Πως γίνεται να μαγειρέψεις χωρίς φαγητό; Οι συνταγές της κατοχής!
Πώς γίνεται να μαγειρεύεις χωρίς φαγητό; Οι συνταγές της επιβίωσης στην Κατοχική Αθήνα, μέσα από τις μαρτυρίες γυναικών της εποχής. Η ιστορικός Ελένη Νικολαΐδου ξεφυλλίζει τις σελίδες του βιβλίου της και θυμάται.
Επιβίωση με πατατοφλουδοκεφτέδες, μπομπότα, ψίχουλα εβδομάδας, καφέ από ρεβίθια, τετράποδα και τον… εμετό των Γερμανών
«Καθόλου κρέας ή ψάρι, μια αλεσμένη αγκινάρα για φαγητό. Καλό μάσημα της τροφής για να νιώθει το στομάχι γεμάτο και μην ξεχνάτε να μαζεύεται τα ψίχουλα από το τραπέζι σε ένα βαζάκι. Στο τέλος της εβδομάδας, η ποσότητα θα είναι αρκετή». Προτροπές επιβίωσης στον Τύπο της Κατοχής. Από τον Απρίλιο του 1941, η Ελλάδα βίωνε την εξαθλίωση, τον αφανισμό και χιλιάδες πολίτες πέθαιναν κυριολεκτικά από ασιτία.
Η ιστορικός Ελένη Νικολαΐδου – ήδη με 22 βιβλία στο βιογραφικό της – βγάζει από το χρονοντούλαπο τις «Συνταγές της Κατοχής», το απόλυτο εγχειρίδιο για το «πώς σφίγγει το ζωνάρι». Εξιστορεί δε στο WE του NEWS 247 τις συνθήκες ζωής, αλλά και τους εφευρετικότατους τρόπους επιβίωσης, όπως τις εξιστόρησαν γυναίκες της εποχής, αλλά και όπως παρουσιάζονταν στα «Αθηναϊκά Νέα», «Βραδυνή» και «Καθημερινή».
Τι έτρωγε ο κόσμος τότε; Και τελικά, πόσο κοντά είμαστε στο να αναπροσαρμόσουμε το σημερινό μας διαιτολόγιο σε εκείνο των δύσκολων χρόνων;
Η ψευδαίσθηση του να τρως κρέας:
«Οι άνθρωποι της Κατοχής είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός από τους Ναζί, τα μπλόκα, τις εκτελέσεις, τη λεηλασία της πόλης και τις τρομακτικές ελλείψεις σε τρόφιμα. Οι μισθοί πλέον δεν είχαν καμία αξία. Τα τρόφιμα στην αγορά ήταν σπάνια και όταν εμφανίζονταν ελέγχονταν από μαυραγορίτες, οι οποίοι ήταν σε αγαστή συνεργασία με τους Γερμανούς κατακτητές. Έπρεπε, λοιπόν, να επιβιώσουν. Χιλιάδες δεν τα κατάφεραν, χιλιάδες στην Αθήνα και σε άλλα μέρη πέθαναν από ασιτία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, οι εφημερίδες της εποχής έδιναν συμβουλές για το πώς θα μπορέσουν οι Αθηναίοι να διατραφούν, ώστε να κρατηθούν εν ζωή. Μία συνταγή ή οδηγία – που ήταν και αυτή που με σόκαρε περισσότερο – έδινε οδηγίες για το πώς να μαζεύουν ψίχουλα».
Έλεγε λοιπόν: Μαζεύετε με προσοχή τα ψίχουλα από το τραπέζι και βάλτε τα σε ένα ποτήρι. Στο τέλος της εβδομάδας θα έχετε μαζέψει τόσα ψίχουλα, ώστε να μπορέσετε να τα χρησιμοποιήσετε στη μαγειρική σας.
«Ειλικρινά, δεν είναι φοβερό; Επίσης, υπήρχε συνταγή που έλεγε πώς να ξεγελάσεις τα μάτια σου και το στομάχι σου ότι τρως κρέας (φοβερά δυσεύρετο προϊόν)».
