Του Γιάννη Ρεκούμη,
Ναύπλιο, μιά πόλη σκηνικό σαπουνόπερας με πρωταγωνιστή τον τουρισμό και κομπάρσους τους μόνιμους κατοίκους της παλιάς πόλης…. Κάποιοι βέβαια κατάφεραν να πρωταγωνιστίσουν σ’ αυτήν την ταινία και πληρώθηκαν πολύ ακριβά. Τσέπωσαν τον αέρα, και τα παχυλά ενοίκια και πολύ το ευχαριστήθηκαν. Κάποιοι άλλοι όμως, εκεί ψηλά στα τείχη της Ακροναυπλίας, τα έχασαν όλα, ούτε καν κομπάρσοι δεν κατάφεραν να γίνουν.
Τα μικρά παιδιά δεν παίζουν πια στη γειτονιά, έκλεισαν τα μικρομάγαζα της γειτονιάς τους, το μπακάλικο του κυρ Χρήστου, το μαναβικο του κυρ Αντρέα, ο φούρνος του Φώτη, το τσαγκάρικο, το κουρείο, το βιβλιοπωλείο, το ραφείο, το πλεκτήριο, το φωτογραφείο, το χρωματοπωλείο, το υαλοπωλείο, όλα εκείνα τα μαγαζάκια που τους εξυπηρετούσαν και τους έκαναν να ζουν ανθρώπινα, αλλά πάνω απ’ όλα έχασαν τη γειτονιά τους, τους ανθρώπους που καλημέριζαν κάθε πρωί. Οι γείτονές τους έφυγαν και νοίκιασαν ή πούλησαν την περιουσία τους. Μετανάστες στην ίδια τους την πόλη, μετακόμισαν στα όρια του σχεδίου, στην Αρια, στο βάλτο, στο Συνοικισμό.
Τα σπίτια των μεταναστών αναστυλώθηκαν και έγιναν όμορφες πανσιόν, τα μαγαζάκια τους έγιναν καφέ, μπάρ, ορθάδικα, ξενυκτάδικα. Ολα θυσία στον τουρισμό και στο χρήμα που έρρεε άφθονο και στην αρχή όλοι ήσαν ευχαριστημένοι. Τα θεμέλια του καινούργιου συστήματος όμως δεν ήταν γερά, η ευδαιμονία ψεύτικη. Ξαφνικά, ένα χειμωνιάτικο Σαββατοκύριακο δεν ήταν όπως τα άλλα. Οι ορδές των Αθηναίων σταμάτησαν και οι πανσιόν άρχισαν να υπολειτουργούν και να μην ανοίγουν ούτε τα Σαββατοκύριακα του χειμώνα. Οι ευρωπαίοι όντας σε οικονομική κρίση κι αυτοί προτίμησαν τις οργανωμένες εκδρομές με ταξιδιωτικά γραφεία σε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες και σταμάτησαν να γεμίζουν τα δωμάτια το καλοκαίρι. Οι ξενοδόχοι, οι καλύτεροι επαγγελματίες της πόλης, άρχισαν να χρωστούν στο ΤΕΒΕ, να μην πληρώνουν το ενοίκιο, οι δε ιδιοκτήτες των κτιρίων δεν μπορούσαν πια να πληρώνουν το δάνειο του καινούργιου διαμερίσματός τους και άρχισε η κατηφόρα. Τα καφέ, μπαρ στον ίδιο χορό της κρίσης, αναζητούσαν κάποιο εορταστικό τριήμερο για να βγάλουν τα έξοδα, η μουσική στη διαπασόν, ένας αγώνας δρόμου για να κρατήσουν ζωντανούς τους νέους μέχρι το πρωί, μέχρι να βυθιστούν με το πρώτο φώς της ημέρας στη δίνη της ανεργίας που βυθίζει όλο και περισσότερο την πόλη, και οι ελάχιστοι μόνιμοι κάτοικοι…χάνουν τον ύπνο τους και την ηρεμία τους και μεταναστεύουν κι αυτοί στα προάστια.Τις καθημερινές, οι λιγοστοί ρομαντικοί ή ανήμποροι να μεταναστεύσουν, μόλις πέσει η νύκτα κλειδαμπαρώνονται σπίτια τους και το πάρτυ των οργισμένων νέων ξεκινάει. Ο άτυπος διαγωνισμός των γκράφιτι βρίσκει ελεύθερο το πεδίο στις έρημες γειτονιές της πόλης. Κάποιοι άλλοι χωμένοι στο βούρκο των ουσιών, απομονώνονται στις σούδες και στα ερείπια. Το σκηνικό της ταινίας παρακμάζει και καταρρέει.
Γενήθηκα και μεγάλωσα στην οδό Ζυγομαλά και κάθε φορά που περνώ κάτω απ το παλιό μου σπίτι, νοσταλγώ τα παιδικά μου χρόνια. Οχι δεν θέλω να ξαναζήσω στο παλιό μου σπίτι. Δεν έχει να μου προσφέρει τίποτα αυτή η γειτονιά. Μόνο τα ντουβάρια θυμίζουν τα παλιά τα χρόνια.
Αυτήν την πόλη όπως κατάντησε ακόμα και τώρα κάποιοι στο Δήμο εξακολουθούν να θέλουν να αναπτύξουν στον ίδιο δρόμο της τελευταίας εικοσαετίας. Να κάνουν πλάτες στα μαγαζιά που μολύνουν και ηχορυπαίνουν, να δίνουν άδειες σε γαλακτοπωλεία για να πωλούν αλκοόλ και κανένα μα κανένα κίνητρο στους μόνιμους κατοίκους ώστε να συνεχίσουν να ζουν με αξιοπρέπεια. Το Ναύπλιο χωρίς την τοπική κοινωνία των μόνιμων κατοίκων, χωρις τα μικρομάγαζα των γειτονιών είναι μια πόλη που αργοπεθαίνει παρέα με τις πλακοστρώσεις και τις πεζοδρομήσεις.
Σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει κανένας στις απομακρυσμένες γειτονιές της πόλης. Δεν γεννιούνται παιδιά στην παλιά πόλη για να συνεχίσουν να την φροντίζουν όπως έκαναν οι γονείς τους. Το παλιό Ναύπλιο είναι ολόκληρο ένα καφενείο, ένα μπάρ, ένα εστιατόριο κι ένα ξενοδοχείο. Αυτά ψηφίζουν και εκλέγουν Δήμαρχο και η πόλη αργοπεθαίνει.