Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Με βήμα γοργό ο Μάθιος έφτασε στην πλατεία της Βυτίνας. Χαιρέτησε την παρέα με ένα κούνημα του κεφαλιού. Άκουγε τους άλλους να μιλάνε. Το νέο της ημέρας, οι Γερμανοί άρχισαν να κατεβαίνουν στην Πελοπόννησο.
-Κρέμασαν την σβάστικα στην Ακρόπολή.
-Από την Δυτική Ελλάδα θα κατέβει στην Πελοπόννησο η καλύτερη μεραρχία αρμάτων των Γερμανών, έχει μάλιστα και το όνομα Αδόλφος Χίτλερ.
-Πάνε για την Καλαμάτα να αποκόψουν τα στρατεύματα που πάνε για την Μέση Ανατολή.
Ο Μάθιος ένοιωσε το αίμα να κατακλύζει με κόκκινο θυμό το σώμα του από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Έσφιξε τις γροθιές του, σχεδόν μάτωσε τις παλάμες του.
-Μας πούλησαν, άμα είχαμε πάει όλοι στα μέτωπο δεν θα πέρναγαν οι Γερμανοί.
-Μάθιο πάρε να διαβάσεις.
Του είπε Γιάννης φίλος και συμμαθητής του στο Δημοτικό σχολείο. Ο Μάθιος συνέχισε σπουδές στην Βαρβάκειο σχολή της Αθήνας. Όταν κατάρρευσε το μέτωπο πήρε το τρένο της επιστροφής για το χωριό του. Σε αντίθεση με τους άλλους επιβάτες η διαδρομή της επιστροφής του έδωσε έναν αέρα αισιοδοξίας.
-Δεν μπορεί κάπου θα τους σταματήσουμε, ( ο αέρας του χτύπησε δυνατό το πρόσωπο καθώς περνούσε το τρένο μέσα από τα Δερβενάκια). Ένας Κολοκοτρώνης, ένας Λεωνίδας με αποφασισμένους τρακόσους θα τους αντισταθεί. Το τρένο πέρασε μέσα από το ομηρικό Άργος των Αχαιών και τους Μύλους της αντίστασης του στρατηγού Μακρυγιάννη, μετά άρχισε να ανηφορίζει για την Αρκαδία. Ο «μουτζούρης» τώρα στην ανηφόρα ζοριζόταν και έβγαζε πνιχτό καπνό. Τρία μεγάλα σύννεφα έβλεπε ο νεαρός φοιτητής να φεύγουν πίσω από το τρένο. Του φάνηκε ότι είδε σε καπνισμένα σχήματα , τον Λεωνίδα, τον Διγενή Ακρίτα και τον Κολοκοτρώνη. Αμέσως μετά τα σύννεφα σχημάτισαν ένα μεγάλο ΟΧΙ.
-Με θόλωσε ο καπνός, αλλά και της φαντασίας μου να είναι, καλό σημάδι φαίνεται.
Η πραγματικότητα τον διέψευσε, οι Γερμανοί έφτασαν στην πόρτα του.
-Τι είναι αυτό Γιάννη ( Ρώτησε τον συμμαθητή που του έδωσε την φυλλάδα)
-Η «Πατριωτική Ηχώ» , κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι. Είναι πολύ ωραίο το κείμενο ενός Αλέξανδρου Κοτζιά.
Ο Μάθιος πήγε κάτω από την σκιά ενός δέντρου να διαβάσει την φυλλάδα. Ξεκίνησε από την σελίδα που του υπέδειξε ο φίλος του. Κάθε λέξη του κειμένου φώτιζε την «απόφαση» που είχε κληρονομήσει στο ιστορικό του γενετικό υλικό.
-Μπορεί να μας κατακτήσουν αλλά δεν θα μας υποδουλώσουν (Μονολόγησε φωναχτά ο Μάθιος).
