Αυτοδιοίκηση και Κοινωνία των Πολιτών
Η κοινωνία των πολιτών, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο και συστατικό γνώρισμα μιας σύγχρονης ελεύθερης, ανοιχτής και πολυκεντρικής κοινωνίας. Ουσιαστικοποιεί τα πλουραλιστικά χαρακτηριστικά της και συνιστά αυθεντική έκφραση της δημοκρατικής ταυτότητάς της. Αποτελώντας το κατ’ εξοχήν πεδίο άρθρωσης αιτημάτων και κινητοποίησης των πολιτών για τα προβλήματα που τους απασχολούν και τα ζητήματα που τους ενδιαφέρουν, ενθαρρύνει μια από μέρους τους κοινωνικά υπεύθυνη στάση ενσυνείδητης παρέμβασης στα κοινά. Κατοχυρώνει, έτσι, μέσα από τις δομές και τις λειτουργίες της, την ενεργό συμμετοχή του πολίτη στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, η οποία υπερβαίνει την τυπική παρουσία του στην εκλογική διαδικασία και καθίσταται αποφασιστικής σημασίας. Από την άποψη αυτή, συμβάλλει στη χειραφέτηση του ατόμου από τους κάθε είδους απρόσωπους μηχανισμούς που απειλούν να το συνθλίψουν και διασφαλίζει αξιακά το αναφαίρετο δικαίωμά του στην ανάληψη πρωτοβουλιών και δράσεων στη δημόσια σφαίρα, ανάλογα με τις προτιμήσεις και τις επιλογές του.
Ακριβώς εξ αιτίας αυτών των χαρακτηριστικών της, η κοινωνία των πολιτών αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές θεσμικές ασφαλιστικές δικλείδες, που η ύπαρξή τους εγγυάται τούς αναγκαίους για κάθε σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία αυστηρούς ελέγχους και τις απαραίτητες εξισορροπητικές λειτουργίες (checks and balances), που μόνο αυτές μπορούν να αποτρέψουν φαινόμενα κατάχρησης ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο «ιδιοποίησης» της εξουσίας. Γι’ αυτό, άλλωστε, θεωρείται ότι ο βαθμός αυτονομίας και ανεξαρτησίας, ή αντίθετα δέσμευσης και εξάρτησης, της κοινωνίας των πολιτών σε μια χώρα, είναι ένας από τους σημαντικότερους δείκτες αξιολόγησης του επιπέδου της πολιτικής ανάπτυξης ή υπανάπτυξής της. Και γι’ αυτό γίνεται παραδεκτό ότι όπου οι «ενδιάμεσοι θεσμοί» και οι εκφάνσεις τους (κοινωνικές οργανώσεις, πολιτιστικοί φορείς, ποικίλα σωματεία και σύλλογοι, κλπ), είναι ανεπτυγμένοι και έχουν μακρά παράδοση και βαθιές ρίζες στο κοινωνικό υπόστρωμα ενός τόπου, εκεί είναι δύσκολο για οποιαδήποτε αυταρχική εξουσία να επιβάλει τις θελήσεις της, αφού -ακόμη και όταν επιχειρήσει κάτι τέτοιο- προσκρούει στην αντίστασή τους και συνήθως η απόπειρά της αποτυγχάνει.
