Του Χρήστου Τσαντή.
«Σε μια σκηνή της πιο ανθρώπινης ταινίας του Αντρέι Βάιντα, με τίτλο «Η θυσία του Κόρτσακ, ο Γιάνους Κόρτσακ (φιλολογικό ψευδώνυμο του μεγάλου παιδαγωγού Χένρικ Γκόλντσμιτ), ένας βαθιά ανθρώπινος κινηματογραφικός ήρωας, ακούει να του θυμίζουν τις φρίκες των πολέμων που έζησε η πολυβασανισμένη γενιά του. Θυμάται, φυσικά, όλες εκείνες τις φρικαλεότητες και τις αποστρέφεται βαθύτατα, αποκηρύσσοντάς τις ως πράξεις απανθρωπιάς που αξίζουν μόνο αποστροφή και δεν μπορεί κανείς παρά να τις αποκηρύσσει. Κι όμως, αυτό που θυμάται πιο ζωντανά και με τη μεγαλύτερη φρίκη, είναι ένας μεθυσμένος να κλωτσάει ένα παιδί» (Bauman, 2003).
«Ψιλά γράμματα» για τον «πολιτισμένο» κόσμο μας!
Όταν οι Εγγλέζοι διεξήγαγαν το Δεύτερο πόλεμο του όπιου (1856-1860) στην Κίνα, δεν είχαν να αντιμετωπίσουν έναν οργανωμένο στρατό σε παράταξη μάχης. Βρέθηκαν απέναντι σε μία απεγνωσμένη αντίσταση λαϊκών μαζών. Οι Κινέζοι αντιμετώπισαν τον εισβολέα κάνοντας σαμποτάζ, δηλητηριάζοντας με αρσενικό το ψωμί στις περιοχές όπου ζούσαν Ευρωπαίοι, οργανώνοντας πειρατείες σε εμπορικά ατμόπλοια, κάνοντας απαγωγές και σκοτώνοντας όποιον ξένο βρισκόταν στην εμβέλειά τους, ενώ, όπου μπορούσαν, διοργάνωναν εξεγέρσεις, που καταπνίγονταν με τη βία. Η πειρατική πολιτική της Βρετανικής κυβέρνησης, όμως, ήταν αυτή που είχε προκαλέσει ένα τέτοιο γενικευμένο ξέσπασμα, δίνοντας του τα χαρακτηριστικά ενός πολέμου εξόντωσης.
Γράφανε άρθρα οι εφημερίδες στην Αγγλία, καταγγέλλοντας τις «βάρβαρες και απολίτιστες ασιατικές μάζες», όπως συνήθως γράφουν σήμερα οι εφημερίδες του «πολιτισμένου κόσμου» για κάποιον παλαιστίνιο μαχητή που ζωσμένος εκρηκτικά φτάνει στο σημείο να τιναχτεί στον αέρα μέσα σε κατοικημένη περιοχή.
«Οι φλυαρούντες περί πολιτισμού οι οποίοι ρίχνουν πύρινες οβίδες σε μια ανυπεράσπιστη πόλη και προσθέτουν τους βιασμούς στους φόνους, μπορούν να αποκαλούν το σύστημα αυτό δειλό, βάρβαρο, φρικαλέο. Τί νοιάζει, όμως, αυτό τους Κινέζους, εάν είναι αποτελεσματικό; Αφού οι Βρετανοί τούς μεταχειρίζονται σαν βάρβαρους, δεν μπορούν να τους αρνηθούν και όλα τα αγαθά της βαρβαρότητάς τους. Εάν οι απαγωγές τους, οι αιφνιδιασμοί, οι σφαγές του μεσονυχτίου είναι αυτό που ονομάζουμε δειλία, οι φλυαρούντες περί πολιτισμού δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι, σύμφωνα με όσα οι ίδιοι πράττουν, δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν τα ευρωπαϊκά μέσα καταστροφής με τα συνήθη δικά τους πολεμικά μέσα», γράφει ο Ένγκελς στο άρθρο του με τίτλο «Η Περσία και η Κίνα», που πρωτοδημοσιεύτηκε στη New York Daily Tribune στις 5/6/1857 (Marx & Engels, 2003).
