Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
-Παππού ; Εεε παπποουού; (Φώναξε από τον πάνω όροφο ο εγγονός. )
-Ακούω Πετράκη (απάντησε ο συνονόματος παππούς, έπινε τις δυο τελευταίες του γουλιές καφέ και έκοβε τα αποκόμματα των κυριακάτικων εφημερίδων).
-Τι ώρα είναι παππού;
-Εννιά και μισή Πετράκη.
-Ώρα για μπάλα παππού!
-Εγώ είμαι έτοιμος, ζεσταίνω των σκαραβαίο και φύγαμε.
Ο Πέτρος δεν χάλαγε χατίρι στον εγγονό, μαζί του επέστρεφε στην παιδική του ηλικία, την πιο αληθινή πατρίδα. Ο μικρός γράφτηκε στις ακαδημίες του Παναργειακού, και κάθε Κυριακή είχε προπόνηση και αγώνα. Ο παππούς άνοιξε το αγαπημένο του σακίδιο, με το λογότυπο «from the happy sixties» πάνω από την κεντημένη εικόνα του ξέγνοιαστου καβαλάρη. Έβαλε μέσα τα χρειαζούμενα, αποκόμματα εφημερίδων, το βιβλίο που μελετούσε, ένα σημειωματάριο τα μολύβια του και τον μικρό υπολογιστή. Γύρισε την μίζα, οι ιμάντες του σκαραβαίου άρχισαν να χορεύουν στον απαράλλαχτο βαβαυρέζικο ρυθμό τους από την δεκαετία του εξήντα. Κατέβηκε ο μικρός ποδοσφαιριστής και φύγανε για την Ακαδημία Ποδοσφαίρου. Ο χρόνος μετά τα δεύτερα ήντα είναι ότι πολυτιμότερο διαθέτει ο άνθρωπος. Ο παππούς δεν ήθελε να φεύγει ο χρόνος του μέσα από κομπολόγια και ανόητες συζητήσεις . Η γραφή και η ανάγνωση τον είχαν απορροφήσει τα τελευταία χρόνια και τον είχαν κάνει λίγο αντικοινωνικό. Αρχειοθετούσε και κρατούσε σημειώσεις για την ελληνική γλώσσα και ιστορία, κληρονομιά θα τα άφηνε στον συνονόματο Πετράκη. Στο αθλητικό κέντρο διάλεγε την γωνιακή απόμερη μεριά με την πλάτη στον κόσμο και τα μάτια στον αθλούμενο εγγονό. Απολάμβανε ένα ακόμα καφέ, διάβαζε σημείωνε και παρακολουθούσε τον εγγονό να παίζει.
Ο μικρός έφυγε φουριόζος για το γήπεδο, ο παππούς πήγε στην γνωστή γωνιά του. Ακολουθώντας αρχέγονα ένστικτα έφτιαξε τον οριοθετημένο ζωτικό του χώρο. Σε μια καρέκλα αυτός και σε δυο πλαϊνές τα πράγματα του.
Όμως σήμερα τα τείχη της «απομόνωσης» παραβιάστηκαν άμεσα. Μετά από λίγα λεπτά ένιωσε στον ώμο του ένα απαλό πιάσιμο, ένας αντίχειρας και ένας δείκτης του έδωσαν απτικά σινιάλα της πτώσης των τειχών. Γύρισε λίγο ξαφνιασμένος, είδε ότι πρόκειται για περίπτωση «Δούρειου Φίλου». Ήταν ο Θανάσης δώδεκα χρόνια συμμαθητές, «η Τροία της απομόνωσης» έσπασε με την μια. Είχε χρόνια να τον δει και ουσιαστικά χάρηκε για την απρόσμενη συνάντηση.
-Πέτρο, καλημέρα πόσα χρόνια έχουμε να τα πούμε ; Ξέρεις, μόλις είδα τον σκαραβαίο κατάλαβα ότι θα ήσουν μέσα. Ε, δεν το πιστεύω κρατάς ακόμα αυτή την τσάντα ; Από τι βλέπω δεν άλλαξες και συνήθειες, εξαρτημένος αναγνώστης, ακόμα κουβαλάς εφημερίδες και βιβλία μαζί σου. Δεν βαρέθηκες; Δεν φαντάζομαι να πιστεύεις ακόμα στην επανάσταση;(Μετακινήθηκε και κάθισε απέναντι του, στην μοναδική καρέκλα που δεν είχε βάλει «σύνορα» ο παππούς. ). Ε, τώρα τα είδα όλα, φοράς ακόμα την μπλούζα με τον Τσε Γκεβάρα;
-Θανάση, καλημέρα, ούτε εσύ άλλαξες, πολυβόλο παραμένει το στόμα σου. Πως από δω ;
-Παίζει και ο εγγονός μου στην Ακαδημία, δεν μπορούσε να έρθει σήμερα ο γιος μου και τον έφερα εγώ. Τυχερό ήταν λοιπόν να τα πούμε. Αλλά, σήμερα ο μικρός δεν νομίζω να τα πάει καλά . Ξενυχτήσαμε το βράδυ …
-Ένα σκέτο ακόμα, ( είπε ο Πέτρος στο γκαρσόνι που ήρθε για την παραγγελία) δεν νομίζω να άλλαξες γεύση στον καφέ;
-Όχι και τον χρειάζομαι, γιατί ξενυχτήσαμε, είδαμε τον διαγωνισμό τραγουδιού της Γιουροβίζιον. (Ο Πέτρος τον κοίταξε με ένα βλέμμα απορίας, ο Θανάσης γύρισε λίγο την καρέκλα του για να βλέπει καλύτερα τα παιδιά). Ναι, μέχρι το τέλος! Ψηφίσαμε και εμείς. Ξέρεις τι ψηφίσαμε; ( ο Πέτρος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του). Την κοπέλα με τα μούσια. Αλλάζει ο κόσμος φίλε μου. Εντάξει δεν λέω ήταν κάπως προκλητική η εμφάνιση της ανδρόγυνης εικόνας αλλά έτσι αναγνωρίζουμε την διαφορετικότητα. Έτσι πολεμιέται ο φασισμός!!!
