Site icon Αρχείο anagnostis.org

Ας μιλήσουμε για «καλλιέργεια» (Ι)

Ας μιλήσουμε για «καλλιέργεια» (Ι)

 

Πάντα θαύμαζα τους καλλιεργημένους, ανθρώπους, χωράφια, κήπους, αγρούς! Όσο και να μην τους χώνευα, –ειδικά τους ανθρώπους και τους κήπους,– ήταν μια έμφυτη τάση μέσα μου να τους θαυμάζω. Θα μου πεις τώρα τι έχω εναντίον των καλλιεργημένων, περιποιημένων κήπων. Ο,τι και εναντίον των καλλιεργημένων ανθρώπων: Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το δεντράκι στον κήπο πρέπει να έχει σχήμα καμπάνας ή κύκλου. Η λογική μου είναι απλή: Αν η μαμά-φύση ήθελε να μοιάζουν τα δέντρα με καμπάνες, θα τα έφτιαχνε από σίδερο. Μπορεί βεβαίως να υπάρχουν και σιδηρόδεντρα, δεν ξέρω, δεν είμαι καλός στην φυτολογία, αλλά, αν υπάρχουν, άντε να τα κλαδέψεις για να τους δώσεις το σχήμα που θέλεις.

 

Θα καταλάβατε μέχρι τώρα ότι δεν είμαι κουλτουριάρης. Όσα κι αν διάβασα μέχρι τώρα, καλλιέργεια δεν μου φτούρησε και επειδή έχω την συνήθεια να βρίζω άσχημα, πάντα για σωστό και εμφανή λόγο όμως, μάλλον κακιέργεια θα το έλεγα αυτό που με διακρίνει.

 

Πάντως πρέπει να πω ότι ζηλεύω αυτήν την στριφνή, δύσκολη δυσνόητη, ακατανόητη, (μπορεί και ανόητη) γλώσσα που χρησιμοποιούν οι κουλτουριάρηδες. Ένα παραδειγματάκι θα σας πείσει. Απολαύστε ένα τεχνοκριτικό σημείωμα, που αναφέρεται στην ζωγραφική ενός σπουδαίου ζωγράφου:

 

«Η χρονικότητα -στον τάδε ζωγράφο- είναι ψευδαίσθηση, απάτη, διάσπαση, εξαλλαγή, διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου, κατακερματισμός και αλλοτρίωση, γι’ αυτό κύριο μέλημά του είναι να την εξοστρακίσει αναζητώντας την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας, μιας ιδιωματικής μορφής, που θα του επιτρέψει την αναδόμηση ενός κόσμου όπου μέσα του, ερωτικά συγκλίνουν τα πάντα, ικανοποιούνται, αποκαθίσταται».[i]

 

Βεβαίως δεν καταλάβατε λέξη και αισθάνεστε ανεπαρκείς. Μην περιμένετε να σας εξηγήσω, γιατί εγώ, έχοντας συναντήσει εκατομμύρια πανύβλακες στην ζωή μου, κατάλαβα. Μη καταλαβαίνοντας τον συγκεκριμένο τεχνοκριτικό, –υπάρχουν και χειρότεροι,– δεν πρέπει να αισθάνεστε ανεπαρκείς. Το ακατανόητο δεν μπορεί να γίνει κατανοητό!

 

Θυμάμαι κάποτε που με είχαν πάει –τραβηχτό, εν τάξει;– σε μια έκθεση μοντέρνας τέχνης στο Sheffield, στην Αγγλία εγώ ακόμη τότε. Πήγαμε και στο άνοιγμα, να μην κουλτουριαστούν άλλοι πριν από μας. Θέλαμε να πάρουμε την κουλτούρα πρώτο χέρι! Άρχισαν με τους λόγους των… καλλιτεχνών, ήταν ομαδική η έκθεση. Άκουγα και έφριττα. Αλλά είχαν και μπουφέ και σκεπτόμουνα: «Δεν θα τελειώσετε ποτέ; Θα τελειώσετε! Τότε θα πέσω στη μάσα και θα πάρουν τα όνειρα εκδίκηση, για να θυμηθούμε και λίγο Ελύτη, που τον καταλαβαίνω». Μετά μας πήρε ένας φουκαράς τεχνοκριτικός, να μας εξηγήσει τ’ ανεξήγητα. Και φτάσαμε και στο τελευταίο έργο ζωγραφικής, που ήταν ένα τεράστιο καταπράσινο παραλληλόγραμμο και κοντά στην επάνω αριστερή γωνία είχε ένα κατακόκκινο τετράγωνο και αυτό ήταν όλο. Ο φουκαράς ο τεχνοκριτικός, μη ξέροντας τι άλλο να πει, –θα του είχαν τελειώσει οι μαλακίες φαίνεται,– μας είπε: «Η κοκκινότητα του κοκκίνου τονίζει την πρασινότητα του πρασίνου». Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε και μετά ρώτησε αν είχαμε απορίες. Οι εγγλέζοι δεν μίλησαν, εγώ όμως που τα είχα πάρει επικινδύνως στο κρανίο και το ένιωθα ότι κοντά ήταν το εγγεφαλικό, μίλησα και είπα… βαρβαρότητες: «Θα μπορούσατε παρακαλώ να μου πείτε πόσα σας πληρώνουν για να μας πείτε τις μαλακίες που μας είπατε;» και πριν φύγει ολόκληρη η φράση απ’ το στόμα μου, το είχα μετανιώσει. Σκέφτηκα «μπορεί να το χρειάζεται το μεροκάματα ο άνθρωπος. Μπορεί να ’χει οικογένεια να θρέψει». Πήγα και του ζήτησα συγγνώμη και τελικά γίναμε φίλοι. Μετά έπεσα στην μάσα!

