κοντά μένουμε , Καιτούλα Αρτεμίδου.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας κάλεσε το τηλέφωνο του διοικητή, ο συνοδηγός έψαχνε στοιχεία για συγγενείς της γιαγιάς.
-Κύριε διοικητά έχουμε σοβαρό πρόβλημα, η γιαγιά δεν είναι καλά, δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα και υπάρχει ένταλμα σύλληψης της για χρέη προς το δημόσιο.
-Είστε η κυρία Κατερίνα Αρτεμίδου… η Κατερίνα Αρτεμίδου μια ηλικιωμένη κυρία μητέρα του Γιώργου Αρτεμίδη αξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας είναι συγγενής σας; Ναι εδώ την έχουμε στο αστυνομικό τμήμα…. Ελάτε … ευχαριστώ πολύ.
Ταυτόχρονα έφτασαν στο αστυνομικό τμήμα ο διοικητής και η ανιψιά της γιαγιάς .
-Αχ θεία πάλι τα ίδια, δεν είπαμε ότι δεν θα βγαίνεις έξω όταν κλείνουμε την μεγάλη πόρτα , που βρήκες κλειδιά;
-Από τον κήπο βγήκα, πήγα να μαζέψω τριαντάφυλλα, ξέρεις.
-Που την βρήκατε;
-Στην λεωφόρο, παραλίγο να σκοτωθεί, πήγε να περάσει από σημείο που δεν υπάρχει διάβαση πεζών.
-Σας ευχαριστώ πολύ, ξέρετε έχει σοβαρή άνοια, το μόνο που θυμάται είναι ο ξάδελφος μου στο νεκροταφείο. Μόνο εκεί αποκτά μια κάποια επαφή με την πραγματικότητα. Της έχουμε βάλει γυναίκα να την προσέχει αλλά σήμερα φαίνεται ότι της ξέφυγε. Έλα θεία σήκω να πάμε σπίτι.
-Εγώ θα πάω στο νεκροταφείο!!!
-Καλά όπου θες.
-Λυπάμαι δεν μπορείτε να πάτε πουθενά. Τώρα μίλησα με την εισαγγελία , υπάρχει ένταλμα σύλληψης για χρέη προς το δημόσιο, από την φορολογική της δήλωση βρέθηκαν μη δηλωθέντα εισοδήματα. (Είπε ο διοικητής.0
-Μα τι λέτε, είναι ενενήντα χρονών, έχει άνοια , σήμερα είναι Σάββατο που θα την πάτε;
-Λυπάμαι δεν μπορώ να κάνω τίποτα, ο νόμος είναι νόμος πρέπει να περάσει το Σαββατοκύριακο στο κρατητήριο. Λυπάμαι πολύ ( με πολύ κόπο ο διοικητής προσπαθούσε να μαζέψει τα βουρκωμένα μάτια του).
-Μην στενοχωριέσαι παιδάκι μου θα πάω όπου θες. Να πάρω μαζί μου και τα λουλούδια;
Οδήγησαν την γιαγιά στο κρατητήριο. Εκεί μέσα ήταν τέσσερις πόρνες που συνέλαβαν χωρίς χαρτιά κάποιοι άλλοι αστυνομικοί. Ξαφνιάστηκαν όταν είδαν να μπαίνει μέσα στο κρατητήριο η γιαγιά. Μέσες άκρες κατάλαβαν τι συνέβαινε με την κυρά Κατερίνα . Χωρίς να συνεννοηθούν σαν χορός από αρχαία τραγωδία μία – μία έβγαλαν τα σακάκια και τα μπουφάν που φορούσαν και τα έκαναν στρώμα να ξαπλώσει η γιαγιά πάνω σε ένα ξύλινο πάγκο. Η γιαγιά έβγαλε τέσσερα τριαντάφυλλα και τους έδωσε από ένα.
-Τα υπόλοιπα είναι για τον Γιώργο μου, θα του τα πάω φρέσκα και δροσερά όταν ξυπνήσω.
Η γιαγιά έβαλε τα υπόλοιπα λουλούδια κάτω από τον πάγκο, ξάπλωσε πάνω στα ρούχα των κοριτσιών της νύχτας και βυθίστηκε σε έναν βαθύ κόκκινο ύπνο….. από ένα μικρό τρατζιστοράκι ακούγονταν η φωνή του Καζαντζίδη … «άπονες εξουσίες»…
*Η ιστορία έχει φανταστικά στοιχεία, αλλά στηρίχθηκε σε πραγματικό γεγονός όταν γιαγιά με άνοια την οποία περιμάζεψε περιπολικό διαπιστώθηκε ότι έχει χρέη στο δημόσιο και πέρασε ένα Σαββατοκύριακο στο αστυνομικό τμήμα.