Μια από τις πλέον οικείες λέξεις, που χρησιμοποιείται καθημερινά για να χαρακτηρίσει τους περισσότερους από εμάς, είναι η λέξη «Έλληνας». Αφού η λέξη αυτή είναι η «ταυτότητά» μας, θα περίμενε κανείς να έχει εξερευνηθεί πλήρως και να είναι εύκολο σε κάθε Έλληνα να χορτάσει την περιέργειά του για την περιγραφή του εαυτού του, ανακαλύπτοντας με ευκολία τα κρυμμένα μυστικά αυτής της λέξης.
Κι όμως, δεν είναι έτσι. Η λέξη «Έλληνας», όπως και η λέξη «Ελλάδα», είναι γεμάτες μυστήριο, γεμάτες άγνωστη ιστορία, γεμάτες ιστορικές αναταραχές. Η λέξη «Έλληνας» έχει χαρακτηρίσει τόσο μεταβαλλόμενες, διαφορετικές και ανομοιογενείς ομάδες ανθρώπων στη διάρκεια της Ιστορίας, που είναι πολύ δύσκολο σήμερα να αποφασίσουμε σε ποια ακριβώς ομάδα ανθρώπων αναφέρεται.
Ποιοι είναι οι Έλληνες λοιπόν; Και γιατί ονομάζονται έτσι;
1.) Ετυμολογία:
Πολλές είναι οι απόψεις που έχουν προταθεί κατά καιρούς για την προέλευση του εθνικού ονόματός μας. Διάφοροι μελετητές συσχετίζουν τους «Έλληνες» με τους «Σελλούς», λέγοντας ότι και οι δυο λέξεις παράγονται από τη ρίζα Σελ* (μερικές φορές το αρχικό Σ μιας λέξης τρέπεται στην αρχαία ελληνική σε δασεία, και πράγματι «Έλλην», «Ελλάς», είναι λέξεις δασυνόμενες). Οι Σελλοί ή Ελλοί ήταν οι κάτοικοι της αρχαίας Δωδώνης του Ολύμπου, θεωρούνταν εκφραστές της θείας βούλησης και ήταν υποχρεωμένοι να ζουν ασκητικά. Βέβαια, ο λεξικογράφος του 5ου μ.Χ. αιώνα Ησύχιος δεν έχει και την πιο κολακευτική γνώμη για τους Σελλούς. Τους χαρακτηρίζει «ρυπαρούς», επειδή δεν έπλεναν τα πόδια τους και σχεδόν «βάρβαρους», αφού κοιμόντουσαν στο έδαφος.
Άλλοι, πάλι, βρίσκουν μέσα στη λέξη «Ελλάς» και τη ρίζα Σελ* και τη λέξη «λάας». Η ρίζα Σελ* λένε ότι υποδηλώνει το φως, το λαμπερό, και από εδώ παράγονται οι λέξεις Σελήνη, Σέλας. Όσο για τη λέξη «λάας», αυτή σημαίνει στα ομηρικά Ελληνικά λίθος, πέτρα. Μπορούμε λοιπόν να σκεφτούμε ότι αν η λέξη «Ελλάς» προέρχεται από το συσχετισμό της ρίζας Σελ* και της λέξης «λάας», τότε σημαίνει λαμπερή πέτρα… και οι «Έλληνες» είναι οι κάτοικοι της λαμπερής πέτρας. Βέβαια, σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος–Λαρούς-Μπριτάνικα, η ρίζα Σελ* σχετίζεται με αντίστοιχη ιλλυρική ρίζα με τη σημασία τού ιερουργός. Επομένως «Έλληνες» μπορεί να είναι οι κάτοικοι της ιερής πέτρας.
Ο Γερμανός κλασικός φιλόλογος Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς σχετίζει τη λέξη «Έλλην» με τις λέξεις «ψελίζω» (= με δυσκολία αρθρώνω τις λέξεις), «σελλίζω», «έλλοψ» (= άφθογγος, επίθετο που συχνά χαρακτηρίζει τα ψάρια στα Αρχαία Ελληνικά). Οπότε θεωρεί ότι «Έλληνες» είναι αυτοί που μιλάνε μια γλώσσα που είναι δύσκολο να την καταλάβεις. Βέβαια, ο Γερμανός φιλόλογος μάλλον δεν σκέφτηκε ότι είναι κάπως παράλογο οι ίδιοι οι Έλληνες να χαρακτηρίζουν τη γλώσσα που μιλούν «δύσκολη να την καταλάβεις»! Αλλά, όπως και να το κάνουμε, στον δυτικό κόσμο υπάρχει η έκφραση «these are Greek to me»…
Άλλοι σχετίζουν τους Έλληνες με τη λέξη «έλλα» που σημαίνει «καθέδρα», οπότε Έλληνες είναι οι «αυτόχθονες» και άλλοι υποστηρίζουν ότι «Έλληνες» είναι αυτοί που κατέβηκαν από τον Βορρά.