Είναι πολύ απλό: Παίρνεις μία μελιτζάνα και την τρίβεις, την αφήνεις να σκουρύνει και τότε έχεις την αίσθηση ότι τρως κρέας! «Ξέρετε οι Αθηναίοι άλλαξαν δραστικά τις διατροφικές τους συνήθειες. Γνωρίζατε ότι τα γεμιστά προ Κατοχής τα έτρωγαν με μαγιονέζα;».
«Όταν πεινάς θα φας τα πάντα, όταν βλέπεις το παιδί σου τουμπανιασμένο θα του δώσεις τα πάντα για να το κρατήσεις στη ζωή. Μερικές φορές αναρωτιόμασταν: “Μα και σκύλους;”. Ναι και σκύλους και γάτες. Τα πάντα έτρωγαν τότε οι Αθηναίοι», αναφέρει η κα Νικολαΐδου.
Οι σκύλοι και οι γάτες εξαφανίστηκαν από τους πρώτους μήνες που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Και επειδή οι κατακτητές δεν άφησαν τίποτα όρθιο, αλλά κατέσχεσαν ακόμη και τους γάιδαρους για τις ανάγκες των μεταφορών του στρατού τους, παρατηρήθηκε ότι και αυτοί σταδιακά εξαφανίζονταν. Είναι εξακριβωμένο ότι από τον Εθνικό Κήπο σε μία νύχτα χάθηκαν δύο ελάφια. Εικάζεται ότι πεινασμένοι μπήκαν μέσα νύχτα και τα άρπαξαν για λόγους επιβίωσης.
«Πρέπει να σας πω ότι σφάζονταν και άλογα. Για το λόγο αυτό, υπήρχαν πολλά παράνομα σφαγεία, όπου έσφαζαν τα ζωντανά και τα πουλούσαν από πόρτα σε πόρτα για ολόκληρες περιουσίες. Το ξεπούλημα της περιουσίας των Αθηναίων έγινε και για άλλα τρόφιμα, όπως το λάδι».
Τα φρούτα στην κατοχική Αθήνα, αποτελούσαν ένα είδος υπό εξαφάνιση. «Υπήρχαν όμως συνταγές για ορεκτικά που έκοβαν την όρεξη! Οι οδηγίες δηλαδή που δίνονταν ήταν, πώς θα ξεγελάσουμε το στομάχι μας, ώστε να νιώσει ότι είναι γεμάτο. Τούς προέτρεπαν λοιπόν να τρώνε χόρτα και να τα μασούν αργά αργά για να νομίσει το στομάχι ότι είναι χορτάτο».
Ακόμη, λόγω του ότι ο καφές ήταν δυσεύρετος, απλοί πολίτες έφτιαχναν έναν τύπο καφέ από διάφορα προϊόντα, όπως τα ρεβίθια ή από βραστά κουκούτσια.
«Αυτό που υπήρχε σε μερική αφθονία, ήταν το κρασί, το οποίο έσωσε αρκετούς Αθηναίους, γιατί τους τόνωνε. Επίσης και οι σταφίδες και τα σύκα ήταν υλικά που τους κρατούσαν ζωντανούς, αφού τα χρησιμοποιούσαν ως υποκατάστατα ζάχαρης και έφτιαχναν γλυκά. Υπήρχαν εστιατόρια που πουλούσαν γάλα, νερωμένο φυσικά, και αμφιβόλου ποιότητας. Να συμπληρώσω εδώ ότι από την πείνα τους, οι Αθηναίοι μάζευαν ό, τι χόρτο έβρισκαν, αλλά πόσα χόρτα μπορεί να υπάρχουν για να ταΐσουν μία πόλη; Δίνονταν τότε οδηγίες να είναι προσεκτικοί στο τι τρώνε, αλλά στην πράξη ήταν ανέφικτο λόγω της πείνας».
Άλλοι επιβίωναν με φέτες λασπώδους ψωμιού ή την λεγόμενη μπομπότα (χυλός από καλαμποκάλευρο), ενώ είναι εξακριβωμένο ότι υπήρχαν άνθρωποι και παιδιά ή ορφανά πολέμου, που σύχναζαν έξω από τις ταβέρνες που έπιναν και έτρωγαν οι Γερμανοί και όταν αυτοί ξερνούσαν, θρέφονταν από τον εμετό τους».
