Ο γάιδαρος και οι καραμέλες..
Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Η μάνα με τρυφερό τρόπο ξύπνησε τον μικρό Γιάννη Κυριακή χαράματα. Σήμερα ο παπα Λιάς δεν θα έκανε λειτουργία στο χωριό τους και ο μικρός αντί για παπαδάκι που ντυνόταν όταν ερχόταν ο παπάς στο χωριό τους, θα πήγαινε να βοηθήσει τον πατέρα του στις δουλειές. Στο Ορεινό χωριό δεν ήταν και πολλές οι επιλογές για εργασία, λίγες ελιές, τα ζωντανά τους, κάρβουνα και περιστασιακά μεροκάματα στην Πόλη.
Ο πατέρας είχε ετοιμάσει τα χρειαζούμενα για την ημέρα τους σε ένα ταγάρι. Κατέβηκαν μαζί πατέρας και γιος στο κατώι για να πάρουν και το γαϊδούρι τους, τον γιγαντόσωμο κυρ Μένιο. Εκείνη την εποχή το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν πολύτιμα εργαλεία δουλειάς για τους ανθρώπους. Χωρίς την βοήθεια αυτών των ζωντανών ήταν αδύνατη η μεταφορά προϊόντων και αγαθών μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια. Σύμφωνα με την παράδοση οι δρόμοι στα χωριά χαράζονταν με βάση τα μονοπάτια που ακολουθούσαν τα ζωντανά, πιθανόν αυτά από ένστικτο ήξεραν να ακολουθήσουν τον πιο κατάλληλο δρόμο.
Έφτασαν στα καμίνια που έφτιαχναν τα κάρβουνα αλλά πριν προλάβει ο πατέρας να δέσει σε ένα δέντρο τον γάιδαρο άκουσε την έντρομη φωνή του γιού του.
-Πατέρα τρέξε γρήγορα, το μεγάλο καμίνι έχει πρόβλημα.
-Την ατυχία μου κυριακάτικα, ήταν ανάγκη σήμερα;
-Αφού είμαι και εγώ εδώ θα σε βοηθήσω να το φτιάξεις πιο γρήγορα.
-Ρε Γιαννάκο, σήμερα ήταν να παραδώσω και ένα φορτίο κάρβουνα στον κυρ Τάκη.
Ο κυρ Τάκης ήταν ο καλύτερος έμπορος της πόλης. Αλλά το καλύτερος ταίριαζε περισσότερο στην ανθρωπιά του. Ήταν ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος και καλοπληρωτής. Για τους ανθρώπους του Ορεινού χωριού είχε μια ιδιαίτερη συμπάθεια για την ντομπροσύνη και την αξιοπρέπεια τους. Όλοι ήθελαν ο κυρ Τάκης να είναι πελάτης τους, ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο μεροκάματο. Με την οικογένεια του μικρού Γιάννη είχαν συνεργασία από τα χρόνια του προπάππου του και ακόμα κρατούσε. Ο φθόνος και η ζήλεια γονιδιακή αρετή στους Έλληνες είχε λειτουργήσει και σε αυτή την συνεργασία του κυρ Τάκη με την οικογένεια του μικρού Γιάννη. Πολλοί προσπάθησαν με χαμηλότερες τιμές, ή με έξτρα δώρα να σπάσουν αυτή την συνεργασία αλλά δεν στάθηκε δυνατόν. Ο κυρ Τάκης παρέμεινε πιστός στην αρχή που είχε μάθει από τον πατέρα του. Ποτέ δεν πουλάς ένα απλό προϊόν πάντα καλλιεργείς μια διαχρονική σχέση.
-Πατέρα κάτσε να φτιάξεις εσύ το καμίνι και θα πάω εγώ τα κάρβουνα στον κυρ Τάκη.
-Θα τα καταφέρεις Γιαννάκο, θυμάσαι που είναι το σπίτι του;
-Μετά το νεκροταφείο τρίτος δρόμος δεξιά.
-Θα καταφέρεις να τα ξεφορτώσεις τα σακιά;
-Το φόρτωμα είναι δύσκολο πατέρα, το ξεφόρτωμα με λίγο κόντρα στον γάιδαρο θα τα καταφέρω.
