Οι πρώτες επαφές Ελλήνων με την περιοχή της Ανατολίας, δηλαδή της μικρασιατικής χερσονήσου, πιθανολογείται πως έγιναν ήδη κατά την Μυκηναϊκή περίοδο, όπως φαίνεται από το «Achilles in Anatolia: The inscribed “Mycenean” sword at Hattussas and its possible implications: Eric H. Cline, Xavier University». (AJA, 1995, τόμ. 99, αρ. 2, σελ. 335.).
Μυκηναϊκή κεραμική έχει βρεθεί, προς το παρόν μόνο στο νότιο τμήμα της Μαύρης Θάλασσας, στην περιοχή Masat Huyuk (επί χάρτου σημείον (1)), 20 χλμ. νότια της Σαμψούντας.
Εκεί, σε επίπεδο της Χεττιτικής περιόδου, αποκαλύφθηκαν : “…κάπου έξι φιάλες και λαγήνια που φαίνονταν απλές στο μέγεθος, με απλή διακόσμηση και με ιερογλυφικές σφραγίδες, οι οποίες χρονολογούσαν την αποθήκευση περί το 1.300 π.Χ.” (Mee, Chr.: «Aegean trade and settlement in Anatolia in the 2nd millenium BC». Anatolian Studies (AS), τόμ. 28, 1978, σσ. 132 – 133.)
Η ταύτιση διαφόρων οστράκων (καθώς και ενός πήλινου κριαρόσχημου ειδωλίου από την Σαμψούντα με αιγαιακή επιγραφή) με τον μυκηναϊκό πολιτισμό είναι υπό διερεύνηση…
Η Τροία ήλεγχε την δίοδο προς τον Εύξεινο Πόντο εάν δεν είχε σημασία ο Εύξεινος γιατί τότε να γίνει ένας τόσο μεγάλος ιστορικά πόλεμος; Έχουμε λοιπόν το κίνητρο ..και ανακαλύφθηκαν και στοιχεία .
Χάρτης περιοχών όπου αναφέρονται στο κείμενο που ακολουθεί:
Τα τελευταία χρόνια άρχισε το συστηματικό ανασκαφικό έργο στις περιοχές του Εύξεινου Πόντου και το μέλλον δείχνει να έχουμε πολλά στόχευα για το έργο των Μυκηναίων αλλά και των Μινωϊτών στην περιοχή.
Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι αλλιώς εφόσον σήμερα έχουν βρεθεί μινωικά αντικείμενα στην Βόρεια θάλασσα και στην Σκανδιναβική.
Μυκηναϊκά αγγεία (δύο φλάσκες και ένας ψευδόστομος αμφορέας) της Υστεροελλαδικής IIΑ/Β Περιόδου από την θέση Masat στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου .
Άλλα αντικείμενα, εκτός από αγγειοπλαστική, φαίνεται ότι εισάγονταν από το Αιγαίο συχνότερα και σε μεγαλύτερο ρυθμό.
Ενώ δεν έχει βρεθεί ακόμη μυκηναϊκή κεραμική βόρεια της ελληνικής Θράκης και στην δυτική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, αναφέρονται διάφορα μεταλλικά αντικείμενα, όπως χάλκινοι διπλοί πέλεκες, λόγχες και λεπτά ξίφη.
Άσχετα εάν είναι αιγαιακής προελεύσεως ή πιθανότερα εντόπιες απομιμήσεις αιγαιακών προτύπων, σίγουρα υποδηλώνουν σχέσεις μεταξύ των δύο περιοχών. Υπάρχει επίσης ένας μεγάλος αριθμός λιθίνων αγκυρών από το Nessebar (2), την Sozopoli (3), το ακρωτήριο Kaliakra (4) και άλλες θέσεις.
Μοιάζουν στο σχήμα, αλλά και στην λειτουργική χρήση, με αυτές που είναι ήδη γνωστές από διάφορες μεσογειακές και ειδικότερα αιγαιακές παράκτιες θέσεις της Ύστερης Εποχής του Χαλκού…
Διπλός πέλεκυς από την περιοχή της Βουλγαρίας ,περιοχή Βάρνας -Rojak.