Υπό την οπτική αυτή κάθε άλλο παρά συμπτωματική είναι, επίσης, η διαπίστωση ότι οι κάθε είδους και χρώματος ολοκληρωτικές ιδεολογίες, βρίσκουν πάντα πρόσφορο έδαφος επικράτησης μόνο σε χώρες με αδύναμη ή ανύπαρκτη κοινωνία των πολιτών. Και κάθε άλλο παρά άσχετο είναι το γεγονός ότι – και όταν κυριαρχούν – το πρώτο που πασχίζουν να επιβάλουν είναι τον «άνωθεν» έλεγχο επί της κοινωνίας, μέσα από ψευδεπίγραφες «μαζικές οργανώσεις», ασφυκτικά ελεγχόμενες και τυφλά εξαρτημένες από τα καθεστώτα που εγκαθιδρύουν. Αφού γνωρίζουν καλά, πώς μόνο με τη μετάπλαση της κοινωνίας των πολιτών σε μια πολτώδη μάζα μπορούν να πετύχουν την παράταση της παραμονής τους στην εξουσία που έχουν καταλάβει, καθώς ο μεγάλος τους εχθρός είναι ο πολίτης με ελεύθερη κριτική σκέψη. Που μόνο σε συνθήκες ελεύθερης και απρόσκοπτης λειτουργίας της κοινωνίας των πολιτών μπορεί να υπάρξει. Γιατί η κοινωνία των πολιτών, όπου λειτουργεί αυτόνομα και αδέσμευτα, προσδιορίζει μια νέα σχέση του κράτους με τον πολίτη, στο πλαίσιο της οποίας ο πολίτης παύει να είναι ο «αδύνατος κρίκος» (υπήκοος) σε μια αλυσίδα εξουσίας που κατευθύνεται αυταρχικά από το παντοδύναμο κράτος και την νεοκαισαρική έκφρασή του και αντίθετα, μέσα από την ενεργό συμμετοχή του στις διάφορες οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στα όριά της, μπορεί να επιβάλει την παρουσία του και την κριτική του στην άσκηση της εξουσίας, η οποία οφείλει να λογοδοτεί σε αυτόν κατά τρόπο υπεύθυνο και συγκεκριμένο και όχι απευθύνοντας αόριστες εντολές και αυθαίρετα κελεύσματα.
Στη χώρα μας, για λόγους που σχετίζονται με την όχι πάντα ομαλόρρυθμη ιστορικά θεσμική και κοινωνικοπολιτική εξέλιξή της, η κοινωνία των πολιτών έχει διαχρονικά μια αρνητική παράδοση ατροφίας, λειτουργικής καχεξίας και στρεβλής παρουσίας. Κινήθηκε στη σκιά της κρατικής εξουσίας, και διακρίθηκε για τον υψηλό βαθμό «παραρτηματοποίησής» της, είτε από τα πολιτικά κόμματα – που μεταχειρίζονταν τους φορείς της σαν ιμάντες μεταβίβασης της «γραμμής» τους στην κοινωνία -, είτε, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, από ισχυρά εξωθεσμικά κέντρα οικονομικών και άλλων συμφερόντων, που εκμεταλλεύονταν τις λειτουργίες της για να προωθήσουν τις δικές τους (συνήθως θολές) επιδιώξεις. Μοιραίο επακόλουθο αυτής της αρνητικής παράδοσης της «παραρτηματοποίησης» και του ασφυκτικού εναγκαλισμού της κοινωνίας των πολιτών από το κράτος, τα κόμματα και τα διάφορα εξωθεσμικά κέντρα ισχύος, υπήρξε το φαινόμενο του εκφυλισμού της σε ένα ακόμη πεδίο εξάπλωσης των πελατειακών σχέσεων και (σε πολλές περιπτώσεις) ο εκτροχιασμός πολλών από τους φορείς της σε κατευθύνσεις εξυπηρέτησης φανερών ή συγκεκαλυμμένων οικονομικών συμφερόντων.
Η σημερινή κρίση που διέρχεται η πατρίδα μας οφείλεται, εν πολλοίς, ακριβώς και στην εγγενή αδυναμία της κοινωνίας των πολιτών να απεγκλωβιστεί έγκαιρα από την ομηρία των κρατικο-κομματικών σκοπιμοτήτων και την αιχμαλωσία των θηριωδών εξωθεσμικών συμφερόντων, που ασκούσαν επάνω της ασφυκτικό έλεγχο. Η άνιση, μη ισόρροπη και πάντως ετεροβαρής σχέση ανάμεσα στο κρατικο-κομματικό και οικονομικό σύμπλεγμα συμφερόντων από τη μια και την κοινωνία των πολιτών από την άλλη, απονεύρωσε τους «ενδιάμεσους θεσμούς» και τους φορείς τους από κάθε αυτονομία και δυναμισμό, που θα τους επέτρεπε να αντισταθούν στα φαινόμενα παρακμής, και ακύρωσε κάθε δυνατότητά τους να κινητοποιήσουν με πειστικά προτάγματα τους πολίτες σε μια ενεργό προσπάθεια αποτροπής των αρνητικών εξελίξεων. Έτσι, το ξέσπασμα της κρίσης και τα όσα ακολούθησαν, βρήκαν την Ελληνική κοινωνία ανέτοιμη να αντιπαλέψει με τις δυσκολίες και ανοχύρωτη απέναντι στον επερχόμενο «κατακλυσμό». Με μοιραίο επακόλουθο, να επιβληθούν στον τόπο μας «λύσεις» που αποδείχθηκαν στην πράξη χειρότερες από τα προβλήματα που υποτίθεται πως έπρεπε να αντιμετωπισθούν, ερήμην των πολιτών και αντίθετα προς τη δημιουργική προοπτική της Ελληνικής κοινωνίας.
