ΆρθροΑρχείο

Περιπέτειες ενός Ξενοδόχου

Τώρα, μέρες που είναι, προπαραμονή της τελευταίας ψηφοφορίας για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, θα περιμένετε να σας πω γι’ αυτό το θέμα. Ό,τι είχα να πω, το έχω ήδη πει βεβαίως, άρα δεν χρειάζεται να τα ξαναλέμε. Θα σας πω για περιπέτειες που είχα στο παρελθόν και όχι σε μέρη εξωτικά, αλλά εδώ κοντά, στο Τολό.

 

Κάποτε λοιπόν είχαμε ένα οικόπεδο. Δηλαδή, η μάνα μου το είχε και μας το ’κανε δωρεά, γονική παροχή, ή όπως αλλιώς το λένε, και εγώ, εκεί που ήταν το οικόπεδο, δεν θ’ αγόραζα ούτε τσιγάρα. Αφού το είχαμε λοιπόν, ο αδελφός μου κι εγώ, κάτι έπρεπε να το κάνουμε και αντί να το πουλήσουμε, όπως θα ’πρεπε, αποφασίσαμε να κάνουμε ξενοδοχείο. Ο αδελφός μου αποφάσισε, δηλαδή, που ’χει επιχειρηματικό πνεύμα κι ο θεός να μας φυλάει! Κάτι λοιπόν η μάνα μου, που ήθελε κάτι να γίνει το οικόπεδο που μας είχε χαρίσει, κάτι ο αδελφός μου με το επιχειρηματικό πνεύμα του, με πείσανε. Πώς το λέει η παροιμία; «Λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει». Στην προκειμένη περίπτωση, η «κυρά» ήμουν εγώ και… με τουμπάρανε.

 

Έγινε το ξενοδοχείο λοιπόν, στο παραθαλάσσιο θέρετρο, αλλά ήταν στο βουνό. Όχι το θέρετρο, μωρέ, λέω για το ξενοδοχείο που ήταν στο βουνό. Κάποιον δεκαπενταύγουστο λοιπόν, που είναι παχιές οι μύγες και βράζει ο τόπος, το ξενοδοχείο ήταν γεμάτο. Έτυχε όμως μια ακύρωση κι έγινα ο μόνος ξενοδόχος στην ευρύτερη περιοχή με δωμάτιο άδειο, να το κάνω ο,τι ήθελα, να το δώσω σ’ όποιον έκανα κέφι. Το πήρε μια κυρία με την κορούλα της, μπουκιά και συχώριο ήταν και οι δύο!

 

Όλα πήγαιναν καλά λοιπόν κι εγώ ήμουνα ευχαριστημένος, που είχα διπλοπληρωθεί για το δωμάτιο, ώσπου η κυρία αποφάσισε ότι δεν της άρεσε, γιατί δεν είχε θέα. Όταν ήρθε και μου το είπε, πήρα ανάποδες. Δηλαδή, δεν της έφτανε που είχε βρει δωμάτιο, ήθελε και δωμάτιο με θέα. «Ξέρετε τι βλέπω απ’ το μπαλκόνι μου;» με ρώτησε, όταν μου ’κανε παράπονα. «Ξέρω πολύ καλά, κυρία μου. Δικό μου είναι το ξενοδοχείο. Βλέπετε το βουνό και λίγο θάλασσα προς τα αριστερά», απάντησα. «Δεν είναι ωραίο!» δήλωσε. «Ε, τι να κάνουμε, κυρία μου; Αυτό είναι το βουνό μας, δεν γίνεται να τ’ αλλάξουμε τώρα και από ένα παράθυρο που βλέπει προς το βουνό, μην περιμένετε να δείτε τίποτ’ άλλο εκτός απ’ το βουνό», την πληροφόρησα σοβαρά. «Δεν είναι ικανοποιητικό!» μου δήλωσε. «Και τι θα θέλατε, μαντάμ, να δείτε από ένα παράθυρο ξενοδοχείου που βλέπει προς το βουνό; Τις πυραμίδες της Αιγύπτου; Το ηφαίστειο Κρακατόα; Ή, μήπως τον Παρθενώνα;» ρώτησα εκνευρισμένος. «Αλλιώς το περίμενα», ήταν η απάντησή της. Ε, τότε ακριβώς ήταν που πήρα εκείνες τις ανάποδες που λέγαμε πριν. «Τι θα θέλατε να κάνουμε τώρα, μαντάμ;» ρώτησα. (Όταν εκνευρίζομαι, αποκαλώ όλες τις γυναίκες «μαντάμ», δεν ξέρω γιατί, μου βγαίνει αυθόρμητα). «Θα θέλατε μήπως να μετακινήσουμε το κτήριο; Τριάντα μοίρες έτσι θα σας ήταν αρεστό, ή μήπως τριάντα μοίρες αλλιώς; Λίγο πιο μπροστά ίσως, μήπως λίγο πιο πίσω; Το πάνω κάτω ή το μέσα έξω; Πέστε μου, σας παρακαλώ, πώς θα σας άρεσε και θα κάνω ο,τι περνάει απ’ το χέρι μου, για να σας ικανοποιήσω!»

 

Σαν να το κατάλαβε ότι τη δούλευα. Πώς να το κάνουμε τώρα; Τόση προθυμία ενός ξενοδόχου, να ικανοποιήσει πελάτη, που δεν έχει πού αλλού να πάει, δεν είναι φυσιολογική. Έπειτα μπορεί να το σκέφτηκε ψύχραιμα το πράμα: «Πώς θα κουνήσει ολόκληρο κτήριο αυτός; Σεισμός είναι;» και δεν έδωσε συνέχεια.