Ο Πέτρος έριξε μια ματιά στην μπλούζα του, του φάνηκε ότι τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια ο πάνινος Τσε Γκεβάρα.
-Καημένε Τσε, δεν ήταν ανάγκη να πας στην Κούβα και στην Βολιβία, με ένα φόρεμα και χωρίς να φοράς βρακί, στην Γιουροβίζιον έπρεπε να πας. (Σκέφθηκε και ένα ειρωνικό χαμόγελο γράφτηκε στα χείλη του).
-Μην το ειρωνεύεσαι καθόλου Πέτρο, με τέτοιες συμβολικές ενέργειες πολεμιόνται οι ακραίες καταστάσεις. Δεν είδες που έχει πάει η ακροδεξιά;
-Όχι είδα που έχει πάει η ανεργία, η φτώχεια, η εξάρτηση, η λειψή παιδεία, και προπαντός η καρεκλοκένταυρη εξουσιοφρενική ψευτοαριστερά, αυτά οδήγησαν τον κόσμο στην αγκαλιά της ακροδεξιάς. Όσες κουνιστές μουσάτες και να πάρουν βραβείο, αν δεν ανατραπούν οι συνθήκες, στο αυγό του φιδιού θα ψάχνει την σωτηρία του ο κάθε απελπισμένος και αναπόφευκτα προσκυνημένος.
Παρά τα χρόνια τους, οι δυο παλιοί συμμαθητές κόρωσαν, έτοιμοι για ένα ακόμη λεκτικό πόλεμο όπως στα χρόνια της εφηβείας τους. Σαν διαμεσολαβητής του ΟΗΕ εμφανίστηκε ο σερβιτόρος με τον σκέτο καφέ του Θανάση. Ο Πέτρος έκλεισε τον μικρό του υπολογιστή για να κάνει χώρο στο τραπέζι.
-Στην υγεία σου ( είπε ο Θανάσης) . Πάντως ρε θηρίο σε παραδέχομαι. Εγώ δεν τα κατάφερα με τα ηλεκτρονικά, Στο ιντερνέτ μπαίνω με την βοήθεια του εγγονού και δεν καταλαβαίνω και πολλά πράγματα. Μήπως έψαχνες κάτι και σε διέκοψα;
-Όχι, το τέλειωσα από εχθές και θέλω να το δείξω στον εγγονό μου, όταν θα πίνει το αναψυκτικό του. Ξέρεις ποια επέτειος είναι σήμερα, 10 Μαΐου;
-Γιορτή της μάνας είναι!
-10 Μαΐου του 1956 οι Άγγλοι αποικιοκράτες, οι Βρετανοί φασίστες, απαγχόνισαν τους πρώτους καταδικασμένους αγωνιστές της ΕΟΚΑ , Μιχαήλ Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου. Δυο νέοι με ρωμέικο ήθος, αυθεντικό αίσθημα πατριωτισμού πήγαν αγέρωχοι στην αγχόνη των κατακτητών τους. Δυο φτωχά παιδιά συνέχισαν την παράδοση τους , άλλοι δυο προλετάριοι της Ρωμιοσύνης, με το παράδειγμα και την θυσία δείχνουν τον δρόμο.
-Καραολή Δημητρίου, τώρα μάλιστα εξηγείται και η οδός κάτω από την πλατεία του Αγίου Πέτρου. Καραολή Δημητρίου, τον ξέρω τον δρόμο αλλά δεν ήξερα γιατί τον έλεγαν έτσι. Τελικά και αυτός ο δρόμος έχει την δική του ιστορία.
-Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε Θανάση.
-Γκοοόλ (Πετάγεται απάνω ο Θανάσης.)