 

Εκεί που έτρωγα κι έπινα ωραία όμως, ξαφνικά τελείωσε το κόκκινο κρασί και άσπρο δεν πίνω. Το αφήνω για τις κυρίες! Ματιά από ’δώ, ματιά από ’κεί, να ένα ανοιγμένο μπουκάλι κόκκινο κρασί πάνω σε μια κολώνα Ιωνικού ρυθμού νομίζω. Είχε κι ένα πιάτο παραδίπλα, αλλά, αφού φαΐ υπήρχε ακόμη, δεν πρόσεξα τι περιείχε. Μαγκώνω το μπουκάλι, γεμίζω τα ποτήρια της παρέας και λέω: «Να κρασί, ηλίθιοι! Από μένα τα περιμένετε όλα;» και καμάρωνα. «Πού το βρήκες αυτό;» με ρώτησε ένας φίλος που ήξερε. «Να, εκεί ήταν» και του ’δειξα την κολώνα. Άσ’ το εκεί που το βρήκες, γιατί αν σε δει ο γκαλερίστας, θα ζητάει ₤2.500». «Τι κρασί είν’ αυτό, ρε παιδιά, που είναι τόσο ακριβό; Rothschild είναι;» απόρησα εγώ. «Έκθεμα είναι, ηλίθιε!» με προσγείωσε η απάντηση. Έ όχι και να αγοράσω τέτοιο έκθεμα. Εγώ να φάω πήγα. Κάπως έτσι, άδοξα, τελείωσε η επίσκεψή μου στην γκαλερί. Πάντως έφαγα και δεν αγόρασα τίποτα.

 

Καταλάβατε τώρα γιατί τους θαυμάζω τους κουλτουριάρηδες; Γιατί η γλώσσα τους και η τεχνοτροπία τους απέχει έτη φωτός απ’ το μυαλό το δικό μου, που αρνείται να τα προσεγγίσει αυτά τα πράγματα και να τα δεχτεί. Είτε εκείνοι είναι πολύ έξυπνοι κι εγώ πολύ βλάκας ή το αντίστροφο, ποιος ξέρει; Θα δείξει το πράγμα. Γεγονός πάντως είναι ότι προσπαθούν οι ρηχοί να εντυπωσιάσουν άλλους ρηχότερους και, πολύ φοβάμαι, τα καταφέρνουν.

 

Βεβαίως η καλλιέργεια, είτε πνευματική είτε άλλη, είναι πολύ σπουδαία υπόθεση και δεν γίνεται να την ξεπετάξουμε μ’ ένα και μόνο κείμενο. Θα ακολουθήσει κι άλλο. Να είμαστε όλοι καλά και να το περιμένετε την Τετάρτη 10 Σεπτέμβρη.

 

Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα, αλλά έχω την εντύπωση ότι δεν έβρισα κανέναν σήμερα, πράγμα που σημαίνει, χαράς ευαγγέλια, ότι την γλίτωσα την κατσάδα απ’ τον αρχισυντάκτη. Τι στην ευχή πια; Για το κατηχητικό γράφω;

 

ο θείος Τάκης (Παναγιώτης Περράκης)

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά.   Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Κάτι εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.

Και

Του POPEYE bistro, Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπἰρες.

Και στα δύο αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου! Αυτό το τελευταίο σημαίνει (για όσους δεν μπορούν να καταλαβαίνουν ελληνικά,)  ότι οι χορηγοί  μπορεί και να μην συμφωνούν με το θέμα ή με την ανάπτυξή του, δημοκρατικά σκεπτόμενοι όμως, δεν επεμβαίνουν.

 



[i] Το παράδειγμα είναι από ένα βιβλίο: «Τα Αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών Κουλτουριάρηδων», από μια συζήτηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου και του Περικλή Σφυρίδη.

 

Exit mobile version