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι στον πελασγικό κόσμο, που προηγείται ιστορικά όλων αυτών των αναλύσεων, η ρίζα Ελλ- εκφράζει την έννοια του υψηλού. Οπότε όλες οι προηγούμενες αναλύσεις ίσως να μην είναι και τόσο ακριβείς…
2.) Μύθοι:
Για άλλους ανθρώπους η βαθύτερη γνώση του κόσμου δεν βρίσκεται στις ετυμολογίες των λέξεων, αλλά πολύ περισσότερο στους μύθους. Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, τη μυθολογική ιστορία του Έλληνα:
Κάποτε οι άνθρωποι το παράκαναν με την αλαζονεία και την υβριστική στάση τους απέναντι στο Θείο. Έτσι, ο καλός πατέρας Δίας αποφάσισε να μας τιμωρήσει λιγάκι μήπως και βάλουμε μυαλό. Όπως φαίνεται, συνεννοήθηκε με τον Γιαχβέ, τον Σίβα και τους απανταχού θεούς τέλος πάντων, και κατέληξαν στη δημιουργία ενός μεγάλου κατακλυσμού που πράγματι πρέπει κάποτε να χτύπησε την ανθρωπότητα. (Φαντάζομαι όλους αυτούς τους θεούς να παρακολουθούν μαζί τον πνιγμό εκατομμυρίων από τα ανώτερα δημιουργήματά τους – θα ήταν σίγουρα ένα θέαμα μοναδικό, κάτι σαν τον τελικό κάποιου αγωνίσματος…)
Οι μόνοι που σώθηκαν στον Ελλαδικό χώρο ήταν ένα ζευγάρι, προορισμένο να συνεχίσει τη διαιώνιση του είδους μας, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα. Ανάλογοι διαιωνιστές του ανθρώπου ορίστηκαν και από τους άλλους κυρίαρχους-θεούς στις δικές τους σφαίρες επιρροής…
Η Πύρρα ήταν κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, ενώ ο Δευκαλίωνας ήταν γιος του Τιτάνα Προμηθέα και αδελφός του Άτλαντα, του Επιμηθέα και του Μενοίτιου. Το υπερτυχερό ζεύγος σώθηκε από τον κατακλυσμό γιατί κλείστηκαν σε ένα κιβώτιο στην κορυφή του όρους Παρνασσού. Αφού τελείωσε το σόου της κατακλυσμιαίας καταστροφής, οι θεοί συμβούλεψαν ο καθένας το δικό του ζεύγος τι να κάνει στη συνέχεια. Στη δική μας περίπτωση, ο Δίας συμβούλεψε τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα να ρίχνουν πέτρες πίσω τους καθώς περπατούσαν στα μουλιασμένα και λασπωμένα χώματα. Κάθε πέτρα που έριχνε ο Δευκαλίωνας γινόταν άνδρας και κάθε πέτρα που έριχνε η Πύρρα γινόταν γυναίκα. Η τύχη των δυο τους συνεχίστηκε, μιας και ο Δευκαλίωνας μετά απ’ αυτό έγινε βασιλιάς της Φθίας στη Θεσσαλία και απέκτησε με την Πύρρα τρία παιδιά, τον Αμφικτύονα, την Πρωτογένεια και τον Έλληνα.
