Τα στοιχεία για τις κοινωνικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, που περιλαμβάνονται στην πρόσφατη (Ιανουάριος 2014) «Τριμηνιαία Έκθεση» του «Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους» της Βουλής των Ελλήνων (η οποία αναφέρεται στην περίοδο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2013), είναι συγκλονιστικά και από κάθε άποψη αποκαλυπτικά. Αποτυπώνουν, με την αδιάψευστη γλώσσα των αριθμών, την οδυνηρή κοινωνική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στην πατρίδα μας, και καταγράφουν – χωρίς εξωραϊσμούς ή παρασιωπήσεις – τη δυσχερή θέση στην οποία έχουν περιέλθει ευρύτατα στρώματα της Ελληνικής κοινωνίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στην έκθεση αυτή, οι άνεργοι στη χώρα μας (που ανέρχονται πλέον στο 27 % του ενεργού πληθυσμού), είναι σήμερα κατά 1 εκατομμύριο περισσότεροι από όσους ήταν πριν την έναρξη της κρίσης. Εξίσου δραματικές υπήρξαν οι επιπτώσεις της κρίσης και ως προς την εξέλιξη των εισοδηματικών ανισοτήτων, ο οποίες κατά τη διάρκειά της επιδεινώθηκαν θεαματικά, αφού ενώ το 2009 το πλουσιότερο 20 % του πληθυσμού είχε κατά 5,8 φορές υψηλότερο εισόδημα από το φτωχότερο 20 %, το 2012 η «ψαλίδα» άνοιξε ακόμη περισσότερο με αποτέλεσμα το πλουσιότερο 20 % του πληθυσμού να έχει κατά 6,8 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο 20 %. Αλλά και στο πεδίο της φτώχιας τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλύτερα, καθώς ενώ το 2009 πέριξ του ορίου της φτώχιας εκινείτο το 19,2 % του πληθυσμού, το ποσοστό αυτό το 2013 εκτινάχθηκε στο 42,1 %. Εξέλιξη που καθίσταται ακόμη δυσμενέστερη αν συνεκτιμήσει κανείς την επισήμανση που αναφέρεται στην ίδια έκθεση, σύμφωνα με την οποία το 28 % των ανέργων βρίσκονται σε τέτοιο βαθμό ένδειας, ώστε δεν έχουν αρκετό εισόδημα να αγοράσουν ούτε καν ένα βασικό «καλάθι» αγαθών.
Μπροστά στην πρόκληση αυτής της αρνητικής κατάστασης, που επιφέρει επώδυνους κλυδωνισμούς στον κοινωνικό ιστό, απειλεί να υπονομεύσει κρίσιμες, όσο και ευαίσθητες, κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες και θέτει σε δοκιμασία την ίδια τη συνοχή της κοινωνίας μας, το κεντρικό κράτος αντέδρασε αμήχανα και αναποτελεσματικά. Ο συνδυασμός των αναπόφευκτων περικοπών κονδυλίων που επέσυρε η δημοσιονομική κατάρρευση, με τις δομικές αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού και την εγγενή δυσκινησία που τον διακρίνει, δεν του επέτρεψαν να προσαρμοστεί έγκαιρα στη νέα πραγματικότητα που δημιούργησε η κρίση, και να αναλάβει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες που θα ανακούφιζαν άμεσα τους πληττόμενους και θα διαμόρφωναν ένα υποτυπώδες, έστω, «δίχτυ» προστασίας για τα ολοένα και διευρυνόμενα κοινωνικά στρώματα που δοκιμάζονται από αυτή. Επιπρόσθετα, προβλήματα όπως ο άναρχος και μη στοχευμένος χαρακτήρας των κοινωνικών παροχών, ο γραφειοκρατικός γιγαντισμός και οι στρεβλώσεις που τον συνοδεύουν, αλλά και η ανορθόλογη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού και χρηματικών πόρων, που πάντα διέκριναν τη λειτουργία του «κοινωνικού κράτους» στην Ελλάδα, αναδείχθηκαν ακόμη οξύτερα μέσα στην κρίση και επιδείνωσαν τις κοινωνικές επιπτώσεις της, εξ αιτίας των δυσλειτουργιών που προκάλεσαν.