Το «μάθημα» αυτής της από κάθε άποψη διδακτικής συλλογικής εμπειρίας είναι σαφές: η εξάρθρωση και η περιθωριοποίηση της κοινωνίας των πολιτών διευκολύνει την προώθηση σχεδιασμών, των οποίων η υλοποίηση σε καμία περίπτωση δεν θα επιτυγχανόταν εάν οι ενδιάμεσοι θεσμοί και οι διαδικασίες τους λειτουργούσαν απρόσκοπτα και χωρίς εξαρτήσεις, σύμφωνα με τις αρχές μιας πραγματικά δημοκρατικής και ανοιχτής κοινωνίας. Γι’ αυτό, η μεγάλη πρόκληση για τη χώρα μας στην πορεία προς την έξοδο από την κρίση είναι ο επανεκδημοκρατισμός του πολιτικού μας συστήματος, ώστε να απαλλαγεί από τα ελλείμματα, τις ανεπάρκειες και τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, που οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα. Θεμελιώδης προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η αναζωογόνηση της κοινωνίας των πολιτών, ώστε μέσα από την αναγνώριση της σημασίας του ρόλου της και την ενθάρρυνση της ενεργού παρέμβασης του πολίτη στα δημόσια πράγματα, το πολιτικό μας σύστημα να θωρακισθεί από κάθε ενδεχόμενο υποτροπής στο μέλλον των φαινομένων εκείνων, που η επικράτησή τους στο παρελθόν έφερε την τωρινή κρίση.
Στην κατεύθυνση αυτή, η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να αναδείξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που οφείλει να διαδραματίσει στη νέα πραγματικότητα της επόμενης ημέρας. Αξιοποιώντας τη θεσμική της θέση ως το εγγύτερο προς τον πολίτη επίπεδο εξουσίας, έχει χρέος να αναλάβει πρωτοβουλίες που θα ενθαρρύνουν την ενεργό παρέμβαση του στα κοινά, θα διευκολύνουν τη δράση του για την επίλυση τοπικών προβλημάτων ή την αντιμετώπιση ευρύτερου ενδιαφέροντος ζητημάτων και θα ενισχύουν την πολυφωνική έκφραση της τοπικής κοινωνίας, διασφαλίζοντας τη δυνατότητα σε όλες τις απόψεις να διατυπώνονται ελεύθερα και να εκδηλώνονται απρόσκοπτα, χωρίς τεχνητούς φραγμούς ή μικροπολιτικούς αποκλεισμούς. Η δημοκρατία σε τοπικό επίπεδο μέσα και από την έμπρακτη στήριξη της κοινωνίας των πολιτών, αποτελεί το μεγάλο στοίχημα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο πλαίσιο της συνολικότερης εθνικής προσπάθειας η πατρίδα μας να βγει από την κρίση με τους δημοκρατικούς της θεσμούς ενδυναμωμένους, την κοινωνία μας περισσότερο ανοιχτή και πλουραλιστική και τους πολίτες ενεργότερα παρόντες στη λήψη των αποφάσεων που τους αφορούν.
Για να κατορθώσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση να σταθεί πραγματικός αρωγός και στήριγμα της κοινωνίας των πολιτών, οφείλει να επαναπροσδιορίσει κατά τρόπο ριζικό τους όρους των σχέσεων μαζί της. Να αποφύγει, δηλαδή, τον πειρασμό της επιδίωξης του «καπελώματος» των φορέων της και να αποβάλει τις αρνητικές συνήθειες του παρελθόντος να επιχειρεί τον έλεγχό τους μέσα από νομότυπες ή άδηλες αδιαφανείς οικονομικές δοσοληψίες μαζί τους. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, είναι αναγκαία η διαμόρφωση ενός σύγχρονου και από κάθε πλευρά ξεκάθαρου πλαισίου συνεργασίας ανάμεσα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών, το οποίο να ορίζεται από την:
1. Δημιουργία Μητρώου Εγγραφής των Φορέων της Κοινωνίας των Πολιτών σε κάθε Δήμο και καθιέρωση ετήσιας αξιολόγησής τους με βάση εκ των προτέρων γνωστά αντικειμενικά κριτήρια, ώστε να υπάρχει πλήρης εικόνα της παρουσίας τους και σαφής διάκριση ανάμεσα σε εκείνους που είναι πραγματικά ενεργοί ή εκείνους που λειτουργούν σαν σωματεία-σφραγίδες, υπηρετώντας αλλότριες σκοπιμότητες.