Και συνεχίζει: «αντί να ηθικολογεί κανείς για τις τρομερές φρικαλεότητες των Κινέζων, όπως κάνει ο ιπποτικός εγγλέζικος τύπος, θα έπρεπε καλύτερα να αναγνωρίσουμε ότι αυτός θα είναι ένας πόλεμος υπέρ βωμών και εστιών, ένας λαϊκός πόλεμος για τη διάσωση της κινεζικής εθνικότητας, με όλη την παραφορτωμένη προκατάληψη, ανοησία, μορφωμένη αμάθεια και λόγια βαρβαρότητά της, αν θέλετε-ένας λαϊκός πόλεμος, πάντως. Και σε έναν λαϊκό πόλεμο τα μέσα που χρησιμοποιεί το εξεγερμένο έθνος δεν μπορούν να μετρηθούν με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες διεξαγωγής τακτικού πολέμου ούτε με οποιοδήποτε άλλο αφηρημένο μέτρο σύγκρισης, αλλά μόνο από το βαθμό πολιτισμού που έχει φτάσει αυτό το εξεγερμένο έθνος».
Μια πολύ σύντομη ιστορική αναδρομή
Στο πλαίσιο της σταδιακής αποσύνθεσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και καθώς η οικονομία ακολουθούσε τις αλλαγές που έφερνε στη ζωή η ανάπτυξη του καπιταλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα, τα δεδομένα στον αραβικό κόσμο ανατρέπονταν. Πέρα από τους-πάντοτε ευνοημένους-κρατικούς αξιωματούχους, οι αλλαγές φέρνουν σε πλεονεκτική θέση τους εμπόρους και τους γαιοκτήμονες. Το βασικό μερίδιο παραμένει φυσικά σε χέρια Άγγλων, Γάλλων και Γερμανών, παράλληλα όμως, όπως γράφει ο Albert Hourani στην «Ιστορία του Αραβικού κόσμου»: «ντόπιες ομάδες εμπόρων διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο διεθνές εμπόριο και κυρίαρχο στο τοπικό. Στη Μέση ανατολή, Σύριοι και Λιβανέζοι Χριστιανοί, Σύριοι και Ιρακινοί Εβραίοι, Αιγύπτιοι Κόπτες στο εμπόριο του Νείλου».
Οι αλλαγές που από τα 1858 είχαν γίνει στη νομοθεσία για την καλλιέργεια της γης, έφεραν στο προσκήνιο ένα νέο κοινωνικό στρώμα, τους γαιοκτήμονες. Ανάμεσά τους Χριστιανοί και Εβραίοι έμποροι. Εξαίρεση σε αυτή την πραγματικότητα αποτελούσε η Παλαιστίνη. Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ένα μεγάλο ρεύμα Εβραίων που προέρχονταν από περιοχές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης άρχισαν να μεταβαίνουν στην Ιερουσαλήμ, όχι όμως απλά για να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και να φύγουν, αλλά για να μείνουν.
Το 1897 το πρώτο Σιωνιστικό Συνέδριο ζητά την ίδρυση κράτους στην Παλαιστίνη, για τον διωκόμενο εβραϊκό πληθυσμό. «Παρά τις αντιδράσεις της οθωμανικής κυβέρνησης και την αυξανόμενη ανησυχία από μέρους του τοπικού αραβικού πληθυσμού, ως το 1914 ο εβραϊκός πληθυσμός της Παλαιστίνης είχε ανέλθει στις 85.000, αντιπροσωπεύοντας το 12% του συνολικού πληθυσμού», γράφει ο Hourani. Οι πιο πολλοί καλλιεργούν τα πρώην κρατικά κτήματα που αγοραστήκανε από ένα εθνικό ταμείο, το οποίο είχαν συγκροτήσει οι Εβραίοι κάτοικοι. Στα εδάφη αυτά, απασχολούνταν μόνο Εβραίοι.
Με τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου, μοιράζεται προσωρινά η περιοχή, με κυρίαρχο το ρόλο των Άγγλων στην Παλαιστίνη. Η οθωμανική αυτοκρατορία, που στα τελευταία χρόνια της είχε μεταβληθεί σε Τούρκο-Αραβική, αποσυντίθεται. Ο «θρυλικός» Λόρενς της Αραβίας οραματίζεται: «πρόθεσή μου ήταν να φτιάξω ένα νέο έθνος, να αποκαταστήσω μια παλαιά επιρροή. Ήταν πρόδηλη η ανάγκη στην Ανατολή για ένα νέο παράγοντα, μία δύναμη ή φυλή που θα μπορούσε να υπερκεράσει τους Τούρκους σε αριθμό, απόδοση και πνευματική δραστηριότητα. Η ιστορία δε μας παροτρύνει να σκεφτούμε πως ίσως εμείς οι Ευρωπαίοι διαθέτουμε έτοιμα αυτά τα προσόντα… Κάποιοι από εμάς κρίναμε πως υπάρχει ικανή λανθάνουσα ισχύς για να διοχετευθεί στους αραβικούς λαούς-το σημαντικότερο στοιχείο της παλιάς Τουρκικής αυτοκρατορίας-μια δημιουργικότατη σημιτική συσσωμάτωση, άφθαστη στη θρησκευτική σκέψη, λογικά φιλόπονη, εμπορική, πολιτική, φερέγγυα περισσότερο παρά κυρίαρχη σε χαρακτήρα» (Lawrence, 1935).