Όπως συνήθως συμβαίνει, τα παιδιά πήραν το καθένα τον δρόμο του… Ο Έλληνας όμως αποδείχτηκε πιο καρπερός από τα αδέλφια του, μιας και έγινε ο γενάρχης όλων των Ελλήνων. Νυμφεύθηκε τη νύμφη Ορσηίδα και απέκτησε τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξούθο. Ο Αίολος επρόκειτο να γίνει ο γενάρχης των Αιολέων και ο Δώρος των Δωριέων. Ο Ξούθος με τη γυναίκα του, την Κρέουσα, απέκτησαν τον Ίωνα και τον Αχαιό, τους γενάρχες των Ιώνων και των Αχαιών αντίστοιχα. Όπως, λοιπόν, προκύπτει από τη Μυθολογία, όλα τα αρχαία ελληνικά φύλα είχαν κοινή καταγωγή, τον Έλληνα και μια Νύμφη. Τα παιδιά του Έλληνα, οι Έλληνες, διατήρησαν μια κοινή γλώσσα και θρησκεία, οι οποίες, όπως μας επιτρέπει η Μυθολογία να υποθέσουμε, κρύβουν μέσα τους τα ίχνη του μαγικού κόσμου των Νυμφών.
3.) Iστορικές-γραμματολογικές αναφορές:
Στην αναζήτησή μας για τον όρο «Έλλην» δεν θα πρέπει να παραλείψουμε και τις ιστορικές-γραμματολογικές αναφορές. Μια έρευνα που στηρίζεται στα «μνημεία λόγου», θεωρείται πάντα επιστημονικότερη, πληρέστερη και πειστικότερη…
Ο Όμηρος ονόμαζε «Έλληνες» τους κατοίκους μιας μικρής περιοχής στη θεσσαλική Φθία, τους γνωστούς Μυρμιδόνες, τους συντρόφους-πολεμιστές του Αχιλλέα – ενώ «Ελλάς» ήταν για τον Όμηρο το τμήμα της Θεσσαλίας που ορίζεται από τους κόλπους του Παγασιτικού και του Μαλιακού, το οποίο ήταν υπό την επικράτεια του Αχιλλέα (Β683, Ι395, Π595, λ496).
Ο Θουκυδίδης υποστηρίζει ότι πριν από τον Έλληνα του Δευκαλίωνα δεν υπήρχε καθόλου η επίκληση «Έλληνες». Μόνο αφότου ο Έλλην και οι γιοι του κυριάρχησαν στη Φθία και τους καλούσαν για βοήθεια κάτοικοι γειτονικών περιοχών, άρχισε να επεκτείνεται σταδιακά η ονομασία «Έλληνες». Για να στηρίξει τον ισχυρισμό του προβάλλει ως επιχείρημα το γεγονός ότι ο Όμηρος αποκαλεί Έλληνες μόνο «τους μετ’ Αχιλλέως εκ της Φθιώτιδος». Άλλοι ερμηνεύουν την εξάπλωση του ονόματος αυτού ως απόρροια του αποικιακού κύματος, όταν πλέον είχε αποκρυσταλλωθεί η έννοια της εθνικής ενότητας και έπρεπε να τονιστεί η αντίθεση με τον βαρβαρικό κόσμο. Χρησιμοποιήθηκε, λοιπόν, η λέξη «Έλληνας» ως εθνική ονομασία όλων όσοι μιλούσαν τις διαλέκτους της Ελληνικής και λάτρευαν το Δωδεκάθεο. Λέγεται, ακόμα, ότι στην αρχή «Έλληνες» σήμαινε τους ανθρώπους ή λαούς που ήταν συνενωμένοι και οργανωμένοι γύρω από ένα ιερό, αποτελούσαν αμφικτιονία και ήταν πολιτισμένοι.
Στο Πάριο Χρονικό ή Πάριο Μάρμαρο (επιγραφή γραμμένη στην αττική διάλεκτο, όπου αναφέρονται σε 93 σωζόμενους στίχους γεγονότα της ελληνικής πολιτιστικής ιστορίας) διαβάζουμε: «…Αφού Έλλην ο Δευκαλίωνος Φθοιώτιδος εβασίλευσε και Έλληνες ωνομάσθησαν, το πρότερον Γραικοί καθούμενοι» (αφού ο Έλληνας ο γιος του Δευκαλίωνα βασίλευσε στη Φθιώτιδα, ονόμασε Έλληνες εκείνους που πρωτύτερα είχαν το όνομα Γραικοί). Αυτό το κείμενο επιβεβαιώνει ότι το όνομα «Έλληνες» είναι μεταγενέστερο μιας παλαιότερης ονομασίας μας, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι η ονομασία «Γραικοί».