-Τι είπες Μάθιο;
-Τίποτα, πολύ καλό το κείμενο που μου έφερες.
«– Oχι μωρέ, δε θα μας κάμουνε ζάφτι. Kανείς εμάς δε μας κάνει καλά. Tο εννόησες, είμαστε απέθαντοι εμείς, δε μας πιάνει ο χάρος. Eχουμε υπογράψει με το Θεό συμφωνητικό. Γίνεται κοτζάμου Θεός να πατήσει το λόγο του;…. – Tώρ θα μας ζητάν να παραδώσουμε και τα όπλα, έλεγε κάποιος. Oποιος το κρύψει θα ντουφεκίζεται. Eίδα το ναύτη να σφίγγει τα δόντια του. – Eγώ δεν το δίνω, μούγγρισε. Nαρθούν να το πάρουνε…..– Eχει κρυμμένο πιστόλι. Θα φύγει αντάρτης σε μια βδομάδα….
– Kύριε Mίλτο, βαστάμε. Γνώρισα κάποιο ναύτη, που έχει κρύψει πιστόλι. Θα βγει στο κλαρί, λέει… – Oχι, δε χανόμαστε έτσι. Eίμαστε απέθαντοι εμείς.»
Κομμάτια από το κείμενο του ξύπνησαν το ομηρικό αίμα της τιμής, τα κόκκινα αρχαία σημάδια χάραξαν το δρόμο για τις δικές του Θερμοπύλες.
Έδωσε την φυλλάδα πίσω στο Γιάννη και χάθηκε γοργά και αθόρυβα.
-Γιέ μου τι ψάχνεις στην μεγάλη κασέλα;
-Το όπλο του πατέρα μου.
-Θεός φυλάξοι… Παναγιά μου βόηθα…. (Είπε η μάνα του, αλλά ανακουφίστηκε όταν τον είδε να παίρνει το μονοπάτι για τα βοσκοτόπια και τα νταμάρια) Για κυνήγι θα πηγαίνει. (Σκέφτηκε και έκανε τον σταυρό της .)
Ο Μάθιος βάδιζε την μοίρα του. Μπήκε στα άδεια ορυχεία που έβγαζαν το φημισμένο μάρμαρο της Βυτίνας. Τούτες τις μέρες δεν είχαν εργάτες μέσα. Κοντοστάθηκε στην είσοδο της σπηλιάς, έπιασε ένα μικρό κομμάτι μάρμαρο και το σήκωσε αστραφτερό αντίκρυ στον ήλιο. Με το μάρμαρο – πυρσό, έστειλε το μήνυμα του στον Ελληνικό ουρανό, μια ασυνείδητη φρυκτωριακή τελετή συνέχειας. Έβαλε μέσα στο ταγάρι του όσους δυναμίτες μπορούσε να χωρέσει, έβαλε μέσα και το λευκό μαρμαράκι.
-Ας με σκοτώσουν, θα πάρω μαζί μου όσους μπορώ.
Τον φιλοξένησαν οι βοσκοί, φίλοι και γνωστοί του πατέρα του. Σηκώθηκε νωρίς το πρωί και έφυγε αθόρυβα χωρίς να τους ενοχλήσει. Πήρε το μονοπάτι για την δημοσιά της Βυτίνας. Από μακριά ακουγόταν ορμητικό ποτάμι, η σιδερένια μεραρχία «Αδόλφος Χίτλερ», κόβοντας δρόμο από την Πύλο ερχόταν να πάρει την Τριπολιτσά. Ο Μάθιος γέμισε το όπλο του, έβγαλε τους δυναμίτες από το ταγάρι. Το χέρι του στο βάθος έπιασε το μικρό μάρμαρο του ορυχείου. Το σήκωσε ξανά στον ήλιο, αυτή την φορά οι αντανακλάσεις έπεσαν στο πρόσωπο του, «φωτίστηκε» και άλλαξε το σχέδιο του. Το τροχοφόρο μεταλλικό ποτάμι του φασισμού, πλησίαζε στο δρόμο. Έβαλε το όπλο και τους δυναμίτες μέσα στο ταγάρι και τους έκρυψε σε ένα θάμνο. Ακούμπησε το μαρμαράκι στην ρίζα ενός δέντρου. Τα πρώτα οχήματα φάνηκαν στην τελευταία στροφή πριν την δημοσιά. Αποφασισμένος πετάγεται στην μέση του δρόμου, υψώνει το χέρι του. Το προπορευόμενο όχημα του διοικητή, σταματά.