Ο εγγονός του έδωσε μια φοβερή πάσα στον μικρό Πέτρο και αυτός έβγαλε ένα υπέροχο γκολ, Τα παιδιά έπαιζαν στην ίδια ομάδα. Οι δυο παππούδες άλλαξαν κουβέντα, έκαναν αναδρομή στον χρόνο, θυμήθηκαν ζωντανούς και πεθαμένους φίλους και γνωστούς. Το παιγνίδι τέλειωσε. Οι δυο μικροί ποδοσφαιριστές πήραν τα αναψυκτικά τους και πήγαν κοντά στους παππούδες τους. Ενώ τα εγγόνια των συμμαθητών παππούδων χαλάρωναν πίνοντας τις πορτοκαλάδες τους, ο Πέτρος βρήκε την ευκαιρία να τους παρουσιάσει το οπτικοακουστικό υλικό που συγκέντρωσε από το διαδίκτυο για τους δυο Ελληνοκύπριους νεομάρτυρες της λευτεριάς. Ο πολυλογάς Θανάσης, δεν έβγαλε κουβέντα, κυριολεκτικά απορροφήθηκε από αυτά που έβλεπε και άκουγε.
-Λοιπόν παιδιά, αυτή είναι η ιστορία των δυο ηρώων, πιάστηκαν για διαφορετικές υποθέσεις αλλά πήγαν μαζί στο ικρίωμα των αποικιοκρατών. Και σε ένα γράμμα του ο Μιχαλάκης Καραολής έγραφε στους φίλους του : Τα ελληνόπουλα δεν ξέρουν μόνο πως πρέπει να ζουν. Ξέρουν και πώς να πεθαίνουν. Και πως την πατρίδα να τιμούν.
Ξέρεις Θανάση τι είχε πει σε μια ομιλία του ο Τσε: Patria O Muerte! Venceremos! Πατρίδα ή θάνατος! Θα νικήσουμε! Έχουμε πολλούς δικούς μας Γκεβάρα αλλά δεν το ξέρουμε. Με παράδειγμα και αυτοθυσιαστική αντίσταση αλλάζει ο κόσμος Θανάση, όχι με τα κουνιστά μούσια.
-Παππού θέλω να πάρω και μια γλαστρούλα για την μαμά μου. Είναι η γιορτή της μάνας. (Είπε ο εγγονός του Θανάση.)
-Θέλω και εγώ παππού. (Είπε ο μικρός Πέτρος.)
-Κάτσε να καλέσω ένα ταξί, και να μου θυμηθείς να κατέβουμε στο ανθοπωλείο κοντά στην πλατεία.
-Σιγά μην καλέστε ταξί, θα σας πάμε εμείς με τον σκαραβαίο.
-Α, ναι παππού, να πάμε μαζί τους, δεν έχω ξαναμπεί σε αμάξι χελώνα!.
Παππούδες και εγγόνια έκαναν μια στάση στο ανθοπωλείο πριν την Πλατεία του Αγίου Πέτρου.
-Θέλω και μια μεγάλη ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα (είπε ο παππούς Πέτρος).
Όταν μπήκαν στο αμάξι ο παππούς Πέτρος έκανε ένα κύκλο αντίθετο από την κατεύθυνση που έπρεπε για να πάνε σπίτι τους.
-Πέτρο που πας ;
-Κάτσε και θα δεις , κράτα καλά την ανθοδέσμη. ( Ο παππούς Πέτρος με το ένα χέρι οδηγούσε και με το άλλο κάτι έψαχνε, το βρήκε, μια κασέτα.)
Έφτασαν στην οδό Καραολή Δημητρίου, έδειξε με νόημα στο Θανάση την ταμπέλα της οδού. Εκείνος κατάλαβε, πήρε τα παιδιά και κάθισαν στην άκρη του πεζοδρομίου σε στάση προσοχής. Ο Πέτρος έβαλε την κασέτα. Με οιμωγές ο Μίκης Θεοδωράκης τραγουδούσε ο ίδιος την «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου. Ο Πέτρος βγήκε από το αμάξι, ο Θανάσης του παράδωσε με σεβασμό τα κόκκινα τριαντάφυλλα και αυτός τα άφησε με μια αργή κίνηση στον τοίχο . Από τα μάτια του Θανάση κύλησαν δυο δάκρυα. Γύρισε στον παλιό του συμμαθητή.
-Πατρίδα ή θάνατος, Θα νικήσουμε…..Προλετάριοι της Ρωμιοσύνης
Από το απέναντι πεζοδρόμιο δυο νεαροί σταμάτησαν και κοιτούσαν την παράξενη σκηνή.
-Ρε δικέ μου, κοίτα φάση με τα πουρά και τα εγγόνια τους (σήκωσε το κινητό και τράβαγε σε βίντεο την σκηνή, στα αυτιά του άκουγε το τραγούδι της μουσάτης νικήτριας του ευρωπαϊκού διαγωνισμού ).
-Βγάλε ρε τα ακουστικά, ροκιές ακούνε τα πουρά!!!
Χωρίς να το καταλάβουν, ασυναίσθητα και οι δυο νεαροί πήραν στάση προσοχής μέχρι να τελειώσει το τραγούδι….