 

Κάποτε άλλοτε, τέλος Σεπτεμβρίου, τότε που είχε κοπάσει η κίνηση, ετοιμαζόμουνα να κλείσω και να πάω γι’ αλλού. Εκεί στην υποδοχή λοιπόν, που παιδευόμουνα με κάτι τελευταίες εγγραφές στα βιβλία, παρουσιάστηκε ο Βαγγέλης. Δωμάτιο ήθελε, όλα άδεια ήταν κι ο Βαγγέλης φίλος απ’ το Ναυτικό, δεν γινότανε να τον διώξω. Του ’δωσα ένα κλειδί και μέναμε οι δυο μας σ’ ένα ολόκληρο ξενοδοχείο. Περιττό να πω ότι ο Βαγγέλης δεν πλήρωνε. Αυτό θα μου έλειπε δα, να παίρνω λεφτά από συναδέλφους στο Ναυτικό. Τον είχα περάσει όμως στο βιβλίο, όνομα, επώνυμο, ημερομηνία άφιξης κλπ, ως φιλοξενούμενο. Ο νόμος μου δίνει το δικαίωμα. Όλα κανονικά δηλαδή, καμιά παράβαση. Υπηρεσία δωματίων δεν υπήρχε. Σιγά μην κράταγα καμαριέρα για ένα δωμάτιο. Ο,τι καταφέρναμε μόνοι μας.

 

Την τρίτη μέρα, ο Βαγγέλης πεθύμησε να φάει μουσακά και μου το είπε την «ιερή» ώρα του πρωινού καφέ. Έβγαλα λεφτά, του τα ’δωσα και του είπα να κατέβει στο χωριό, να κάνει τα ψώνια του, να μου αγοράσει και εφημερίδα και να επιστρέψει, για να μαγειρέψει χωρίς να με ενοχλεί άλλο. Εγώ, όπως του δήλωσα, θα έβαζα την… όρεξη. Ο υπάκουος Βαγγέλης έκανε ο,τι ακριβώς του είχα πει και σε λίγο εκείνος μαγείρευε χωρίς να μ’ ενοχλεί κι εγώ είχα βυθιστεί στην ανάγνωση των εφημερίδας μου και όχι, δεν διαβάζω αθλητικές, για να προλάβω την ερώτηση.

 

Δεν μ’ ενόχλησε ο Βαγγέλης, μ’ ενόχλησε η ΥΠΕΔΑ, το ΣΔΟΕ της εποχής, αν δεν τους είχατε ακουστά. Τρεις μου ήρθαν μια μέρα. Πάνε τρεις-τρεις, για να δείχνουν μπούγιο. «Είμαστε της ΥΠΕΔΑ», μου λέει ένας απ’ τους τρεις με στόμφο. «Βγείτε και ξαναμπείτε, για ν’ αρχίσετε κανονικά. ‘Καλημέρα’ λέει πρώτα ο κόσμος», είπα εγώ και όταν ξαναμπήκαν και είπαν «καλημέρα», τους ρώτησα τι θέλανε. Περιττή η ερώτηση! Τι άλλο να θέλανε; Να κάνουνε έλεγχο θέλανε και να μου ρίξουνε κάνα πρόστιμο από ’δώ μέχρι απέναντι, αν μπορούσαν. «Τα βιβλία είναι σ’ εκείνο το συρτάρι», τους πληροφόρησα εγώ χωρίς να σηκωθώ απ’ τη θέση μου. Πήραν τα βιβλία και κάθισαν σ’ ένα τραπέζι.

 

Πριν καν τα ανοίξουν, να δουν τι έγραφαν μέσα, ρώτησαν: «Ο κύριος ποιος είναι και πού μένει;» Για τον Βαγγέλη ενδιαφερόντουσαν. «Φίλος είναι και μένει εδώ», απάντησα, συνεχίζοντας να διαβάζω την εφημερίδα μου. «Είναι περασμένος στο βιβλίο;» ρωτάει κάποιος περίεργος απ’ αυτούς. «Ανοίξτε το πρώτα και μετά με ενοχλείτε για τυχόν απορίες», πρότεινα εγώ. Άνοιξαν κι είδαν ότι ο Βαγγέλης ήταν φιλοξενούμενος. Ο ίδιος περίεργος, σε μια προσπάθεια να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από την κοτσάνα που είχε πει προηγουμένως, ρώτησε: «Και πώς το ξέρουμε εμείς ότι είναι φιλοξενούμενος και δεν το γράφετε εσείς έτσι, για να μην πληρώνετε εφορία;»

 

Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι! Μην ακούσω καμιά ηλιθιότητα τώρα, γιατί θ’ ανεβάσω ατμό! Αν είχα ένα ξενοδοχείο γεμάτο φιλοξενούμενους, θα το καταλάβαινα και θα δικαιολογούσα την ερώτηση, αλλά τότε, μ’ έναν πελάτη όλον κι όλον, εκνευρίστηκα, γιατί τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του; Με μια εκπληκτική ηρεμία, τους δήλωσα: «Κύριοι, μια βλακεία είχατε το δικαίωμα να πείτε και την είπατε. Στην επόμενη, θα σας κοπανίσω άγρια και τους τρεις!». Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να προσθέσω ότι δεν απάντησα στην ερώτηση, ούτε το τι έγινε αμέσως μετά. Έφυγαν κι ακόμη τρέχουν, φίλοι μου, γιατί δεν με καταλαβαίνετε;

 

ο θείος Τάκης (Παναγιώτης Περράκης)

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά της

 

Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.

 

Και

 

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπἰρες.

 

Και στα δύο αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου!