Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Δευτέρα πρωί, τέλος του μήνα, η μέρα για την καθιερωμένη επίσκεψη στα τραπεζικά ιδρύματα για την τακτοποίηση δόσεων και λοιπών οικονομικών εκκρεμοτήτων. Με τα νέα οικονομικά «ήθη» όλα έχουν μπει στην διαδικασία των δόσεων γιατί αλλιώς αρχίζει η διαδικασία των οικονομικών διώξεων.
Οι οικονομικές πιέσεις προς τον μέσο πολίτη ακολουθούν μια παράξενη μαθηματική σχέση, είναι αντιστρόφως ανάλογες με την έκταση των τραπεζικών ιδρυμάτων. Όσο αυτά μειώνονται ποσοτικά τόσο πιο ασφυκτική γίνεται η πίεση. Οι τράπεζες στην πόλη με κέντρο την πλατεία απλώθηκαν σε μια μεγάλη ακτίνα γύρω από την πλατεία του Αγίου Πέτρου. Φαίνεται ότι ακολούθησαν το ζωώδες αρχέγονο ένστικτο , όσο πιο μεγάλος ο ιστός τόσο πιο πολλά ζουζούνια θα πιάσουν στα δίχτυα τους. Και δεν τα πήγαν και άσχημα αν κρίνουμε από τα μέχρι τώρα αποτελέσματα. Με την κρίση να κρατά καλά, το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να περιορίσουν τον ιστό, λέγε με συγχώνευση καταστημάτων. Τώρα πια σε μικρότερη επιφάνεια ιστού είναι εγκλωβισμένα όλα τα δανεισμένα «ζωύφια». Και η αράχνη τέρας να σκορπά την εφιαλτική της ανάσα σε απόσταση αναπνοής.
Η πόλη σε ώρες αιχμής είναι αδιάβατη, το ποδήλατο είναι η ιδανική λύση για γρήγορη μετακίνηση. Κατεβαίνω τη οδό Τσώκρη με κατεύθυνση την πλατεία. Στην προ κρίσης εποχή, όταν λειτουργούσαν μόνο τρείς τέσσερις τράπεζες στην πόλη, αυτή η μικρή οδός συντηρούσε το λιγότερο πενήντα καταστήματα. Και τα συντηρούσε με επιτυχία γιατί μιλάμε για ένα χρονικό διάστημα από αρχές της δεκαετίας του πενήντα μέχρι την δεκαετία του ογδόντα. Στην τελευταία δεκαετία, του ογδόντα άρχισαν οι μεγάλες αλλαγές, ο εργάτης έγινε χρεωμένος μικροαστός βάζοντας ενέχυρο την ταξική του συνείδηση και ο αγρότης επιδοτούμενος της χωματερής. Τον λάθος χειρισμό εκείνης της δεκαετίας πληρώνουμε μέχρι σήμερα, κανένα μαχαίρι δεν κόβει μόνο του, κανένα μολύβι δεν κάνει ορθογραφικά λάθη. Κατεβαίνω με πολύ χαμηλή ταχύτητα και βλέπω με τα μάτια του παρελθόντος την παλιά ακμάζουσα οδό. Κανένας από τους καταστηματάρχες της παλιά εποχής δεν είχε πλουτίσει αλλά και κανένας δεν χρεοκόπησε. Κανένας δεν είχε μεγάλες καταθέσεις σε τράπεζες αλλά και κανένας δεν άφησε χρέη από δάνεια. Στις μέρες μας η οδός είναι πολύ καλύτερα φωτισμένη σε σχέση με το παρελθόν. Τώρα όμως μετά τις δέκα το βράδυ αν δεν είσαι της γειτονιάς σε πιάνει φόβος να την διασχίσεις. Τότε με λιγότερο φώς αλλά με περισσότερους ανθρώπους και φωνές σου έδινε σινιάλα να την περάσεις με την ασφάλεια μιας καλησπέρας και μιας καληνύχτας. Η ποδηλατική ονειροπόληση σταματά όταν μου πιάνει το τιμόνι και με ακινητοποιεί ο Βαγγέλης. Από τους παλιούς χαρισματικούς μαγαζάτορες της γειτονιάς.
-Ρε Αεκάρα που χαθήκαμε;
-Στα εγκαίνια της «Αγιασοφιάς» θα πάμε όλοι μαζί να θυμηθούμε τα παλιά… μην ανησυχείς.
‘Έριξα μια ματιά πίσω στην έρημη οδό μέχρι την διασταύρωση της με την οδό Γούναρη. Άκρα του τάφου σιωπή και τα δύο πεζοδρόμια άδεια. Στο βλέμμα διαβάσαμε την ίδια σκέψη.
-Τι κοιτάς, πάει τελείωσε εκείνη η εποχή, πανηγύρι ήταν που τέλειωσε.
-Θυμάσαι τότε που δεν προλάβαινα να φέρνω, καφέδες στο μαγαζί σου. Έπρεπε να πω και δέκα συγνώμη στην ουρά που περίμενε μέχρι έξω.
-Τότε ήταν αλλιώς, ο κόσμος δεν πήγαινε στο παζάρι ή στην αγορά για να πάρει απλώς πράγματα Τότε η αγορά ήταν πραγματική επικοινωνία. Ερχόταν να μάθει και να «μαθευτεί». Η γρήγορη ανταλλαγή πληροφοριών χάλασε την επικοινωνία μεταξύ μας.
-Μα και τότε στο μαγαζί σου το παρατραβάγανε, δεν ψώνιζαν ρούχα, αρμένικη επίσκεψη έκαναν.
-Σε πληροφορώ ότι πολλές φορές ούτε που ψώνιζαν, έρχονταν να πιουν τον καφέ, την μπύρα τους, να πουν δυο κουβέντες. Τότε οι άνθρωποι δένονταν με τα μαγαζιά, ήταν τα στέκια τους, τα σημεία αναφοράς τους. Ήταν τα βασικά σημεία για να ορίσουν τον προσωπικό τους χάρτη. Τότε η επικοινωνία ήταν πιο βαθιά, είχε ρίζες, τα λόγια άπλωναν κλαδιά και έβρισκε ο καθένα τον ίσκιο του. Για θυμήσου πόσοι έρχονταν από την άλλη άκρη της πόλης για να πιούνε ένα ουζάκι με μεζέ τα μπομπάρια* που έφτιαχνε ο πατέρας σου.
– Άλλες εποχές, άλλες μυρωδιές και γεύσεις.
-Τότε ρε ήμασταν όλοι πιο αληθινοί ρε Μπίλο, σε ετούτοι την γειτονιά δεν χωράγανε οι δήθεν και οι ψευτομουράτοι. (Ο ατίθασος Βασιλάρας, αδελφός του Βαγγέλη, βγήκε φουριόζος μέσα από το μαγαζί. Στην διαδρομή είχε ακούσει και κάποιες από τις κουβέντες μας. ) Χάθηκε η αλήθεια γιατί ο καθένας κλείστηκε στο καβούκι του, όταν παίζεις μπάλα μόνος σου δεν παίζεις ποδόσφαιρο την μοναξιά σου κλωτσάς στον τοίχο.
-Βασιλάρα δεν έχεις και άδικο, η αλήθεια δεν εξαντλείται στον ορισμό της μόνο επι- κοινωνείται και μόνο έτσι μπορείς να μετέχεις σε αυτήν. Ετούτη η γειτονιά είχε στοιχεία κοινότητας για αυτό άντεξε στο χρόνο.
-Μέχρι να φτάσουμε στις εικονικές ταυτότητες και πραγματικότητες του ιντερνέτ οι άνθρωποι είχαν πραγματική ταυτότητα, επικοινωνούσαν σωστά. Γινόταν γάμος, πήγαιναν όλοι μαζί να ευχηθούν, γεννιόταν ένα παιδί κέρναγε όλα τα μαγαζιά ο παππούς ή ο πατέρας. Πέθαινε κάποιος ήταν άγραφος νόμος έκλειναν όλοι τα μαγαζιά τους και πήγαιναν να πουν στον γείτονα, τον φίλο το τελευταίο αντίο. Πάθαινε κάποιος κάτι κακό, βάζανε όλοι πλάτη να ξελασπώσει, δεν πήγαινε στην τράπεζα για δανεικά. Τότε όλα ήταν φανερά και ξάστερα. Ρε Μπίλο εδώ ξέραμε πότε πούλησε ο γείτονας και πότε δεν πούλησε. Δεν θυμάσαι εκείνη την χαρακτηριστική ατάκα του ποδηλατά «δυο με μεζέ από την «φτερούγα».*
-Όχι δεν το θυμάμαι πολύ καλά.
-Το μεγάλο ψυγείο του πατέρα σου και την «φτερούγα» την θυμάσαι.
– Βέβαια όπως ήταν οι πόρτες του ψυγείου, στα δεξιά ήταν η φτερούγα του μοτέρ και εκεί ήταν η πιο παγωμένες μπύρες. Για θυμήσου και την ατάκα του αδελφού σου.
-Κυρ Νίκο δυο μπύρες «κόκκαλο» και μια ντομάτα γαρύφαλλο.*
-Τον ποδηλατά εδώ που ήταν εδώ απέναντι τον θυμάσαι.
-Πως δεν τον θυμάμαι ρε Βασιλάρα.