Παρόμοιο πρόβλημα ταύτισης αντιμετωπίζουν και τα χάλκινα τάλαντα από το ακρωτήριο Kaliakra και το Cherkovo (5) (κοντά στο Karnobat – Bourgas). Το τάλαντο από το ακρωτήριο Kaliakra ζυγίζει κάτι παραπάνω από ένα κιλό και είναι κράμα χρυσού, αργύρου και χαλκού, με ψήγματα νικελίου και θείου.
Χρονολογήθηκε, με την βοήθεια ανάλογων ευρημάτων από ανασκαφές και υποβρύχιες έρευνες στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, γύρω στο 1.200 π.Χ. Ανήκει στα μυκηναϊκά μέτρα και σταθμά και αποτελεί τεκμήριο για τα εμπορικά ταξίδια στον Εύξεινο Πόντο.
Το τάλαντο από το Cherkovo φέρει αιγαιακό (…) σύμβολο. Ερωτηματικά προκαλεί τόσο το βάρος του, 26 κιλά, όσο και η χρονολόγησή του… Εάν κατασκευάστηκε γύρω στο 1.500 π.Χ., τότε ανήκει σε μια πολλή πρώιμη εποχή, από την οποία δεν υπάρχουν άλλες ενδείξεις για θαλασσινά ταξίδια στον Εύξεινο Πόντο.
ΜΥΚΗΝΑΪΚΑ ΤΑΛΑΝΤΑ – ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟ ΚΑΛΙΑΚΡΑ (KALIAKRA) ΚΑΙ ΔΕΞΙΑ ΑΠΟ ΤΟ CERKOVO
Το σχήμα της τεντωμένης προβιάς υποδηλώνει ότι προορίζονταν για την Ανατολική Μεσόγειο. Η ακριβής καταγωγή του όμως και ο προορισμός του φαίνεται να αναγνωρίζονται από το βάρος του…
Το κομμάτι αυτό αποτελεί την μεγαλύτερη μονάδα μέτρησης μετάλλων του μινωϊκού μετρικού συστήματος. Σε ομάδα πήλινων πινακίδων που ευρέθησαν στην Κνωσό έχουν καταγραφεί 60 τάλαντα, το καθένα από τα οποία ζυγίζει 26 κιλά και τρία γραμμάρια..! Αλλά και τα τάλαντα από τις ανασκαφές στην Αγία Τριάδα της Κρήτης έχουν ένα μέσο βάρος 29 κιλών. Το ίδιο μέτρο ίσχυε σε όλη την αιγαιακή ζώνη μινωϊκής επιρροής στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ.
Στην Γραμμική Γραφή Β’, που χρησιμοποιούσαν οι Μυκηναίοι, η μεγαλύτερη μονάδα μέτρησης πραγμάτων με σημαντικό βάρος, όπως ο χαλκός, απεικονίζεται με μια ζυγαριά. Στην αρχαιότητα, η μεγαλύτερη μονάδα μέτρησης ονομάζονταν τάλαντο, που σημαίνει ζυγαριά. Υπήρχαν δύο σταθμά για το βάρος ενός ταλάντου : αλλού ζύγιζε 37 κιλά και 800 γραμμάρια, και αλλού 25 κιλά και 860 γραμμάρια (αυτό αντιστοιχούσε απόλυτα με την μινωϊκή – μυκηναϊκή μονάδα, η οποία κυμαίνονταν μεταξύ 26 και 31 κιλών).
Από το σχήμα, το βάρος και την χρονολόγηση του ταλάντου από το Cherkovo διαπιστώνεται ως προορισμός η μινωϊκή Κρήτη της Νεοανακτορικής Περιόδου, ή ίσως η Σαντορίνη.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
ΕΝΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΕΥΡΗΜΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΦΟΡΑ Vladimir I. Nazarčuk
B Black-figured pottery (p. 143-170). Plates 75-87 ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΟΛΒΙΑΣ.
Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ Η ΦΙΓΟΥΡΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΖΩΟΜΟΡΦΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΙΔΙΟΥ ΑΠΟ ΠΥΛΟ ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ ΟΨΕΩΣ ΘΥΜΙΖΕΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟ.
Πέτρινες άγκυρες της Μυκηναϊκής Εποχής από το βόρειο λιμάνι της Μεσημβρίας της Ποντικής (σημ. Nessebar)
Τα αρχαιολογικά ευρήματα που δηλώνουν την ελληνική παρουσία στα παράλια του Εύξεινου Πόντου ανήκουν στο σύνολό τους στην Μέση και Ύστερη Χαλκοκρατία, την εποχή της ακμής και παρακμής του μυκηναϊκού πολιτισμού, από τις αρχές του 14ου μέχρι τις αρχές του 11ου αι. π.Χ.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των ευρημάτων προέρχεται από τα δυτικά παράλια του Ευξείνου Πόντου. Εννιά σπαθιά μυκηναϊκής καταγωγής, ένα εγχειρίδιο, θραύσματα αγγείων και μερικά ακόμη αντικείμενα βρέθηκαν σε δεκατέσσερις διαφορετικές ανασκαφές προϊστορικών χώρων της Ρουμανίας.
Ξίφη από τις Μυκήνες από το Sarntavro και Khodja-Daoud-Kopru – περιοχές του Ευξείνου Πόντου.
Μυκηναϊκά σπαθιά από τις ανασκαφές στα Καρπάθια (κεντρική Ρουμανία). Σχέδια A. D. Alexandrescou
Α ) Σχέδιο από κομμάτι μυκηναϊκού σπαθιού που χρησιμοποιήθηκε ξανά για την κατασκευή μιας μάχαιρας (Βουκουρέστι).
Β ) Σχέδιο μυκηναϊκού σπαθιού που βρέθηκε στην παραδουνάβια πεδιάδα της Ντομπρουτζάς, 36 χιλιόμετρα μακριά από την θάλασσα (χωριό Μεγκντίντια, Ρουμανία).
Στη Νότιο Ρωσία, σχέσεις με τον αιγαιακό πολιτισμό ανιχνεύονται σε πολλές θέσεις της ενδοχώρας, αλλά και στην χερσόνησο της Κριμαίας (Kozorezovo (6), Kerch (7), Scerkovo, Berezan (8), Jekaterinoslav).
Διπλοί πέλεκες από το Kozorezovo και Scetkovo –σχέδιο Dr.C .Reinhold
Διπλοί πελέκεις τύπου Kilindir και Hermones της Ύστερης Χαλκοκρατίας και δέκα αιγαιακού τύπου Β (με ωοειδή οπή στειλέωσης) όμοιοι με τους αντίστοιχους του «Θησαυρού P» της Τροίας VI (9) (η οικιστική αυτή φάση της Τροίας διήρκεσε μεταξύ 1.900 και 1.275 π.Χ. περίπου).
ΧΑΡΤΗΣ ΜΕ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΔΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΕΥΡΕΘΗΣΑΝ
Αντίστοιχα με ευρήματα από τους Λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών :
α- Οστέινα εξαρτήματα χαλινού αλόγου από το Trakhtemirov (10) (κοντά στο Κίεβο).
β- Οστέινος δίσκος από την Iljicevka (11) (περιοχή Donec).
Άγριοι κύκνοι στον υδροβιότοπο του Μπερεζάν, την αρχαία ελληνική Βορυσθενίτιδα, στον κόλπο του Δνείπερου (Ουκρανία)
Αριστερά δύο Οστέινα εξαρτήματα χαλινού αλόγου από το Trachtemrov, (Trachtimitov) κοντά στο Κίεβο και δεξιά ένα ασημένιο από τις Μυκήνες
Αριστερά Οστέινος δίσκος από την Iljicevka (περιοχή Donec)και δεξιά ένας ασημένιος δίσκος από της Μυκήνες
Ανακαλύφθηκαν επίσης δύο ομάδες από περόνες στο βόρειο τμήμα της Μαύρης Θάλασσας:
1) Η πρώτη προέρχεται από την περιοχή του Chişinău (14) (πρώην Κισινιόφ, πρωτεύουσα της σημερινής Δημοκρατίας της Μολδαβίας) και από θολωτούς τάφους (κουργκάν) της περιοχής του Δνείπερου (σημερινή Ουκρανία).