2. Σύσταση Γραφείου αρμόδιου για τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών σε κάθε Δήμο, που θα υπάγεται απ’ ευθείας στο Δήμαρχο και θα διασφαλίζει την αρμονική συνεργασία του Δήμου με την κοινωνία των πολιτών.
3. Δημιουργία Συντονιστικού Συμβουλίου φορέων της κοινωνίας των πολιτών σε κάθε Δήμο, που θα λειτουργεί ως μόνιμη δομή διαλόγου, συνεργασίας και συντονισμού των οργανώσεων αυτών, αποβλέποντας στη μεγιστοποίηση των μεταξύ τους συνεργιών.
4. Θέσπιση Κώδικα Στήριξης σε κάθε Δήμο, μετά από σε βάθος διαβούλευση με τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών, ο οποίος θα προβλέπει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνειών τις επιλέξιμες δράσεις και τους όρους οικονομικής ή άλλης ενίσχυσης των φορέων της κοινωνίας των πολιτών από το Δήμο, προνοώντας ως απαράβατο προαπαιτούμενο πληρωμής τον πλήρη και διαφανή έλεγχο δαπανών και τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων του.
5. Τη διαμόρφωση συνθηκών ενθάρρυνσης με θετικές δράσεις από την πλευρά του Δήμου της περαιτέρω ανάπτυξης δραστηριοτήτων των φορέων της κοινωνίας των πολιτών και ενίσχυσης της προσπάθειας για τη διάδοση των αρχών του εθελοντισμού, που αποτελούν και την πεμπτουσία της.
Η συνεργασία σε νέες βάσεις ανάμεσα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και την τοπική κοινωνία των πολιτών και η ανάληψη κοινών προσπαθειών κινητροδότησης της συμμετοχής του πολίτη στα κοινά, μπορούν να αποτελέσουν ένα δυναμικό πεδίο ανακαθορισμού και διεύρυνσης της τοπικής δημόσιας σφαίρας σε κάθε περιοχή της χώρας μας. Εξέλιξη, η οποία σε κάθε περίπτωση θα ενισχύσει τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας, θα τονώσει το ενδιαφέρον του πολίτη για ανάμιξη σε ζητήματα πέρα από το στενό κύκλο των καθημερινών ενασχολήσεών του και θα συμβάλει αποφασιστικά στη χειραφέτηση της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών από τις κάθε είδους εξαρτήσεις και προσδέσεις του παρελθόντος, οι οποίες την κρατούσαν δέσμια των δικών τους επιδιώξεων, στερώντας της τη δυνατότητα να αναπτυχθεί. Η Ελληνική κοινωνία μετά την οδυνηρή εμπειρία της κρίσης χρειάζεται πραγματικά να κάνει ένα νέο ξεκίνημα σε κάθε έκφανση του δημόσιου βίου της. Κυρίως, όμως, είναι ζωτικά απαραίτητο αυτό το νέο ξεκίνημα να γίνει στο πεδίο της πολιτικής, με κύριο στόχο ο πολίτης πια να είναι ο πρωταγωνιστής των αποφάσεων που τον αφορούν. Και σε αυτό, η συνεργασία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την κοινωνία των πολιτών μπορεί να αποτελέσει το μεγάλο του σύμμαχο, και να αναδειχθεί στο δημιουργικό παράγοντα που θα κάνει τη διαφορά εν σχέση προς το παρελθόν, που επεφύλασσε στον πολίτη το ρόλο του παθητικού θεατή και του άκριτου χειροκροτητή αποφάσεων που λαμβάνονταν γι’ αυτόν χωρίς αυτόν.
Του Δημήτρη Κρίγγου
Δημοτικού Σύμβουλου Δήμου Άργους – Μυκηνών