Κάπως έτσι γεννιέται ο εθνικισμός στην περιοχή. Ως προϊόν ελέγχου των μεγάλων δυνάμεων, των λαών, της περιοχής, της γεωστρατηγικής της σημασίας, των ενεργειακών της πηγών. Σε αυτό το πλαίσιο υποδαυλίζεται η αραβο-εβραϊκή αντίθεση. Το «διαίρει και βασίλευε» γνωρίζει μεγάλες δόξες. Με τη «διακήρυξη του Μπάλφουρ», το 1917, η βρετανική κυβέρνηση τοποθετείται ευνοϊκά στην ίδρυση εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, ενώ με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών προβλέπεται η δυνατότητα προσωρινής «ανεξαρτησίας» για τα αραβικά έθνη που τελούσαν υπό Οθωμανική κυριαρχία, με την προϋπόθεση ότι θα δεχθούν ως εγγυητή-σύμβουλο (!!) κάποια από τις μεγάλες δυνάμεις!
Έτσι, η Βρετανία ανέλαβε «προστάτης-εγγυητής και σύμβουλος» του Ιράκ και της Παλαιστίνης, ενώ η Γαλλία ανέλαβε τη Συρία και το Λίβανο. Η «νέα εποχή» εγκαινιάστηκε με την οργάνωση φυλετικών κινημάτων από τους Γάλλους στις περιοχές που έλεγχαν οι Άγγλοι και αντίστροφα. Πίσω από τις «εγγυήσεις και τις συμβουλές» φυσικά, κρύβονταν οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες της Βρετανικής Κλωστοϋφαντουργίας σε βαμβάκι, τα πετρέλαια του Ιράν και του Ιράκ, οι εμπορικές επενδύσεις στην Αίγυπτο και αλλού, ο έλεγχος της θαλάσσιας οδού που «ξετυλίγονταν προς την Ινδία και την Άπω Ανατολή, περνώντας από τη διώρυγα του Σουέζ» (Hourani, 2009). Το 1850 η βαμβακοβιομηχανία απασχολούσε το 1/8 των Βρετανών και συνεισέφερε στο 1/12 του συνολικού εθνικού εισοδήματος. Οι συνολικές εξαγωγές της Μ. Βρετανίας προς την Ινδία ήταν 8.024.000 λίρες, από τις οποίες τα βαμβακερά έφταναν τις 5.220.000 λίρες, δηλαδή το 1/8 των συνολικών εξαγωγών (στοιχεία από το άρθρο του Κ. Μαρξ στη New York Daily Tribune, 11/7/1853).
Σε αυτό το πλαίσιο αποκτούσε τεράστια αξία ο έλεγχος των στρατιωτικών βάσεων στην Παλαιστίνη. Κομμάτι σε αυτό το γεωστρατηγικό παζλ αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί η περιοχή. Η Βρετανική διοίκηση αξιοποίησε την εβραϊκή μετανάστευση, θέτοντας πότε όρια και πότε ευνοϊκές προϋποθέσεις, παίζοντας παιχνίδια ελέγχου και εκβιασμών, εκμεταλλευόμενη τους πόθους των λαών για γη και ελευθερία. Στην Παλαιστίνη το 1922 οι Εβραίοι ήταν το 11% σε έναν συνολικό πληθυσμό 700.000, ενώ το 1949 έφτασαν να αντιπροσωπεύουν το 30% σε διπλάσιο συνολικό πληθυσμό. Μέχρι το 1940 είχαν αποκτήσει τον έλεγχο του 20% της καλλιεργήσιμης γης.
«Διαίρει και βασίλευε»
Η σύνδεση της τύχης του Εβραϊκού λαού αλλά και των Αράβων, από την άλλη, με τις επιδιώξεις των μεγάλων δυνάμεων και των ιμπεριαλιστικών τους σχεδίων, έδεσε χειροπόδαρα από τότε τις τύχες τους στα γρανάζια της βίας και του αίματος.