Έτσι, φαινόμενα όπως η (εξ αιτίας της καλπάζουσας ανεργίας) εκρηκτική αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών χωρίς κανένα εισόδημα, η φρενήρης άνοδος του αριθμού των χωρίς ασφαλιστική κάλυψη πολιτών εξ αιτίας χρεών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και ο διαρκώς διευρυνόμενος αριθμός των αστέγων, δεν μπόρεσαν να αναχαιτιστούν με τα συμβατικά μέσα κοινωνικής πολιτικής. Όπως, επίσης, δεν μπόρεσαν να αμβλυνθούν με τα παραδοσιακά εργαλεία κοινωνικής παρέμβασης του κράτους, τα συνεχώς διογκούμενα φαινόμενα της συσσώρευσης ανησυχητικά μεγάλου αριθμού οικογενειών – όχι πια μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και στην περιφέρεια – που ζουν υπό ασφυκτικές συνθήκες οικονομικού αποκλεισμού και κοινωνικής απομόνωσης, δημιουργώντας μια ιδιότυπη κατάσταση θυλάκων «κοινωνικής ερήμωσης» σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Η αδυναμία των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών να αντιμετωπίσουν αυτά τα φαινόμενα, είτε γιατί αιφνιδιάστηκαν από την εμφάνισή τους και τη δριμύτητα της έντασής τους, είτε – ακόμη χειρότερα – γιατί και όταν επιχείρησαν να καταπιαστούν με αυτά το έκαναν χωρίς να διαθέτουν τον απαραίτητο ολοκληρωμένο σχεδιασμό και την αναγκαία οργανωτική υποδομή, αποτελεί μια διαπίστωση που εγείρει πληθώρα ερωτημάτων και θέτει επί τάπητος σειρά ζητημάτων τα οποία πρέπει τάχιστα να επιλυθούν, προτού η αρνητική δυναμική των πραγμάτων προσλάβει κοινωνικά ανεπιθύμητες και ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Στο πλαίσιο αυτής της διαπίστωσης, η ανάγκη ενός ριζικού ανασχεδιασμού του κοινωνικού κράτους στη χώρα μας, προβάλει σε μακροπρόθεσμη προοπτική ως επιτακτική. Η θεμελίωση ενός νέου κοινωνικού κράτους που να στηρίζεται σε νέες αρχές αλληλεγγύης, σύγχρονα κριτήρια παροχής κοινωνικής προστασίας, καινούργιους θεσμούς και διαδικασίες που να αίρουν τις στρεβλώσεις που προκάλεσαν στο προηγούμενο σύστημα οι πελατειακές σχέσεις και οι συντεχνιακές πιέσεις, αναδεικνύεται ως πρώτη προτεραιότητα. Και στην κατεύθυνση αυτή, η θέσπιση ενός νέου Κοινωνικού Χάρτη των Δικαιωμάτων του Πολίτη, ο οποίος να συμβάλει αποτελεσματικά στη στήριξη των αδυνάτων και όσων πραγματικά έχουν ανάγκη, μέσα από την πρόβλεψη νέων θεσμικών εργαλείων και έναν αναβαθμισμένο ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στα ζητήματα κοινωνικής πολιτικής, αναδύεται ως ζωτικό προαπαιτούμενο κάθε αξιόπιστης προσπάθειας η χώρα μας μετά την κρίση να αποκτήσει ένα ισχυρό και αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας.
