ΆρθροΑρχείο

Της Κυριακής τα χρώματα…. αργία.

Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Κυριακή χαράματα τα μάτια του Πέτρου κινούνται στον ρυθμό του ύπνου ΡΕΜ. Οι βολβοί των ματιών  σε άμεση σύνδεση με τις εγκεφαλικές μνημονικές περιοχές, ξετύλιγαν εικόνες των ονείρων. Με τον μαγικό χρόνο του Μορφέα είχε γυρίσει στην παιδική του ηλικία. Εκεί λίγο πριν λίγο, λίγο μετά την έναρξη της πρώτης τάξης του δημοτικού σχολείου κατέληξε στο συμπέρασμα  ότι οι ημέρες είχαν χρώμα. Κάθε μέρα είχε ένα ξεχωριστό χρώμα. Ένα χρωματολόγιο το οποίο ξεθώριαζε με την πορεία προς την ενηλικίωση. Τελικά όλες οι μέρες έγιναν γκρι, κάτω από το άγχος της καθημερινής βιοπάλης και της «ωρίμανσης»! Με το πινέλο του ονείρου, έβαφε ξανά τις ημέρες. Μέσα στον ύπνο του, με την λογική συνείδηση του ενήλικα έδινε και ερμηνείες, τις οποίες μάλλον δεν θα θυμόταν όταν ξυπνούσε.
 
Η Δευτέρα είχε ένα μπλε , λαμπερό χρώμα. Κάθε Δευτέρα πρωί η μάνα του άναβε την φωτιά κάτω από το μεγάλο μαύρο καζάνι ζέσταινε το νερό για την μπουγάδα της. Περίμενε την μαγική στιγμή που η μάνα θα έριχνε στην καυτή σκάφη τους μπλε σβόλους από λουλάκι . Όλη η σκάφη γινόταν μια μικρή μπλε λαμπερή αχνιστή θάλασσα. Λίγο πριν φύγει για το νηπιαγωγείο ή το σχολείο έπαιρνε και την πρώτη χαρά της ημέρας. Η μητέρα του επέτρεπε να αδειάσει την μικρή θάλασσα της σκάφης στο αυλάκι που οδηγούσε το μπλε νερό στο παροπλισμένο πηγάδι.
 
Η Τρίτη και η Πέμπτη ήταν οι μόνες μέρες που είχαν το ίδιο χρώμα, ήταν πορτοκαλί. Το ονειρισμένο μυαλό έτρεχε με άλλες ταχύτητες και έδινε ευφυείς απαντήσεις.  Το πορτοκαλί χρώμα είχε σχέση με τον αργείτικο κάμπο έτσι όπως τον έβλεπε φορτωμένο στα πορτοκάλια. Την εποχή που μάζευαν τα πορτοκάλια όλη η πόλη ήταν σε υπερδραστηριότητα. Καραβάνια έρχονταν οι ξένοι εργάτες για να δουλέψουν. Τρίτη και Πέμπτη ήταν και οι δικές του πιο δραστήριες μέρες. Είτε  πήγαινε στα Αγγλικά του , ή συνέχιζε μια βόλτα στα μαγαζιά μαζί με την μητέρα. Αυτή η υπερδραστηριότητα Τρίτης και Πέμπτης τον ακολούθησε και στην ενήλικη ζωή, παρέσυρε χρόνο με τον χρόνο και τις άλλες μέρες και τις αποχρωμάτισε.
 
Η Τετάρτη είχε το πράσινο χρώμα του γρασιδιού. Το απόγευμα χειμώνα, καλοκαίρι εκείνη την ημέρα είχε πάντα ελεύθερο χρόνο και αυτός και οι φίλοι του. Τα χωμάτινα στενά της Ηρακλέους γίνονταν τεράστια γήπεδα ποδοσφαίρου. Με τα πρώτα γράμματα που έμαθε, έγραφε σε μικρά παραλληλόγραμμα χαρτάκια το νούμερο 10 και από κάτω Μίμης Παπαϊωάννου. Και ποιος μπορούσε να του πάρει τον ρόλο; Αριστεροπόδαρος βραχύσωμος ήταν και ο ίδιος! Ο μικρός Παπαϊωάννου έβγαινε να αντιμετωπίσει τους Ολυμπιακούς και Παναθηναϊκούς γείτονες και συμμαθητές. Μπάλα με την έννοια της σημερινής δερμάτινης μπάλας δεν ήταν απαραίτητη για εκείνους τους  «μεγάλους» αγώνες. Και ένα κουκουνάρι ή και το στρογγυλό άδειο κουτί μιας κονσέρβας γίνονταν τέλειες μπάλες. Ημίχρονο δεν υπήρχε, την λήξη του αγώνα σήμαινε η δύση του ηλίου ή οι μανάδες που φώναζαν μέσα από τις αυλές τα ονόματα των παιδιών τους με παρατεταμένο θυμό στο τελευταίο φωνήεν του ονόματος, κωδικός ότι ο χρόνος μας έληξε.
– Γιάννηηηηηη……… Κώσταααα                                                                            
 