Γράφει ο Hourani σε ένα ακόμα, εξαιρετικά κατατοπιστικό απόσπασμα: «Ήδη από ένα αρχικό στάδιο της προσωρινής Βρετανικής διοίκησης κατέστη προφανής η δυσκολία δημιουργίας οποιασδήποτε τοπικής κυβέρνησης που θα εξυπηρετούσε τόσο τα συμφέροντα των αυτόχθονων Αράβων κατοίκων, όσο και αυτά των σιωνιστών. Για τους δεύτερους το κυριότερο ήταν να κρατήσουν τις πόρτες ανοιχτές στη μετανάστευση και αυτό σήμαινε απευθείας Βρετανικό έλεγχο ως τη στιγμή που η εβραϊκή κοινότητα θα γινόταν αρκετά μεγάλη και θα εξασφάλιζε επαρκή έλεγχο των οικονομικών πόρων της χώρας, ώστε να μπορεί να φροντίζει τα δικά της συμφέροντα. Για τους Άραβες, το ουσιώδες ήταν να εμποδίσουν την Εβραϊκή μετανάστευση σε κλίμακα που θα απειλούσε την οικονομική πρόοδο, την τελική αυτοδιάθεση, ακόμη και την ίδια την ύπαρξη της αραβικής κοινότητας… Η πολιτική της Βρετανικής κυβέρνησης θα διατηρούσε άμεσο έλεγχο, θα επέτρεπε τη μετανάστευση εντός συγκεκριμένων ορίων και θα καθησύχαζε από καιρού εις καιρόν τους Άραβες, δίνοντας τη διαβεβαίωσή της, πως ό,τι κι αν συνέβαινε, αυτή θα απέτρεπε την υποδούλωσή τους…».
«Να υποκινούν τους λαούς, τον έναν εναντίον του άλλου, να χρησιμοποιούν τον ένα για να καταπιέζουν τον άλλο κι έτσι να εξασφαλίζουν τη μονιμότητα της απόλυτης κυριαρχίας τους-αυτή ήταν η τέχνη και η δουλειά των ίσαμε τώρα εξουσιαστών και των διπλωματών τους», γράφει ο Μαρξ στη Neue Rheinische Zeitung, στις 3 Ιουλίου του 1848 (Marx, 1985).
Μετά τον πόλεμο, σταδιακά, οι «εγγυητές-σύμβουλοι» παραχωρούν τη θέση τους στις ΗΠΑ και τη Ρωσία κι οι ηγεσίες των λαών της περιοχής συνεχίζουν το… «ίδιο βιολί». Οι Παλαιστίνιοι, τώρα, γίνονται «ο λαός χωρίς πατρίδα», διασκορπίζονται σε διάφορα κράτη, ενώ η ισραηλινή πολιτική ηγεσία επιδιώκει σταθερά τον πλήρη έλεγχο και την επέκταση, αξιοποιώντας την υποστήριξη των ΗΠΑ και μετατρέποντας τη χώρα σε πολεμικό στρατόπεδο, υιοθετώντας ακόμα και τις πρακτικές που εφαρμόστηκαν σε βάρος των ίδιων των Εβραίων από τους Ναζί. Οι όποιες φωνές μιλάνε για συνύπαρξη και συναδέλφωση πνίγονται στο αίμα, χωρίς δεύτερη κουβέντα, καθώς δεν εξυπηρετούν κανέναν γεωπολιτικό σχεδιασμό.
Ο συντηρητικός πρώην πρόεδρος της Γαλλίας, Σιράκ, είχε δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο: «Οι Ισραηλινοί αναστατώνονται όταν εκρήγνυται μια βόμβα στο Τείχος των δακρύων αλλά φαίνεται να ξεχνάνε ότι αυτό που βλέπουν οι Άραβες είναι ότι οι Ισραηλινοί βομβαρδίζουν τα παλαιστινιακά στρατόπεδα και σκοτώνουν και σακατεύουν κάθε είδος αθώων ανθρώπων. Αυτό το λένε οι Ισραηλινοί αντίποινα και υποθέτω ότι έτσι αισθάνονται καλύτερα. Όταν λοιπόν οι Άραβες βλέπουν τις δυτικές χώρες να προβαίνουν σε αντίποινα κατά της Συρίας ή της Λιβύης, για τρομοκρατικές πράξεις, τότε βάζουν ζήτημα για τις δυτικές προθέσεις, γιατί έχουν ήδη πέσει οι ίδιοι θύματα εδώ και χρόνια μιας τρομοκρατίας μεγάλης κλίμακας.»
Η πολιτική που βασίζεται στο «διαίρει και βασίλευε» ξέρει να διακρίνει και να μεγεθύνει αντιθέσεις. Στην ανάγκη αρκεί μια προβοκάτσια, για ν’ ανάψει η φωτιά. Κι αυτοί που σήμερα είναι θύτες, αύριο είναι πολύ πιθανό να βρεθούν στη θέση του θύματος, όσο δεν σιγούν τα όπλα, όσο δεν δίνεται δίκαιη λύση, που να σέβεται το δικαίωμα των ανθρώπων στην συνύπαρξη.
*Ο Χρήστος Τσαντής είναι συγγραφέας (christostsantis.com)