2) Η δεύτερη ανακαλύφθηκε στην περιοχή Novoselki – Kostukoviye και έχουν χρησιμοποιηθεί ως βάση για την χρονολόγηση των μνημείων του πολιτισμού Goligrad της Ουκρανίας.
Οι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι οι συγκεκριμένες περόνες ανήκουν στην Υπομυκηναϊκή Περίοδο (μεταξύ 11ου και 10ου αι. π.Χ.).
Σπειροειδές κόσμημα κεφαλής περόνης από τον «Θησαυρό Borodino» (κοντά στην Οδησσό)
Χρυσό κόσμημα από τις Μυκήνες
Ραβδόσχημος σφιγκτήρας από το Belz και παρόμοιος από τους κάθετους Λακκοειδείς Τάφους των Μυκηνών
Ανατολικότερα, νοτίως της οροσειράς του Καυκάσου, έχουν βρεθεί όπλα (μακρά ξίφη και λόγχες) σε τάφους του πολιτισμού Trialeti (15) στην Γεωργία, όμοια με τα αιγαιακά ξίφη τύπου Α και Β, και με τον τύπο G λογχών του Hochmann.
Λόγχες από – Trialeti ,Mesketi Amarat, Tach Koprou της Γεωργίας, από την Πρόσυμνα και τις Μυκήνες και Chir-Dir
Λόγχη από την περιοχή του Ευξείνου Πόντου (αριστερά) Cjurupinsk-και χρυσεπένδυτη λαβή ξίφους από τις Μυκήνες (δεξιά)
Έχει βρεθεί επίσης ένα εντυπωσιακό αργυρό αγγείο από το Kirkovan (Karchevan – ? – (16)) της σημερινής Αρμενίας, όμοιο στο σχήμα με ένα μεγάλο κύπελλο τύπου Βαφειού.
Σημαντικότατη φιλολογική μαρτυρία για τις εμπορικές (και όχι μόνο) σχέσεις των Ελλήνων με τους λαούς της Ανατολίας, παρέχει ο Όμηρος στην Ιλιάδα…
Στην Ραψωδία Γ’ (στ. 184 – 190) ο Πρίαμος, παρατηρώντας τους Αχαιούς που πολιορκούν την πόλη του, λέει στην Ελένη τα εξής :
“Ήδη και στην Φρυγίαν εισήλθα την αμπελόεσσαν,
όπου είδα πλείστους Φρύγες άνδρας με ευκίνητα πωλάρια,
λαούς του Οτρέως και του ισοθέου Μύγδονος,
οι οποίοι τότε στρατοπέδευαν στις όχθες του Σαγγαρίου•
γιατί και εγώ επίκουρος όντας με εκείνους ενώθηκα
την ημέρα εκείνη που ήλθαν οι Αμαζόνες οι αντροπολεμίστρες, αλλ’ ούδ’ αυτοί ήσαν τόσοι όσοι οι ελίκωπες Αχαιοί.”
Πρόκειται, παράλληλα, για την αρχαιότερη αναφορά στις Αμαζόνες (η εξόντωση των οποίων από τον Βελλερεφόντη αναφέρεται στον στίχο 186 της Ραψωδίας Ζ’).
Την ύπαρξή τους στην περιοχή του Πόντου της Μαύρης Θάλασσας γύρω στο 1.200 π.Χ. βεβαιώνει και ο Ηρόδοτος, ο οποίος αφηγείται τις φημισμένες ιστορίες που ακούγονταν παντού για αυτές.