«Είναι τραγικό αυτό που θα σας πω αλλά η πρώτη ύλη ήταν το …νερό! Όταν βέβαια έτρεχε από τις βρύσες, γιατί η αλήθεια είναι ότι τους το έκοβαν πολύ συχνά. Για να σας δώσω να καταλάβετε, υπήρχε συνταγή που έλεγε ότι αν και εφόσον βρεθείτε τόσο τυχεροί και αγοράσετε φασολάκια, να τα καθαρίσετε, κρατήστε τις άκρες και τις κλωστές και όλα μαζί ψιλοκόψτε τα. Σε μία κατσαρόλα με νερό ρίξτε τα όλα μέσα, προσθέστε λίγο κρεμμύδι, ντομάτα ή ελιές και να μία θαυμάσια σούπα για το βράδυ!».
Να σημειωθεί ότι σε περισσότερη αφθονία, αναλογικά, ήταν τα χόρτα και γι’ αυτό υπήρχαν πολλές συνταγές με αυτά, μέχρι και το πώς να μαγειρέψετε… χόρτα ογκρατέν!
Η ανταλλακτική οικονομία και οι «σκοπιές» στα λάχανα:
Οι Αθηναίοι επέστρεψαν από τα πρώτα χρόνια της Κατοχής στην ανταλλακτική οικονομία. Η οδός Αθηνάς, ο γνωστός δρόμος στο κέντρο της Αθήνας, ήταν ο τόπος συνάντησης των απανταχού ταλαιπωρημένων και πεινασμένων.
«Εκεί θα βλέπατε να έχουν στο δρόμο ότι μπορούσε κανείς να πουλήσει από το σπίτι του. Προσωπικά αντικείμενα, έπιπλα, ίσως κάποια τρόφιμα, μαγειρευτά φαγητά με ύποπτα κρέατα μέσα, ζαχαρωτά που περισσότερο ήταν καθαρτικά, ακόμη και σαπούνια που τελικά έλιωναν τα ρούχα (παρασκευάζονταν παράνομα και χωρίς γνώσεις). Τότε άλλωστε, υπήρχε τρομερή έλλειψη από σαπούνι».
Αρκετοί απλοί πολίτες κατάφεραν να σωθούν, χάρη στα συσσίτια που διοργάνωναν τα σωματεία προς τα μέλη τους. Αποτέλεσμα ήταν η εξασφάλιση ενός πιάτου με όσπρια ή μία κούπα νεροζούμι.
«Τα συσσίτια ήταν πολύ διαδεδομένα και εξαιτίας τους κατάφεραν πολλοί Αθηναίοι να επιβιώσουν. Φυσικά μην νομίζετε ότι ήταν τίποτα φαγητά της προκοπής αλλά ήταν αρκετά για να μπορέσουν να σταθούν τα πόδια τους. Να σας πω επιπλέον, ότι πολλοί Αθηναίοι έβαζαν κοτέτσια στα μπαλκόνια και τις αυλές ή έφτιαχναν δικό τους μπαξέ που όμως φύλαγαν σκοπιά για να μην πάει κάποιος πεινασμένος να τους πάρει την κότα ή το λαχανικό».
Οι εφημερίδες την εποχή της Κατοχής ήταν γεμάτες με ειδήσεις από την κεντρική αγορά. Φουφούδες είχαν στηθεί στους δρόμους και πουλούσαν ζωμούς από κρέας, χωρίς να διευκρινίζεται για το τι κρέας μαγείρευαν. Οι μεταφορές γίνονταν με αυτοσχέδια καροτσάκια. Τα παπούτσια έλιωναν και άρχισαν οι Αθηναίοι σκάλιζαν ξύλα και τα φορούσαν. Τότε εμφανίστηκαν λοιπόν στην Αθήνα και τα τσόκαρα. Τα μαγαζιά με ηλεκτρικά είδη πουλούσαν μέχρι και σπιτικά γλυκά.