Ο πατέρας του έβαλε από δύο τσουβάλια κάρβουνα στο πλάι του γαιδάρου και ένα έδεσε πάνω στο σαμάρι. Κρέμασε το ταγάρι με το ψωμοτύρι και το παγούρι με το νερό στο ένα πλάι του γαιδάρου και στο άλλο κρέμασε ένα σωληνάριο κόκκινες καραμέλες. Του Γιάννη του έτρεξαν τα σάλια όταν είδε τις καραμέλες, το πρόσεξε ο πατέρας του.
-Ξέρεις εσύ, για τον δρόμο. ( Του είπε με νόημα.) Άντε ξεκίνα, πιστεύω ότι θα τα καταφέρεις.
Ο Γιάννης ξεκίνησε με κατεύθυνση προς το χωριό και μετά να πάρει τον δρόμο για την Πόλη. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που έφτασε κοντά στην πρώτη εκκλησία τον Άγιο Κωνσταντίνο. Εκεί τα στύλωσε τα πόδια ο κυρ Μένιος, ούτε μπροστά ούτε πίσω, το κεφάλι του πεισματικά γυρισμένο στην εκκλησία. Τραβά το σκοινί μία τραβά δύο τίποτα εκεί ακούνητος το γάιδαρος. Εκείνη την στιγμή από το πάνω μονοπάτι παρουσιάζεται ο Κωστής, είχε βγει και αυτός για δουλειές με τον πατέρα του.
-Γιάννη θα μου δώσεις μια κόκκινη καραμέλα; (Το πρόσωπο του Γιάννη διαγράφτηκε ένα χαμόγελο.)
-Όχι, τις έχω για δουλειά. (Πιάνει μια και την δίνει στον γάιδαρο, ο κυρ Μένιος γλυκάθηκε και ξεκίνησε το κατηφορικό του ταξίδι. Ο Κωστής έγινε παντζάρι από το θυμό του και έφυγε τρεχάτος για το χωράφι που ήταν ο πατέρας του.)
-Πατέρα πλουσιέψανε σου λέω, τον γάιδαρο του τον τάιζε κόκκινες καραμέλες και εμένα δεν μου έδωσε ούτε μια.
Η οικογένεια του Κωστή ήταν το κακό σπυρί του χωριού. Κουτσομπόληδες, ζηλιάρηδες μόνο μια χαρά είχαν, την δυστυχία του άλλου. Ο πατέρας του Κωστή είχε πολλές φορές προσπαθήσει να σπάσει την συνεργασία του κυρ Τάκη με την οικογένεια του Γιάννη. Αν εκείνη την εποχή υπήρχαν τηλέφωνα τώρα αμέσως θα έπαιρνε τηλέφωνο τον αγροφύλακα να στήσει μπλόκο στον μικρό Γιάννη και να του κατασχέσει το εμπόρευμα.
-Ρε είσαι σίγουρος ότι τάιζε καραμέλες τον γάιδαρο;
-Άμα δεν με πιστεύεις πήγαινε να δεις.
-Αν λες ψέματα θα σε κρεμάσω στο κατώι.
Το ζηλόφθονο μυαλό του πατέρα του Κωστή, δεν λειτουργούσε πλέον λογικά, παρατά το γιό του στο χωράφι και ξεκινά να πάρει στο κατόπι τον μικρό Γιάννη. Τον παρακολουθούσε από το δύσβατο μονοπάτι της πλαγιάς. Όπως κατέβαινε το γαϊδούρι στην δεξιά πλευρά του σαμαριού ξεχώρισε το σωληνάριο με τις καραμέλες.
-Κοίτα που έλεγε αλήθεια το παλιόπαιδο. ( Βασική αρχή το ζηλόφθονου, δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στα ίδια του τα παιδιά.)
Φτάνοντας στην δεύτερη εκκλησία του χωριού, αν και κατηφορικός ο δρόμος ο γάιδαρος με το βαρύ φορτίο σταματά απότομα και δεν κουνιόταν με τίποτα. Λες και το είχε κάνει τάμα να πεισμώνει στις εκκλησίες. Ο Γιάννης παίρνει άλλη μια καραμέλα και την δίνει στον κυρ Μένιο αυτός γλυκαμένος ξεκινά να ολοκληρώσει το δρομολόγιο του.
-Κοίτα που έλεγε αλήθεια ο Κωστής, εμείς ψωμί δεν έχουμε να φάμε και αυτοί ταΐζουν τον γάιδαρο τους καραμέλες!
