Site icon Αρχείο anagnostis.org

Το πρώτο χωριό της Ευρώπης βρίσκεται στην Αργολίδα;

Όπως είχαμε αναφέρει και σε προηγούμενη ανάρτηση, οι Έλληνες ίσως ήταν οι πρώτοι θαλασσοπόροι στην ιστορία πριν 700.00 χρόνια. Αυτή η παραδοχή αν και δεν έχει ακόμα αποδειχθεί, βασίζεται σε ευρήματα στην περιοχή Πλακιά του Ρεθύμνου της Κρήτης, τα οποία χρονολογούνται από 130.000 ως και 700.000 χρόνια. Από τη στιγμή που η Κρήτη εδώ και 5.000.000 χρόνια δεν έχει άλλη πρόσβαση παρά μόνο από θαλάσσης, λογικά συμπεραίνεται ότι οι κατασκευαστές αυτών των παλαιολιθικών εργαλείων που ανακαλύφιηκαν, έφθασαν στον τόπο αυτό μέσω θαλάσσης.

Με βάση και τις παραπάνω ενδείξεις, οι επιστήμονες εκτιμούν πλέον ότι η Ελλάδα έπαιξε ρόλο-κλειδί στην ανάδυση του γεωργικού νεολιθικού τρόπου ζωής πριν από περίπου 9.000 χρόνια και στην εξάπλωσή του από τη Μέση Ανατολή προς την ηπειρωτική Ευρώπη, με συνέπεια οι Ευρωπαίοι νομάδες κυνηγοί- συλλέκτες της Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής εποχής σταδιακά να παραχωρήσουν τη θέση τους στους «στατικούς» γεωργούς. Μεγάλο ζητούμενο παραμένει ο εντοπισμός των πρώτων οικισμών στο ευρωπαϊκό έδαφος- κάτι που δεν αποκλείεται να υπήρξε στην αρχαία Αργολίδα και ειδικότερα γύρω από το σπήλαιο Φράγχθι.
 

Όπως διαβάζουμε στο thetoc.gr, Ελληνες και Ελβετοί επιστήμονες διεξάγουν έρευνες στον Αργολικό κόλπο, για το πρώτο χωριό στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα ψάχνουν κοντά στο σπήλαιο Φράγχθι που βρίσκεται στη βόρεια ακτή της Κοιλάδας στον Αργολικό κόλπο. Το Φράγχθι, ένα από τα σημαντικότερα σπήλαια στην Ευρώπη, πιθανώς χρησίμευε ως δευτερεύων, βοηθητικός οικισμός ενός άλλου, ο οποίος βρισκόταν χαμηλότερα στον λόφο και πιο κοντά στην ακτή, καθώς τότε το επίπεδο της θάλασσας ήταν αρκετά πιο χαμηλά και δεν έφτανε ως το σπήλαιο. Αυτόν ακριβώς τον βυθισμένο οικισμό φιλοδοξούν να αποκαλύψουν οι Έλληνες και Ελβετοί ερευνητές.

Το εν λόγω σπήλαιο, σύμφωνα με τον Ελβετό ερευνητή Τζούλιαν Μπεκ, κατοικείτο επί περίπου 35.000 χρόνια, από την Παλαιολιθική έως τη Νεολιθική εποχή. Μία τόσο εντυπωσιακά μακρόχρονη περίοδος χρησιμοποίησης του σπηλαίου αποτελεί εξαίρεση στην Ευρώπη. Συνεπώς, το σπήλαιο αποτελεί ιδανικό στόχο για τη μελέτη βυθισμένων πλέον προϊστορικών περιοχών, καθώς πρέπει να υπήρχαν αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους ανθρώπους του σπηλαίου και τη θάλασσα στη διάρκεια αυτών των πολλών χιλιάδων ετών.
 

Η αποστολή TerraSubmersa, αποτελεί συνεργασία του πανεπιστημίου της Γενεύης, της Ελβετικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα, της ελληνικής Εφορίας Εναλίων Αρχαιοτήτων και του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών. Μάλιστα για την εξερεύνηση, θα χρησιμοποιηθεί ένα διεθνές σύμβολο της σύγχρονης τεχνολογίας, το μεγαλύτερο καταμαράν στον κόσμο που κινείται με αποκλειστικά ηλιακή ενέργεια, το «MS Tûranor PlanetSolar», το οποίο θα μετατραπεί σε επιστημονικό εργαστήριο. 

Μεγάλο ζητούμενο παραμένει ο εντοπισμός των πρώτων οικισμών στο ευρωπαϊκό έδαφος κάτι που δεν αποκλείεται να υπήρξε στην αρχαία Αργολίδα. Οι επιστήμονες ελπίζουν να βρουν ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας. «Μπορεί να βρούμε ενδείξεις του πρώτου-πρώτου ευρωπαϊκού χωριού», δήλωσε ο Τζούλιεν Μπεκ, ερευνητής της Μονάδας Κλασσικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης, ο οποίος θα είναι ο επικεφαλής επιστήμονας της αποστολής.
 

Οι νέες γεωφυσικές μετρήσεις που θα γίνουν από το σκάφος «MS Tûranor PlanetSolar», στοχεύουν στο να αναδημιουργηθεί όσο γίνεται καλύτερα η τοπογραφία των περιοχών που κάποτε βρίσκονταν πάνω από το νερό. Στην έρευνα θα βοηθήσει σημαντικά και το σκάφος «Αλκυών» του ΕΛΚΕΘΕ, που μπορεί να επιχειρεί σε αβαθείς παράκτιες περιοχές. Στην έρευνα θα αξιοποιηθεί τελευταίας τεχνολογίας εξοπλισμός ηχοεντοπισμού, ενώ ομάδα δυτών θα πραγματοποιήσει ανασκαφές στον βυθό με τη βοήθεια των κατάλληλων μηχανημάτων.

Η αποστολή TerraSubmersa θα αρχίσει την 1η Αυγούστου (ημέρα της εθνικής εορτής της Ελβετίας) και τα σκάφη θα περάσουν διαδοχικά από τρία λιμάνια (Ερέτρια, Αθήνα και Ναύπλιο), όπου θα οργανωθούν εκδηλώσεις για το ευρύ κοινό. Το κύριο ερευνητικό έργο της αποστολής θα διαρκέσει από τις 18 Αυγούστου έως τις 12 Σεπτεμβρίου, με χρηματοδοτική υποστήριξη, μεταξύ άλλων, από τα Ιδρύματα Henri Moser και Arditi, καθώς και από την Ακαδημαϊκή Εταιρεία της Γενεύης.
 

 

 

 

Exit mobile version