-Σταθείτε. Δεν θα μας σκλαβώσετε. Είμαι εδώ μόνος. Αλλά η Ελλάδα ολόκληρη ακολουθεί.
Ο Γερμανός διοικητής ζητά από τον διερμηνέα μετάφραση των λόγων του νεαρού. Ο διερμηνέας για μια στιγμή κομπιάζει, το βλέμμα του γερμανού αξιωματικού δεν σηκώνει αντιρρήσεις. Δεν πρόλαβε να μεταφράσει την τελευταία λέξη του ο διερμηνέας, το αυτόματο όπλο του διοικητή γάζωσε τον νεαρό Μάθιο. Ο νεαρός έπεφτε διάτρητος από τις σφαίρες του εχθρού. Καθώς το Αρκαδικό Φως διαπερνούσε τις ρέουσες πληγές του, ένα παράξενο χαμόγελο διαγράφθηκε στο πρόσωπο του. Αυτή η έκφραση του άοπλου νεκρού νέου εκνεύρισε τον γερμανό αξιωματικό. Αυτός ο σπουδαγμένος αξιωματικός, μπορούσε να απαγγείλει ολόκληρες ραψωδίες της Ιλιάδας χωρίς την βοήθεια κειμένου, αλλά δεν είχε τις εγγενείς προδιαγραφές να νοιώσει την ομηρική αξιοπρέπεια τις μάχης. Και εκείνο το μικρό μαρμαράκι συνωμοτούσε για να αποτελειώσει την λογική ο θυμός του φασίστα. Μια ακτίνα ήλιου πέρασε μέσα από την πυκνή φυλλωσιά, ολόφωτη έπεσε πάνω στο λευκό μάρμαρο και αυτό αντανάκλασε το ελληνικό φώς πάνω στο νεκρό κεφάλι του νεαρού ήρωα.
-Λιώστε του το κεφάλι! ( Αυτός ο ψυχρός αξιωματικός, στεκόταν αγέρωχος στις πιο φονικές μάχες, αλλά έχασε την ψυχραιμία του με ένα φωτισμένο νεκρό χαμόγελο.)
Λιώστε του το κεφάλι! ( Με το χέρι του έδειξε δύο στρατιώτες .)
Οι στρατιώτες κατέβηκαν από το όχημα τους, πήγαν στην άκρη του δρόμου και βρήκαν ένα μεγάλο ογκόλιθο. Τον άφησαν να πέσει με ορμή πάνω στο κρανίο του νεαρού Έλληνα. Οι φαντάροι χοροπήδησαν συντονισμένα για να μην λεκιαστούν οι καλογυαλισμένες μπότες τους. Το πάνω μέρος του κρανίου έγινε κομμάτια και θρύψαλα, αλλά το χαμόγελο εξακολουθούσε να είναι εκεί, ματωμένο και φωτισμένο από την αντανακλώμενη ακτίνα.
-Είπα λιώστε του το κεφάλι, τώρα! Όλο το κεφάλι.
Για δεύτερη φορά, ο ματωμένος ογκόλιθος αυτή την φορά έπεφτε και αποτέλειωνε το πρόσωπο του Μάθιου Πόταγα.