Σύντομος κατάλογος των θέσεων του Ευξείνου Πόντου, στις οποίες έχουν βρεθεί μυκηναϊκά όπλα, υπάρχει στο βιβλίο του G.R. Tsetskhladze «Greek penetration of the Black Sea». The Archaeology of Greek Colonization, Oxford, 1994, σσ. 113 – 115, όπως και του ιδίου, «Greek colonization of the Black Sea Area : Stages, Models and Native population». The Greek Colonization of the Black Sea Area. Stuttgart, 1998, σσ. 10-14.
Στον ίδιο κατάλογο συμπεριλήφθηκαν και πολλά αρχαιολογικά ευρήματα των οποίων η χρονολόγηση φθάνει μέχρι και τον 8ο αι. π.Χ.
Εκατοντάδες σκαπάνες από μια ομαδική ταφή εξαίρουν την σημασία της γεωργίας και της μεταλλουργίας στην οικονομία της Κολχίδος
Ένα σιδερένιο τσεκούρι του 12ου αι. π.Χ. προερχόμενο από την ίδια ομαδική ταφή από την Κολχίδα
Διπλοί πέλεκες και ένα πήλινο στοιχείο από τα αρχικά στρώματα εκσκαφών στην Τροία
ΕΝΑΡΞΗ ΑΠΟΙΚΙΣΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΥΞΕΙΝΟΥ ΠΟΝΤΟΥ (ΜΕΣΑ 7ΟΥ ΑΙ. Π.Χ.).
Διπλός πέλεκυς (λάβρυς), το κατ’ εξοχήν όπλο των Αμαζόνων…
Άρθρο του Δρος Ηλία Πετρόπουλου (Ιστορικός – Αρχαιολόγος) στο περιοδικό «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ & ΤΕΧΝΕΣ» τ. 76 (Ιούλ. – Σεπτ. 2000) σελ. 61,
Για πολλά χρόνια ήταν, και εν μέρει παραμένει ακόμα, κοινή μεταξύ ιστορικών και αρχαιολόγων η άποψη πως οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν σε θέση να πλεύσουν στα σκοτεινά νερά του Ευξείνου Πόντου, προτού κατασκευάσουν την γνωστή πεντηκοντόρο (πενηντάκωπος) γύρω στο 680 π.Χ.
Συνεπώς, και κατά την ίδια πάντα άποψη, ο ελληνικός αποικισμός του Πόντου πιθανώς να ξεκίνησε λίγο αργότερα…Την θεωρία αυτή φαίνεται πως ανατρέπουν ευρήματα από τα βόρεια παράλια του Πόντου, που χρονολογούνται στο β’ τέταρτο του 7ου αι. π.Χ. και περιλαμβάνουν:
1) Θραύσματα μιας κύλικας από το σημερινό νησάκι Μπερεζάν στις εκβολές των ποταμών Δνείπερου (αρχ. Βορυσθένης) και Μπουγκ (αρχ. Ύπανις) και
2) Θραύσματα κυπέλλου από τον (με γηγενή πληθυσμό) οικισμό Νεμίροβο, ο οποίος βρίσκεται 400 χλμ βόρεια του Μπερεζάν (εντός της δασοστέπας..!)
Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Εύξεινος Πόντος ήταν ήδη γνωστός στους Έλληνες κατά το β’ τέταρτο του 7ου αι. π.Χ. ή και ακόμη νωρίτερα, εάν λάβουμε υπ’ όψιν τα “απρόσμενα” μυκηναϊκά ευρήματα (περί το 1.300 – 1.000 π.Χ.)
Λίγο μετά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. ιδρύεται στο Μπερεζάν (επί χάρτου σημείον (1)) ο πρώτος ελληνικός οικισμός στην βόρεια παραλία της Μαύρης Θάλασσας, ενώ ο δεύτερος εμφανίζεται λίγο αργότερα στο Ταγκαρόνγκ (επί χάρτου σημείον (2)) πλησίον του ποταμού Δον (αρχ. Τάναϊς) στην Αζοφική Θάλασσα.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, η “θεωρία” που θέλει τους Έλληνες να εμφανίζονται στα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας μετά το 630 π.Χ. και να εγκαθίστανται μετά το 600 π.Χ., τίθεται υπό συζήτηση.