Το μυαλό του θόλωσε, ξέχασε το παιδί και τις δουλειές που είχε στο χωράφι και με περπατησιά έμπειρου μαραθωνοδρόμου πήρε τον δρόμο για την πόλη. Έφτασε στο σπίτι του κυρ Τάκη μισή ώρα πριν τον μικρό Γιάννη.
-Καλημέρα κυρ Τάκη ( είπε στον έκπληκτο έμπορο που άνοιγε ξαφνιασμένος την πόρτα του λίγο πριν τις οκτώ το πρωί).
-Έγινε κάτι σοβαρό Πέτρο; ( Τον ρώτησε με πραγματική αγωνία.)
-Περιμένεις ένα φορτίο κάρβουνα ε;
-Ναι, τι έγινε;
-Δίνεις δουλειά σε αυτούς που πλουσιέψανε και ταΐζουν τα γαϊδούρια τους καραμέλες και εμείς πασχίζουμε για ένα μεροκάματο. Γιατί δεν παίρνεις και από εμάς κάρβουνα;
-Ε αυτά τα έχουμε πει Πέτρο, από σένα παίρνω λάδι από τον άλλο κάρβουνα, έτσι το έχουμε πάππου προς πάππου.
-Να τα παίρνεις όλα από μένα, θα σου κάνω και καλύτερη τιμή. ( Και χωρίς να πει τίποτα άλλο κάνει μεταβολή και φεύγει.)
Μετά από λίγη ώρα άκουσε ξανά χτυπήματα στην μεγάλη εξώπορτα ο κυρ Τάκης, βγαίνει έξω αλλά άνθρωπο δεν βλέπει. Ετοιμαζόταν να μπει μέσα αλλά το γκάρισμα του κυρ Μένιου τον έκανε να πάει να ανοίξει.
-Γιαννάκη μου μόνος σου ήρθες;
-Ναι, ο πατέρας μου έμεινε στο καμίνι γιατί έπαθε μια ζημιά.
-Κάτσε να βάλω μια ποδιά να σε βοηθήσω.
-Όχι κυρ Τάκη μπορώ. (Με επιδέξιες κινήσεις ο μικρός έλυσε τις τριχιές και κατέβασε τα σακιά μέσα στην αυλή του κυρ Τάκη.)
-Εντάξει είναι, άφησε τα εκεί και θα τα πάω εγώ στην αποθήκη. (Εκείνη την στιγμή ο κυρ Τάκης πρόσεξε τις κρεμασμένες στο σαμάρι καραμέλες.)
-Καραμέλες έτρωγες στον δρόμο;
-Όχι εγώ, ο Μένιος. ( Ο κυρ Τάκης γούρλωσε τα μάτια.) Ο Μένιος είναι πολύ δυνατό γαϊδούρι και πολύ πεισματάρικο. Ο πατέρας μου είπε αν τα στυλώσει και δεν κουνιέται να του δώσω μια καραμέλα. ( Ο κυρ Τάκης λύθηκε στα γέλια.)
-Έλα δω παιδάκι μου, πάρε αυτά για τα κάρβουνα και τούτα για να πάρεις όσες καραμέλες θέλεις, έχουν ανοίξει τα περίπτερα.
Καθώς γύριζε ο Γιάννης είδε στην πλαγιά πάνω από τον Άγιο Κωνσταντίνο τον Κωστή να δουλεύει ακόμα στις ελιές.
-Κωστή έλα κάτω, κερνάω καραμέλα. (Σφαίρα έφτασε ο Κωστής και δεν άκουσε τις φωνές του πατέρα του πίσω.) Τρέχα σε φωνάζει ο πατέρας σου. ( Ο Πέτρος πρόσεξε ότι στα πλαϊνά του γαιδάρου κρέμονταν τέσσερα μεγάλα μασούρια καραμέλες.)
-Φτύσ΄ την καραμέλα τους τώρα….. τώρα σου είπα. (Φώναξε στον γιο του όταν μπήκε στο χωράφι.)
Ένα ειρωνικό γκάρισμα ακούστηκε από τον Μένιο που απολάμβανε την τελευταία καραμέλα μιας περιπετειώδους Κυριακής.
*Η ιστορία είναι φανταστική, αλλά πριν πολλά χρόνια ένας μικρός τότε, παππούς σήμερα, για να δελεάσει τον γάιδαρο του να προχωρήσει τον τάιζε κόκκινες καραμέλες, τις οποίες κατόπιν εντολής του γονιού του δεν μπορούσε να αγγίξει ο ίδιος.