Ο Αριστοτέλης στο έργο του Μετεωρολογικά σημειώνει ότι «στην περιοχή της Δωδώνης στην Ήπειρο, κατοικούσαν οι Σελλοί που αποκαλούνταν τότε Γραικοί και τώρα Έλληνες».
Παρ’ όλα αυτά, η λέξη «Πανέλληνες» απαντάται στον Όμηρο (Β530) για να δηλώσει το σύνολο των Ελλήνων, αλλά και στον Ησίοδο (Έργα, 528) και στον Αρχίλοχο (απ. 52).
Ο Απολλόδωρος (Αθηναίος γραμματικός και ιστορικός του 2ου π.Χ. αι.) επιβεβαιώνει τον μύθο του Δευκαλίωνα και προσθέτει ότι οι Έλληνες εξεδίωξαν τους Πελασγούς και αναδείχθηκαν σε μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Πριν το 580 π.Χ. μάλιστα, είχε επικρατήσει και ο όρος «Ελλανοδίκαι» που δήλωνε τους κριτές των Ολυμπιακών αγώνων, στους οποίους έπαιρναν μέρος όλα τα αρχαία φύλα που κατοικούσαν στον Ελλαδικό χώρο.
Η λέξη «Έλλην» όμως δεν χρησιμοποιήθηκε αδιάσπαστα στην Ιστορία προκειμένου να χαρακτηρίζει τους κατοίκους του νοτιότερου τμήματος της Βαλκανικής Χερσονήσου. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας π.χ., η λέξη «Έλλην» σήμαινε τον ειδωλολάτρη, τον εθνικό και γι’ αυτό απέφευγαν οι Βυζαντινοί να αποκαλούν τον εαυτό τους «Έλληνα» και προτιμούσαν τον όρο «Ρωμαίος». Παρ’ όλα αυτά είχαν πάντοτε συνείδηση του ελληνικού παρελθόντος τους. Κάποιες πληροφορίες επί του θέματος περιέχει το βιβλίο τού Steven Runciman, Η Τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση, εκδόσεις Δόμος, το οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό και κατατοπιστικό.
Αντίθετα με ό,τι υποστηρίζουν κάποιοι σήμερα, οι Βυζαντινοί μιλούσαν αδιάσπαστα την ελληνική γλώσσα –η οποία ελάχιστα διαφοροποιείται από τη σημερινή καθομιλουμένη της Νέας Ελληνικής– και έτρεφαν μεγάλο θαυμασμό για τον Όμηρο, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, τους οποίους κάθε εγγράμματος της εποχής όφειλε να γνωρίζει και να μελετά. Η πεζογραφία, η ποίηση και τα ιστορικά κείμενα γράφονταν στα Ελληνικά και μιμούνταν συχνά την αρχαία αττική διάλεκτο.
Την αγάπη αυτή για τον αρχαίο κόσμο την είχαν ενθαρρύνει ιδιαίτερα οι εικονομάχοι Αυτοκράτορες, ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος και οι καλλιεργημένοι Βασιλείς του ενδέκατου αιώνα. Αλλά και μετά το 1204 –χρονολογία της Άλωσης της Πόλης από τους Σταυροφόρους– η σπουδή των ελληνικών γραμμάτων απέκτησε ακόμη περισσότερο βάθος. Και αυτό γιατί οι Βυζαντινοί είχαν την ανάγκη να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στον Δυτικό κόσμο, παρά τις ταπεινώσεις που είχαν δεχθεί. Μέσα, λοιπόν, στη γενικότερη κατάπτωση του Βυζαντίου, υπήρχε κάτι δυνατό και φωτεινό που γινόταν προσπάθεια την εποχή εκείνη να διατηρηθεί, και αυτό ήταν η ελληνική παράδοση.
Οι Δυτικοί μπορεί να ήταν οι κυρίαρχοι-κατακτητές του Βυζαντίου, αλλά έμειναν έκθαμβοι από τον πνευματικό πλούτο των Ελλήνων. Γι’ αυτό, λοιπόν, περιφρόνησαν τους κατακτημένους «Γραικούς», τονίζοντας αυτό το όνομα περισσότερο απ’ το «Έλληνες». Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσαν να αρνηθούν την παιδεία των Βυζαντινών, ούτε να παραβλέψουν το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας διάβαζαν στο πρωτότυπο τα σπουδαία πνεύματα της αρχαιότητας και ότι ήταν οι συνεχιστές τους. Βλέποντάς τα όλα αυτά, οι Βυζαντινοί άρχισαν να νιώθουν υπερήφανοι για την αρχαία κληρονομιά τους και σταμάτησαν να αποφεύγουν τον όρο «Έλληνας» για να δηλώσουν την εθνική τους ταυτότητα. Έτσι αυτή η λέξη άρχισε σταδιακά να χάνει την υποτιμητική έννοια του ειδωλολάτρη που είχε τα προηγούμενα χρόνια.