-Ο πατέρας σου στο καφενείο ήταν ο πρώτος στην γειτονιά που μάθαινε από την παραγγελία που του έκανε πως πήγαινε η δουλειά του. Επειδή φώναζε και δυνατά το μαθαίνανε και όλοι οι άλλοι.
-Για λέγε γιατί έχω ξεχάσει αυτούς τους «κωδικούς».
-Λοιπόν το πρωί του πήγαινε καφέ χωρίς παραγγελία.
-Εντάξει αυτό το θυμάμαι, κανένας δεν παράγγελνε τον καφέ του, μόλις άνοιγαν τα μαγαζιά τους, πριν κάνουν σεφτέ την πρώτη καλημέρα την έλεγε ο καφετζής. Άσε που αν έμπαινε πελάτης πριν κατεβάσουν την πρώτη καυτή ρουφηξιά καφέ το θεωρούσαν κακό οιωνό.
-Λοιπόν ο ποδηλατάς που λες ήταν καλός μάστορας και καλός πωλητής. Εκείνη την εποχή οι Φλορέτες και τα Ζούνταπ μηχανάκια ήταν στις δόξες τους. Ο μάστορας όμως είχε διαφορετικό κωδικό για την παραγγελία στο καφενείο όταν έκανε πώληση και διαφορετικό όταν έκανε επισκευή.
-Τώρα θα μου πεις γιατί βιάζομαι;
-Άκου ντε, ήταν όμως λίγο σφιχτός με τα κεράσματα. Όταν έκανε πώληση ήταν η καλύτερη του, γιατί τότε τα μηχανάκια άφηναν σημαντικό κέρδος. Από την άλλη ο αγοραστής για το γούρι έπρεπε να κεράσει για το εργαλείο που αγόραζε. Δεν ήταν και λίγο πράγμα να έχεις μηχανάκι εκείνη την περίοδο. Πρώτον θα κέρναγε τον μάστορα και αυτό το ήξερε ο μάστορας. Αφού γινόταν η πώληση, μάζευε τα χιλιάρικα σε ένα ρολό τα πέρναγε πάνω από το ιδρωμένο του μέτωπο τα έβαζε στην δεξιά τσέπη του παντελονιού, η οποία ήταν πάντα φουσκωμένη. Μετά έβγαινε στην πόρτα και φώναζε στο καφενείο τον πατέρα σου.
-Νίκο δυο μπύρες από την «φτερούγα» με μεζέ.
-Εντάξει, τώρα το θυμήθηκα.
-Αφού θα τις κέρναγε ο πελάτης για τηρήσει το έθιμο τις παράγγελνε και τις δυο με μεζέδια. Πρώτος ο πατέρας σου και μετά όσοι άκουγαν ήξεραν ότι ο μάστορας πούλησε μηχανάκι. Όταν όμως ήταν να γίνει κάποια επισκευή, τότε άλλαζε το σκηνικό. Αυτή την φορά έπρεπε να κεράσει ο μάστορας. Οπότε με την λήξη της επισκευής έβγαινε και παράγγελνε πάλι φωναχτά, αλλά με μικρότερη ένταση.
-Νίκο μια με μεζέ μία σκέτη!
-Αυτή την φορά έπρεπε να πληρώσει αυτός και μείωνε το κόστος του κεράσματος. Όλοι οι άνθρωποι της γειτονιάς όταν έβλεπαν τι κουβάλαγε ο πατέρας σου ήξεραν τι είχε πουλήσει ο μάστορας. Εσύ για πού πας;
-Πάω να πληρώσω κάτι λογαριασμούς.
Βρέθηκα σε μια μεγάλη ουρά βουβών πελατών τράπεζας , ο καθένας με το χαρτομάνι του και κλεισμένος στον εαυτό του. Μειώθηκαν τα υποκαταστήματα των τραπεζών, αυξήθηκαν οι ουρές αναμονής. Υποταγμένοι στην καθηλωτική σειρά, χάσαμε τις «φτερούγες». Γνωστοί αλλά ξένοι μεταξύ μας δεν τολμούσαμε να αρθρώσουμε τίποτα άλλο από μια «μαδημένη» καλημέρα. Πάει χάθηκε εκείνο το πανηγύρι;
*μπομπάρι= βρασμένα σε καυτό λάδι στομάχια από κότες.
μπύρες κόκκαλο= πολύ παγωμένες
ντομάτα γαρύφαλλο= ντομάτα κομμένη σε φέτες που έδιναν το σχήμα γαρύφαλλου
«φτερούρα» = η εσωτερική έλικα από το μοτέρ του ψυγείου
**Η ιστορία διαθέτει φανταστικά στοιχεία αλλά την βοήθησε η απρόσμενη συνάντηση με δυο παλιούς γείτονες κοντά στο πρώην καφενείο του πατέρα μου…..