ΆρθροΑρχείο

Οι ΔΕΚΟ μας και οι ΔΕΚΟ των άλλων

Θα ήθελα να ζητήσω την γνώμη σας για ένα θέμα. Επειδή εγώ δεν έχω καμιά πείρα για τις ελληνικές ΔΕΚΟ, αφού πάντα η σχέση μου μαζί τους ήταν σχέση πληρωτή και δεν είχα πολλές απαιτήσεις. ‘Έζησα χρόνια στο εξωτερικό και συνήθισα αλλιώς. Δεν ξέρω αν θα το καταλάβετε, συνήθισα να με σέβονται και λέω ότι δεν θα το καταλάβετε, γιατί εδώ δεν σας σέβεται καμιά υπηρεσία. Κρατική υπηρεσία εννοώ. Δημόσια ή Δημοτική.

 

Θα αρχίσουμε από πολύ παλιά. Αρχές της δεκαετίας του 80 ζούσα στη Γερμανία. Στα γενέθλιά μου λοιπόν μου έκαναν δώρο ένα ηλεκτρικό ρολόι-ξυπνητήρι. Το περιεργάστηκα, αλλά θέση για μπαταρία δεν βρήκα. «Ρε παιδιά», λέω, «αν κοπεί το ρεύμα, όταν ξανάρθει, αυτό το πράγμα θα δείχνει άρες, μάρες, κουκουνάρες» κι οι Γερμανοί με κοίταζαν σαν παράξενο ζώο. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί να κοπεί το ρεύμα. Εκεί το ρεύμα δεν κόβεται ποτέ και πιστεύουν ότι είναι κάτι σαν το φως του ήλιου, σαν το άρωμα ενός λουλουδιού. Μ’ άλλα λόγια, δεν το παράγουμε εμείς, αλλά μας το στέλνει ο καλός θεός.

 

Μετά από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, μόνιμη κατοικία μου ήταν στην Αγγλία. Ένα Σάββατο βράδυ λοιπόν, εκεί που ετοιμαζόμαστε να πάμε στο Leeds, στην ορθόδοξη εκκλησιά, ν’ ακούσουμε το Χριστός Ανέστη”, −Μεγάλο Σάββατο ήταν,− ακούστηκε ένας μοχθηρός, υποχθόνιος και κακόβουλος ήχος και… τέρμα τα φώτα. Να κεράκια η κυρά μου, να ρομαντικά πράγματα, εγώ να τρέχω έξω, για να διαπιστώσω πόσο εκτεταμένη ήταν η διακοπή, όλοι οι γείτονες στο πόδι, χαμός. Σκοτάδι και μαυρίλα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι μου. Επέστρεψα και είπα: «Γυναίκα, αν δεν έρθει το ρεύμα, δεν πάμε πουθενά». Ήθελα να … καλά τώρα, αφήστε το τι ήθελα εγώ. Σημασία έχει ότι την άλλη μέρα, εκεί που σκάλιζα και πότιζα τον κήπο μου, να σου κι ένας τύπος παράξενος. «Είμαι απ’ την Ηλεκτρική Εταιρεία», μου λέει και να πω την αλήθεια, εμένα ούτε που μ’ ενδιέφερε από πού ήταν. Του χτύπησα για την διακοπή όμως: «Τα καταφέρατε και μας αφήσατε χωρίς ρεύμα χτες τη νύχτα. Μπράβο σας!» Κατέβασε το κεφάλι: «Λυπάμαι πολύ!» μου είπε. Αυτοί όλο λυπούνται! «Γι’ αυτό είμαι εδώ», συμπλήρωσε. «Τι έκανε, λέει;» απόρησα εγώ. «Έφερες το ρεύμα που δεν μας στείλατε χτες;» τον ρώτησα. Χαμογέλασε. «Όχι, κύριε». (Ρε παιδιά, γιατί εκεί ήμουν κύριος κι εδώ είμαι κάτι σαν εν δυνάμει εγκληματίας; Ο ίδιος είμαι και εκεί και εδώ!) Αφήνουμε στην άκρη το παράπονό μου και πάμε παρακάτω, να δούμε για ποιο λόγο με επισκέφτηκε εκπρόσωπος της Ηλεκτρικής Εταιρείας.

 

 «Ήρθα να σας ρωτήσω αν δούλευε καμιά συσκευή σας χτες, όταν έγινε η διακοπή και χάλασε και μετά δεν ξαναδούλεψε». ‘Ρε, τον μπαγάσα’, σκέφτηκα. ‘Δεν φτάνει που μας άφησαν χωρίς ρεύμα χτες, ήρθε Κυριακάτικα να μου κάνει πλάκα’. Και βρήκε άνθρωπο, να μην συνεχίσει μια ωραία πλάκα. «Ναι, ρε,» του λέω. «Δούλευε ένα πλυντήριο πιάτων και μετά δεν ξαναδούλεψε. Τα πλύναμε στο χέρι!» «Μπορώ να το δω;» με ρωτάει. Τον πήγα στην κουζίνα και του το ‘δειξα. Προσπάθησε να το βάλει μπρος, αλλά το πλυντήριο ήταν νεκρό από κάνα μήνα πριν και δεν είχα πάρει καινούργιο ακόμη. (Σιγά, μην φωνάζετε, πήρα αργότερα. Πώς κάνετε έτσι; Μαζί τα πλέναμε;).