-Σταματήστε… Σταματήστε…. Δεν θα μας σκλαβώσετε… Είμαστε απέθαντοι… Είμαστε απέθαντοι.
-Πέτρο… Πέτρο… ξύπνα σε παρακαλώ. ( Η γιαγιά Μαρία σκουντούσε τρυφερά τον παππού Πέτρο. Είχε αποκοιμηθεί στην μεγάλη του πολυθρόνα του ενώ διάβαζε τα αποκόμματα από τις Κυριακάτικες εφημερίδες.)
-Σταματήστε ….Είμαστε απέθαντοι (Άνοιξε τα μάτια του και δυο μεγάλα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Κοίταξε την γυναίκα του, κοίταξε τις εφημερίδες, πήρε μια βαθιά ανάσα, επέστρεψε στον παρόντα χρόνο.)
-Εφιάλτη έβλεπες;
-Όχι, Ελλάδα περήφανη ονειρευόμουνα. (Έπιασε στα χέρια του τα αποκόμματα των εφημερίδων.) Ο ονειρικός χώρος και χρόνος μου έπαιξε ένα θαυμάσιο όνειρο. Ένα κείμενο του Αλέξανδρου Κοτζιά που γράφτηκε στις 27 Απριλίου 1941 όταν έμπαιναν οι Γερμανοί στην Αθήνα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην Πατριωτική Ηχώ το 1948. Στο όνειρο το διάβασε ο Μάθιος Πόταγας, δυο μέρες πριν σταθεί μπροστά στους Γερμανούς και βροντοφωνάξει : Σταθείτε. Δεν θα μας σκλαβώσετε. Είμαι εδώ μόνος. Αλλά η Ελλάδα ολόκληρη ακολουθεί. Η πρώτη αντιστασιακή πράξη στην Ελλάδα, την οποία ανέδειξε ο Μανώλης Γλέζος, χάνοντας την ιστορική πρωτιά που του είχε αποδοθεί. Η 2 Μαΐου 1941, ημέρα θανάτου του μάρτυρα Πόταγα έπρεπε να διδάσκεται σε όλα τα σχολεία των Ελλήνων σε όλον τον κόσμο.
Από την εξωτερική σκάλα ακούστηκαν τα βήματα, του εγγονού τους, ανέβαινε τραγουδώντας ένα αγαπημένο τραγούδι του συνονόματου παππού: Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει. Ο παππούς πετάχτηκε και αγκάλιασε τον εγγονό του, ξαφνιάζοντας τον
-Τι έγινε παππού;
-Είμαστε απέθαντοι. Δεν θα μας σκλαβώσουν . Κάτσε να σου πω μια ιστορία, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας….. Εκεί που συναντάς την Ρωμιοσύνη…
*Ο Μάθιος Πόταγας, είναι ο πρώτος έλληνας που αντιστάθηκε στους Γερμανούς κατακτητές. Είχε την ατυχία, να μην είναι ούτε νικητής σε τηλε-διαγωνισμό, ούτε ψώνιο της ψευτοκουλτούρας, του ψευτοαθλητισμού. Η μέρα του θανάτου θα έπρεπε να διδάσκεται σε όλα τα σχολεία. Τα τελευταία του λόγια, παραμένουν επίκαιρα όσο ποτέ. Αλλά μάλλον η Ελλάδα δεν ακολουθεί…. Εξ άλλου η Ελλάδα παραμένει, ταξιδεύει στον χρόνο ως τρόπος προσώπων ….χαμογελώντας αντιστάσεις…..
**Πηγές αφορμές: Εφημερίδα Καθημερινή 27/4/14 :Πως μπαίνουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, ( (Ηλίας Μαγκλίνης),ΤΑ ΝΕΑ 26/4/14: Μανώλης Γλέζος. Σήμερα Κάνω περισσότερα, (Μανώλης Παμπλής) Και στο διαδίκτυο πληροφορίες για την θυσία του Μάθιου Πόταγα.