Η Παρασκευή είχε ένα γλυκό μωβ χρώμα. Δυο ήταν οι ερμηνείες του ονειρικού μυαλού του. Η μεγάλη Παρασκευή ήταν η μόνη μέρα που τον ενδιέφερε από την Μεγάλη Εβδομάδα. Το δικό του Πάσχα τέλειωνε εκείνη την ημέρα. Γιατί κατά την γνώμη του ήταν η μόνη μέρα που άξιζε. Όλες οι προηγούμενες οδηγούσαν στην δικής της κορύφωση. Αλλά και οι επόμενες δεν θα υπήρχαν αν δεν γινόταν το δράμα της Μεγάλης Παρασκευής. Η λέξη χαρμολύπη πίστευε ότι μόνο σε αυτή την ημέρα άξιζε. Υπήρχε και μια άλλη βέβαια μωβ σύμπτωση, η μητέρα του όσες φορές αρρώστησε και χρειάστηκε να χειρουργηθεί σε νοσοκομεία των Αθηνών πάντα η μέρα του χειρουργείου ήταν Παρασκευή. Εκτός ονείρου δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί ήθελε πάντα μια ανοιχτή μωβ κουρτίνα στο χώρο που ήταν η γωνιά του, στο σπίτι του.
 
Το Σάββατο βάφτηκε με τα χρώματα του ανατέλλοντος ήλιου. Είχε ξεκινήσει την πρώτη τάξη του Δημοτικού όταν σε κάποια ζωγραφιά είδε τον ήλιο να προβάλει πίσω από το χιονισμένο Φούτζι. Από τότε το Σάββατο πήρε τα λαμπερά Ιαπωνικά του χρώματα. Εκείνη την ημέρα ο χρόνος στο σχολείο κυλούσε πιο γρήγορα, εκείνα τα χρόνια τα σχολεία ήταν εξαήμερα. Η τσάντα στην πλάτη πιο ελαφριά και τα σκαλοπάτια από το τρίτο δημοτικό σχολείο του βράχου τα κατέβαινε «πετώντας». Διάβαζε αμέσως μόλις έφτανε στο σπίτι τα μαθήματα της Δευτέρας και χαιρόταν τον ελεύθερο χρόνο του με τους φίλους του.
 
Η Κυριακή ήταν η πιο λαμπερή ημέρα. Η μέρα αυτή ήταν βουτηγμένη σε ένα φωτεινό βυζαντινό χρώμα. Ένα χρυσίζων κίτρινο χρώμα την τύλιγε από το πρώτο μέχρι το τελευταίο της δευτερόλεπτο. Οι καμπάνες χτυπούσαν σε κίτρινους ρυθμούς, το αντίδωρο στην εκκλησία ήταν ένα μικρό κιτρινωπό δώρο. Το κυριακάτικο φαγητό με τις ζουμερές πατάτες είχε και αυτό μια βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Πάντα ήταν πρόθυμος να πάει να φέρει αυτός από το φούρνο της γειτονιάς το μεγάλο ταψί με το φαγητό. Στην διάρκεια της μικρής διαδρομής έκανε τρείς στάσεις! Σε κάθε στάση καταβρόχθιζε και μια ζουμερή κίτρινη πατάτα για να πάρει δυνάμεις. Και αν δεν υπήρχε καμία κίτρινη μαρτυριάρα λίγδα στην μπλούζα του, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Κυριακή ήταν η μέρα κατά την οποία έτρωγαν όλοι μαζί, δηλαδή έκανε την μεγαλοπρεπή εμφάνιση ως άλλος βυζαντινός αυτοκράτορας ο  πατέρας. Καθόταν στην καρέκλα στην κεφαλή του τραπεζιού. Καρέκλα η οποία αν και άδεια τις υπόλοιπες έξι μέρες, κανένας δεν τολμούσε να κάτσει εκεί, διατηρούσε ζωντανό το φάντασμα του. Γιατί ήταν διαρκής η εξαήμερη απειλή της μάνας η οποία απευθυνόταν στην καρέκλα σα να υπήρχε κάποιος.
 -Συνέχισε έτσι, και την Κυριακή θα τα πείτε με τον πατέρα σου!
 