 

«Μάλιστα» είπε η ηλεκτρική εταιρεία κι εγώ σκέφτηκα ‘καλό σημάδι αυτό, δεν με διαολόστειλε ακόμη’. Έβγαλε ένα μπλοκ απ’ την τσάντα του, –ναι, είχε και τσάντα, δεν σας το ’πα;– έγραψε προσεκτικά την μάρκα και τον τύπο του πλυντηρίου και μου ανακοίνωσε: «Αύριο το πρωί περάστε παρακαλώ απ’ τα γραφεία μας, να πάρετε την επιταγή σας». Τον αποκάλεσα, από μέσα μου βεβαίως, πάλι μπαγάσα, γιατί πίστευα ότι συνέχισε την πλάκα. Αλλά δεν ήταν έτσι. Τη δουλειά του έκανε ο άνθρωπος. Αμ έπος αμ έργον λοιπόν, την άλλη μέρα πήγα στην Ηλεκτρική Εταιρεία. Μόλις είπα τ’ όνομά μου, ο αρμόδιος υπάλληλος φυλλομέτρησε κάτι φακέλους πάνω στο τραπέζι του και μου έδωσε κάποιον που έγραφε τ’ όνομά μου επάνω. «Η επιταγή σας!» μου είπε. (₤300)

 

«Θέλω να δω τον διευθυντή», απαίτησα εγώ.

«Μα δεν υπάρχει λόγος»,απάντησε εκείνος. «Σας αποζημιώσαμε!»

«Γι’ αυτό ακριβώς θέλω να δω τον διευθυντή», επέμεινα εγώ και ήρθε ο διευθυντής. Έσκισα την επιταγή μπροστά του, σε μικρά κομματάκια και την πέταξα σ’ ένα παρακείμενο τασάκι

«Δεν μπορώ να δεχτώ αυτά τα χρήματα», του είπα.

«Ελέγξαμε τιμές της αγοράς. Τόσο έχει το πλυντήριό σας», μου απάντησε.

«Μπορεί» είπα εγώ, «αλλά η αγορά του πλυντηρίου είναι δική μου υπόθεση, όχι δική σας. Χάλασε πριν από κάνα μήνα και δεν του έφταιξε η διακοπή του Σαββάτου», τον πληροφόρησα.

 

Ο άνθρωπος συγκινήθηκε, μόνο που δεν μου φίλησε τα χέρια. Με πέρασε στο γραφείο του, με κέρασε καφέ, πολιτισμένα πράγματα δηλαδή. Ακριβώς όπως εδώ. ‘Α, ρε αθάνατη Ψωροκώσταινα,’ σκεπτόμουνα εγώ, ‘από μας έχουν πάρει μαθήματα πολιτισμού ετούτοι’.

 

₤300, ρε παιδιά, ₤300 μου χαρίζανε, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς τίποτα. Μόνο με την δήλωσή μου ότι το μηχάνημα χάλασε λόγω διακοπής ρεύματος και ₤300 είναι €450.

 

Εδώ σας έχει ρωτήσει ποτέ κανείς αν χάλασε καμιά συσκευή εξ υπαιτιότητος τους; Δεν πιστεύω να σας έτυχε! Και μετά εκείνοι οι αλητάμπουρες, οι συνδικαλιστές, θέλουν να μας πείσουν ότι αγωνίζονται για την μη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, (μικρής, μεγάλης δεν ξέρω, που μακάρι να πάει όλη μαζί!) για το καλό μας! Δηλαδή, από πότε είναι καλό να μην έχω ρεύμα, όπως δεν είχα και στις 16/8; Να μένει το βύσσινο από τέτοιο καλό!

 

Καταλάβατε; Για να μην νομίζετε ότι παντού έτσι είναι, όπως εδώ. Στον τρίτο, τέταρτο και βάλε κόσμο μπορεί να είναι περίπου έτσι, (το χάλι το δικό μας αποκλείεται να το προσεγγίσει κανείς,) αλλά, σε πολιτισμένα κράτη, δεν είναι έτσι.

 

ο θείος Τάκης (Παναγιώτης Περράκης)

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά.                                                         

Και

Του POPEYE bistro, Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπρες.

 

Και στα δύο αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου! Αυτό το τελευταίο σημαίνει (για όσους δεν μπορούν να καταλαβαίνουν ελληνικά,)  ότι οι χορηγοί  μπορεί και να μην συμφωνούν με το θέμα ή με την ανάπτυξή του, δημοκρατικά σκεπτόμενοι όμως, δεν επεμβαίνουν).