Εντούτοις, οι Βυζαντινοί συγγραφείς δεν χρησιμοποίησαν τον όρο «Έλλην» για να περιγράψουν τον εαυτό τους πριν τα μέσα του δέκατου τέταρτου αιώνα.
Η επαναστατική αναβίωση του ορού «Έλληνας» πυροδότησε την τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση (οι δύο τελευταίοι αιώνες πριν την κατάρρευση του 1453). Όταν μιλάμε για Αναγέννηση της εποχής εκείνης εννοούμε στον πνευματικό τομέα, γιατί στους υπόλοιπους τομείς (οικονομία, εδαφική κυριότητα, διοίκηση, πληθυσμιακή αύξηση) μόνο η λέξη «παρακμή» μπορεί να περιγράψει την κατάσταση που επικρατούσε. Καθώς λοιπόν η πολιτική δύναμη κατέρρεε και οι Βυζαντινοί περίμεναν το τέλος σαν απολύτρωση από τα βάσανά τους, κρατούσαν ως άγκυρα σωτηρίας το προνόμιό τους να υποστηρίζουν και να αποδεικνύουν την ελληνικότητά τους. Ήταν οι κληρονόμοι των ποιητών και φιλοσόφων, των ιστορικών και επιστημόνων της αρχαίας Ελλάδας και ήταν υπερήφανοι γι’ αυτό.
Ωστόσο, πολλές αντιρρήσεις έχουν προταθεί σχετικά με την πιο πάνω διαπίστωση: Πολλοί εθνολόγοι αμφισβητούν τη φυλετική βάση αυτού του ισχυρισμού, λέγοντας ότι είχαν γίνει τόσες φυλετικές προσμείξεις, ώστε οι Βυζαντινοί της εποχής εκείνης –όπως και εμείς οι Νεοέλληνες– δεν είχαν την παραμικρή φυλετική ή γονιδιακή συγγένεια με τους αρχαίους Έλληνες. Πολλοί θεολόγοι επίσης επισημαίνουν τα «νέα στοιχεία» που έφερε ο Χριστιανισμός στον βυζαντινό πολιτισμό και γι’ αυτό αρνούνται και την πολιτιστική συνέχεια: Οι δωδεκαθεϊστές αρχαίοι Έλληνες που λάτρευαν την επίγεια ζωή και τις απολαύσεις της, τι σχέση θα μπορούσαν να είχαν με τους Χριστιανούς Βυζαντινούς, που ζούσαν ταπεινά με την ελπίδα της απόλαυσης των τα μεταθανάτιων αγαθών; Τέλος, κάποιοι ιστορικοί διερωτώνται πώς θα αισθανόταν ένας Αθηναίος άρχοντας του πέμπτου αιώνα π.Χ. στην Κωνσταντινούπολη του δέκατου πέμπτου αιώνα μετά τη γέννηση του Κυρίου, αφού πιστεύουν ότι οι δυο εποχές δεν είχαν την παραμικρή σχέση μεταξύ τους.
Κι όμως, τα πράγματα δεν φαίνεται να είναι τόσο απόλυτα και μονοδιάστατα. Ο ελληνικός κόσμος, στους δύο τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, είχε συρρικνωθεί και αποτελούταν ουσιαστικά από μικρές πόλεις-κράτη, αντίστοιχες των κλασικών χρόνων: την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, την Τραπεζούντα, τον Μυστρά. Έτσι τους δυο τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι κάτοικοι ένιωθαν όσο ποτέ άλλοτε γνήσιοι διάδοχοι των πόλεων-κρατών του αρχαίου ελληνικού κόσμου και παρουσίαζαν την ίδια δύναμη ζωής, αγάπης και δημιουργίας στα γράμματα και στην τέχνη.
Οι επικρατέστερες ετυμολογικές εκδοχές για το τι σημαίνει ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ σε ένα 5λεπτο βίντεο:
Κ.Κ.