Απειλή η οποία είχε σταθερά μεγάλη επιτυχία ως προς την συμμόρφωση των παραβατών. Το μεσημέρι της υποχρεωτικής σιέστας, σαν άλλος πράκτωρ 007 δραπέτευε από το δωμάτιο του, με αθόρυβες κινήσεις άνοιγε το μεγάλο ραδιόφωνο, είχε σημαδέψει το σημείο που έπρεπε να πάει η γραμμή. Με το αυτί ακουμπισμένο στο ηχείο για να μην ενοχλεί και διαβατήριο την φαντασία έμπαινε στην κατάμεστη Νέα Φιλαδέλφεια να θαυμάσει την Αεκάρα του. Κάθε γκολ και μια κίτρινη περηφάνια κατέκλυζε το μυαλό του.
-Φοβερή κίνηση ο Αρδίζογλου, πάσα στον Παπαϊωάννου, αυτός με μια στον Μαύρο και γκόοοολ.
 -Γκοοολ Αεκάραααα ( Ο Πέτρος ξύπνησε πανηγυρίζοντας το ονειρικό ραδιοφωνικό γκολ της Κυριακής).
 – Καλά χριστιανέ μου δεν χόρτασες Μουντιάλ ( εκείνη την στιγμή χτυπά και το ξυπνητήρι) κλείσε και το ρολόι θα ξυπνήσεις το παιδί.
 
Ο Πέτρος άρχισε να ξυπνά αλλά αναζητούσε τα χρώματα του ονείρου. Ένα – ένα μια- μια οι μέρες πέρασαν μπροστά του. Ξαφνικά τα μάτια του πάγωσαν και έμειναν ακίνητα με τα βλέφαρα ανοιχτά.
-Πέτρο είσαι καλά;
-Η Κυριακή, είναι κίτρινο Βυζαντινό, οι μέρες έχουν χρώμα, η Κυριακή είναι κίτρινη…                                                                                                                                         -Πέτρο ξύπνα πρέπει να πας στην δουλειά είστε ανοιχτά και την Κυριακή από σήμερα.
-Η Κυριακή είναι κίτρινη, δεν πάω πουθενά, όχι δεν πάω πουθενά, θα πάω  αλλού,  δουλειά δεν πάω.
-Πέτρο τρελάθηκες θα σε απολύσουν.
-Ας τολμήσουν….
-Μα σήμερα είναι εβδομήντα πέντε τις εκατό παραπάνω το μεροκάματο.
-Ούτε με πεντακόσια τις εκατό δεν εξαγοράζεται το χρώμα της Κυριακής. Σήμερα είναι Κυριακή σηκωθείτε να πάμε εκκλησία (φώναξε λίγο δυνατά ).
-Μα εσύ έχεις να πας εκκλησία από τότε που βαφτίσαμε το παιδί. Και μίλα πιο σιγά θα τον ξυπνήσεις . ( Ο μικρός είχε ξυπνήσει και έκανε την είσοδο του στο δωμάτιο των γονιών του. Ο Πέτρος καλούσε ένα νούμερο από το ασύρματο τηλέφωνο.)
-Μπαμπά να πάμε στην Παναγιά του Βράχου, ( ο πατέρας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και ήταν έτοιμος να μιλήσει στο τηλέφωνο).
-Δεν θα έρθω για δουλειά σήμερα…. Ναι μια χαρά είμαι στα καλά μου… Σήμερα είναι Κυριακή….. Αν θέλει κάτι ο διευθυντής  μπορεί να με βρει στην πορεία του σωματείου στην πλατεία. Ναι καλά άκουσες θα πάω στην πορεία. Και αν έγινα προϊστάμενος δεν σημαίνει ότι δεν είμαι εργάτης. Καλή Κυριακή. Ε μεγάλε ( φώναξε στον γιό του) Θέλω ένα μεγάλο κίτρινο χαρτί σου και ένα γεμάτο μαύρο μαρκαδόρο.
 
Το μεσημέρι της Κυριακής ο Πέτρος μαζί με τον γιό του ήταν στην διαμαρτυρία στην κεντρική πλατεία. Φορούσε το μοναδικό μαυροκίτρινο πλακάτ αλλά το σύνθημα του κέρδισε τις εντυπώσεις αν και λίγο έξω από την επίσημη γραμμή του σωματείου: Την Κυριακή να πάνε για δουλειά οι υπουργοί, οι βουλευτές και όλα τα αφεντικά.
 
*Οι μέρες μας έχουν γίνει γκρίζες κάτω από το καθημερινό άγχος, το οποίο στο μεγαλύτερο ποσοστό του είναι επιβαλλόμενο και κατευθυνόμενο. Αν χαθεί και η αργία της Κυριακής, χάνεται και η τελευταία ελπίδα να σώσουμε έστω μια μέρα με χρώμα. Το λαμπερό κίτρινο της Κυριακής δεν μετριέται με νούμερα και στατιστικές αλλά βιώνεται υπαρξιακά…