Ωστόσο, όπως έλεγε για τα ζητήματα της οικονομίας ο Τζων Μέϋναρντ Κέϋνς «μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί». Αυτή τη στιγμή που η Ελλάδα δείχνει να βγαίνει από μια επώδυνη και παρατεταμένη οικονομική περιδίνηση και να εισέρχεται σε μια βάσιμα αναμενόμενη μεταβατική περίοδο πριν μπει στην κατ’ εξοχήν τροχιά δυναμικής ανάπτυξης, το επείγον ζητούμενο είναι να υπάρξουν άμεσα και αποτελεσματικά μέτρα που θα αμβλύνουν τις συνέπειες της κρίσης σε όσους υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες από αυτήν. Και στο σημείο αυτό, δεδομένης της καταδειχθείσας ανεπάρκειας του κεντρικού κράτους να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί και οφείλει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο. Γιατί αποτελώντας το εγγύτερο προς τον πολίτη επίπεδο εξουσίας και έχοντας το συγκριτικό πλεονέκτημα της άμεσης και επί τόπου δυνατότητας παρέμβασης εκεί ακριβώς όπου εντοπίζονται τα κοινωνικά προβλήματα, μπορεί, εφ’ όσον κινητοποιήσει κατά τρόπο συγκροτημένο τις δυνάμεις της, να δώσει αποτελεσματικές λύσεις, χωρίς χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες και περιττές σπατάλες πόρων που έτσι και αλλιώς σπανίζουν.
Για να μπορέσει, όμως, η Τοπική Αυτοδιοίκηση να ανταποκριθεί με επιτυχία σε αυτή τη μεγάλη πρόκληση που έχει μπροστά της, είναι κατ’ αρχήν απαραίτητο να υπάρξει άμεσα μια νέα συμφωνία ανάμεσα στους φορείς της και το κεντρικό κράτος, διά της οποίας έμπρακτα να της παρασχεθούν οι θεσμικές δυνατότητες να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση, χωρίς γραφειοκρατικά βαρίδια και αλληλεπικαλύψεις αρμοδιοτήτων, που θα τροχοπεδούσαν και εν τέλει θα ακύρωναν μια τέτοια προσπάθεια. Εξίσου σημαντικό είναι, επίσης, οι ίδιοι οι φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να αναλάβουν την πρωτοβουλία για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού Κοινωνικού Ιστού Ασφαλείας, ο οποίος μέσα από συντονισμένες παρεμβάσεις και στοχευμένες κινήσεις να αποβλέπει στην έγκαιρη και αξιόπιστη αντιμετώπιση των όποιων προβλημάτων αναφύονται κατά τόπους, με γνώμονα την ταχύτητα των απαιτούμενων δράσεων και το σεβασμό της αξιοπρέπειας των αποδεκτών της αναγκαίας στήριξης.
Ένας τέτοιος Κοινωνικός Ιστός Ασφαλείας, μπορεί να δομηθεί μέσα από ένα πλέγμα μέτρων τα οποία να συνδυάζουν κατά τρόπο συνεκτικό σε ένα νέο πλαίσιο, παραδοσιακού χαρακτήρα δράσεις των Δήμων στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, με νέου τύπου παρεμβάσεις οι οποίες να ανταποκρίνονται στις καινούργιες απαιτήσεις κοινωνικής αρωγής που έχει αναδείξει η κρίση. Αυτό το νέο πλαίσιο, είναι δυνατόν – μεταξύ των άλλων – να περιλαμβάνει:
1. Τη διαμόρφωση ενός Δικτύου Κοινωνικών Δομών, όπως η δημιουργία κοιτώνων για άστεγους και άπορες οικογένειες και η δημιουργία Κέντρων Βοήθειας για εξασφάλιση τροφίμων, ρουχισμού, σχολικού εξοπλισμού, κλπ.
2. Την ενίσχυση των υπαρχουσών Δομών Κοινωνικής Στήριξης, όπως οι Βρεφονηπιακοί Σταθμοί, τα Δημοτικά Κοινωνικά Ιατρεία-Φαρμακεία, η Βοήθεια στο Σπίτι, τα Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών, τα Κοινωνικά Παντοπωλεία, τα Κοινωνικά Συσσίτια κλπ, ώστε αυτές να ανταποκριθούν με επιτυχία στις νέες πιεστικές ανάγκες που έχουν προκύψει.
3. Την ανάληψη πρωτοβουλιών για την ενίσχυση της αλληλεγγύης και της αλληλοκατανόησης των τοπικών κοινωνιών, με στόχο την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργεί η μακροχρόνια ανεργία και την ανακούφιση όσων υφίστανται τις επιπτώσεις της.
4. Την ενεργό υποστήριξη των προσπαθειών για την εξεύρεση θέσεων εργασίας με τη σύσταση Γραφείων Σταδιοδρομίας για Νέους, τα οποία να συνδέουν κατά τρόπο υπεύθυνο και αξιόπιστο τις τοπικές επιχειρήσεις με τους νέους που αναζητούν εργασία.
5. Το συντονισμό της δράσης των εθελοντικών φορέων κοινωνικής αρωγής που ενεργοποιούνται στους Δήμους (Εκκλησία, πρωτοβουλίες φορέων και πολιτών), ώστε αυτή να γίνεται κατά τρόπο στοχευμένο και αποτελεσματικό και να λειτουργεί αλληλοσυμπληρωματικά καλύπτοντας όλες τις περιπτώσεις που χρήζουν στήριξης στην περιοχή του κάθε Δήμου.
Αναμφίλεκτα, η δημιουργία ενός τέτοιου Κοινωνικού Ιστού Ασφαλείας είναι ένα μεγάλο στοίχημα για την Τοπική Αυτοδιοίκηση στη χώρα μας σε συνθήκες κρίσης. Που δεν θα λύσει ως διά μαγείας τα πολλά, σύνθετα και σε πολλές περιπτώσεις εφιαλτικά για όσους τα βιώνουν προβλήματα που έχει προκαλέσει η πρωτοφανής για τα μεταπολεμικά χρονικά της πατρίδας μας οικονομική κρίση, αναμφισβήτητα όμως θα συμβάλει καθοριστικά στην άμεση ανακούφιση όσων έχουν πληγεί από αυτήν και θα συντελέσει αποφασιστικά στην αποκατάσταση της συνοχής της κοινωνίας μας, που υφίσταται επικίνδυνους κραδασμούς. Γι’ αυτό, η ανάληψη της πρωτοβουλίας για τη δημιουργία αυτού του Κοινωνικού Ιστού Ασφαλείας από την Τοπική Αυτοδιοίκηση αποτελεί για τους φορείς της ένα μεγάλο πρόκριμα, που όχι μόνο θα αναδείξει τον κοινωνικό της χαρακτήρα, αλλά και θα επαναβεβαιώσει κατά τον πλέον έμπρακτο τρόπο την πεποίθηση πως στη νέα θεσμική αρχιτεκτονική της Ελλάδας της «επόμενης ημέρας» μετά την κρίση, η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει και αξίζει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, επιτελώντας λειτουργίες για τις οποίες το κεντρικό κράτος αποδείχθηκε ανέτοιμο και αναποτελεσματικό. Στο χέρι των αιρετών της Αυτοδιοίκησης που θα προκύψουν από τις προσεχείς εκλογές, είναι να αποδείξουν με τις επιλογές τους ότι η Ελλάδα του Αύριο μπορεί πράγματι να είναι μια νέα Ελλάδα με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις τοπικές κοινωνίες και στους αυτοδιοικητικούς θεσμούς που τις εκφράζουν, και άρα περισσότερο πολυκεντρική και λιγότερο εξαρτημένη από τον αναχρονιστικό κρατικό συγκεντρωτισμό.
Του Δημήτρη Κρίγγου, Δημοτικού Συμβούλου Άργους-Μυκηνών