“Μην το πάρετε για παραδοξολογία. Πρόκειται για φαγητό δοκιμασμένο και νοστιμότατο. Τότε έλεγε ότι πρέπει να: Βράζετε τις πατάτες, αφού τις πλύνετε καλά. Έπειτα τις ξεφλουδίζετε. Τι κάνετε τις φλούδες; Τις πετάτε. Πετάτε δηλαδή το πιο θρεπτικό και το πιο υγιεινό μέρος της πατάτας, αφού είναι πια γνωστό πως κάθε λαχανικό και φρούτο στο φλοιό του και γενικά προς τα εξωτερικά του στρώματα περιέχει τις διάφορες πολύτιμες βιταμίνες. Παίρνετε, λοιπόν, αυτές τις φλούδες, προσθέτετε μπόλικο κρεμμυδάκι ψιλοκομμένο, λιγάκι δυόσμο, αλάτι, πιπέρι, ζυμώνετε και τηγανίζετε. Θα απορήσετε για το αποτέλεσμα. Αν δεν πρόκειται να βράσετε τις πατάτες, αλλά να τις μαγειρέψτε αλλιώς όποτε θα τις παστρέψτε πριν τις βράσετε, πάλι μπορείτε να κάνετε τους κεφτέδες σας, βράζοντας τις φλούδες που θα είναι ακόμα πιο νόστιμες γιατί θα έχουν επάνω και λίγη πατάτα.
Στις συνταγές της εποχής συγκαταλέγονται επίσης, τα ροφήματα ή γλυκίσματα από φλούδες μήλων, η χρησιμότητα των κουκουτσιών για περίφημα γλυκά και τα μπισκότα από ελάχιστο αλεύρι.
«Τα ελληνικά ΜΜΕ εμφανίζουν τις “Συνταγές της πείνας” ως βιβλίο για την κρίση, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν γράφτηκε με τέτοιο στόχο. Καταρχάς δεν πρόκειται για κανονικό βιβλίο μαγειρικής, αλλά για προϊόν έρευνας, μέσα από τα μάτια των τότε μητέρων που προσπαθούσαν να θρέψουν με ελάχιστα χρήματα και πρώτη ύλη, τις οικογένειές τους». Το βιβλίο σήμερα έχει ξεπεράσει τις 5.000 πωλήσεις πανελλαδικώς.
Ζούμε όμως τελικά με το φόβο ότι θα επιστρέψουμε σε αυτές τις εποχές; Η ίδια η συγγραφέας σημειώνει ότι η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να συγκριθεί με το τότε: «Τότε αγωνιζόμασταν κατά όπλων και στρατιωτών, που μπορούσαμε να δούμε.
Σήμερα ο εχθρός είναι αόρατος. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι οι Έλληνες αλλάζουν και σήμερα τις διατροφικές τους συνήθειες λόγω οικονομικής ανέχειας. Η φτώχεια και η πείνα έχουν επιστρέψει – γεγονός που σοκάρει τους Έλληνες».
Άλλωστε η ίδια κα Νικολαΐδου ως εκπαιδευτικός, γίνεται ολοένα και συχνότερα μάρτυρας του υποσιτισμού των μαθητών, που λιποθυμούν.
«Δεν καταλαβαίνω τί σκέφτεται η κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι. Είναι δυνατόν να σωθεί η οικονομία της χώρας με τη φτωχοποίηση του πληθυσμού και την κατάρρευση της αγοράς;», διερωτάται η συγγραφέας, η οποία φοβάται ότι οι Έλληνες έχουν πάρει μόνο μία πρώτη γεύση από τα δεινά που έρχονται: «Βρισκόμαστε μπροστά στις πύλες της κόλασης».
«Άνθρωποι τρώνε από τα σκουπίδια, ο μισθός δεν αρκεί για τον μήνα, η ανεργία χτυπάει κόκκινο με νέους και νέες να παρακαλάνε για μία δουλειά, έστω και με ελάχιστα χρήματα, άστεγοι σε παγκάκια και σε εσοχές πολυκατοικιών, κακή και φτηνή τροφή, αυτοκτονίες. Πιστεύετε ότι αυτές οι εικόνες είναι της Κατοχής ή του σήμερα; Εγώ σας λέω ότι ανήκουν και στις δύο εποχές. Δεν ξέρω ακριβώς τι κάνουν σήμερα τα νοικοκυριά λόγω της φτώχειας, αλλά σίγουρα έχουν αλλάξει τις διατροφικές τους συνήθειες προς το χειρότερο και εύχομαι να μην φτάσουμε στο σημείο να χρειαστούμε τις “Συνταγές της πείνας”. Στο χέρι μας είναι!», καταλήγει.