Αναβίωσε και φέτος το «Γιάλα-Γιάλα» στην Ερμιόνη
Ένα πολύ παλιό έθιμο και μοναδικό σε όλη τη Ελλάδα, αναβίωσε για ακόμα μια χρονιά στην Ερμιόνη με πρωταγωνιστές τους 18ρηδες που πρόκειται να καταταγούν στον στρατό.
Οι νέοι με την παραδοσιακή ναυτική φορεσιά, αναβίωσαν για μια ακόμα χρονιά το «Γιάλα-Γιάλα», πέφτοντας στα νερά και ανασύροντας τον Τίμιο Σταυρό και την εικόνα της Βαπτίσεως του Χριστού. Για την ιστορία, τον Σταυρό ανέσυρε ο Ανάργυρος Λαζάρου και την Εικόνα ο Νίκος Λάμπρης. Το έθιμο τήρησαν ακόμη οι Αχιλλέας Λεβέντης, Νίκος Σάββας, Γιάννης Τζανής, Ορφέας Νίκας, Παναγιώτης Πολίτης, Γιάννης Φλεβαράκης και Ανδρέας Δαγρές.
Ωστόσο το έθιμο δεν περιλαμβάνει μόνο αυτό, αλλά πρόκειται για ολόκληρη ιεροτελεστία η οποία ξεκινάει από την παραμονή των φώτων για να κορυφωθεί ανήμερα της εορτής των θεοφανείων.
Την παραμονή των Φώτων οι νέοι ψαράδες κατεβαίνουν στο λιμάνι και στολίζουν τις βάρκες που τους έχουν οι καραβοκύρηδες παραχωρήσει με κλώνους από φοίνικες, σμυρτιές, κουμαριές, νεραντζιές , αγριοχουρμαδιές και χρωματιστές γιορτινές σημαίες. Το στόλισμα και το ολονύχτιο γλέντι που θα ακολουθήσει, συνοδεύει το τοπικό τραγούδι του << γιάλα γιάλα >>.
Τα μελωδικά στιχάκια του γιάλα-γιάλα αποτελούν ποιητικό μνημείο, σύμβολο της ταυτότητας και της ιστορικής μνήμης τόσο σε τοπικό επίπεδο, όσο και σε πανελλήνιο. Μιλούν για την ξενιτιά, τον έρωτα, τη θάλασσα και τραγουδιούνται από τους νέους μας που αγκαλιασμένοι τριγυρνούν την παραμονή το βράδυ στα γραφικά σοκάκια της πόλης. Η μελωδία, ο στίχος εκφράζουν τη συναισθηματική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής και συνταιριάζουν αρμονικά βίωμα και συναίσθημα. Το ντύσιμό των νέων που τραγουδούν το γιάλα-γιάλα, πάντα ίδιο. Ναυτικό λευκό παντελόνι, μάλλινη μπλε μπλούζα, επενδύτης ναυτικός και λευκό μαντήλι τρίγωνο δεμένο στο λαιμό, ή στο μέτωπο, που συμβολίζει τον αφρό του κύματος.
Την παρέα των παλληκαριών που θα πέσουν στο σταυρό απαρτίζουν οι κληρωτοί, εκείνοι δηλαδή που πρόκειται να πάνε στο στρατό και για την ακρίβεια, όσοι πρόκειται να καταταγούν στο ναυτικό, που κατά κύριο λόγο ήσαν ναυτικοί.
Ντυμένοι κι αγκαλιασμένοι όπως το έθιμο προστάζει και αγκαλιασμένοι, βγαίνουνε βόλτα στα καλντερίμια του χωριού κι από όπου περνάνε οι πόρτες ανοίγουν και τους κερνούν. Το κονιάκ και το κρασί θα τους κρατήσει ζεστούς στην παγωμένη χειμωνιάτικη βραδιά.
Ανήμερα θα εκκλησιαστούν, θα ανάψουν ένα κερί και μια προσευχή θα ξεφύγει από τα χείλη του καθενός, να είναι αυτός ο εκλεκτός που θα πιάσει το Σταυρό. Στη συνέχεια αγκαλιασμένοι θα κατέβουν στις στολισμένες βάρκες περιμένοντας να τελειώσει η λειτουργία και ο Μέγας Αγιασμός.
Κουνούν τις βάρκες ρυθμικά αριστερά δεξιά τραγουδώντας, μέχρι το νερό να φτάσει στη γιαλού. Η εκκλησιαστική πομπή μεγαλόπρεπη, καθώς ταιριάζει με τα εξαπτέρυγα, τα λάβαρα, τα ολόχρυσα άμφια, τους ιερείς, τους ψαλτάδες, τους επιτρόπους των ναών, τις Αρχές του τόπου αλλά και σύσσωμο το εκκλησίασμα, θα κατέβει στο λιμάνι και θα πάρει τη θέση της στη στολισμένη για την περίσταση εξέδρα.
Ακολουθεί η τελετή της βάφτισης και στο τρίτο <<εν Ιορδάνη>> οι νέοι μας βουτούν με ορμή στη θάλασσα με μακροβούτι κολυμβητή να πιάσουν εικόνα και σταυρό. Επιστρέφουν στο σπίτι ντύνονται, βάζουν το σταυρό σε δίσκο με λουλούδια και τον περιφέρουν στο λιμάνι και μετά στα σπίτια. Οι πιστοί προσκυνούν και προσφέρουν χρήματα. Με τα χρήματα θα πληρώσουν το φαγοπότι τους και τα βιολιά.
«Ευλαβικά και με την αράδα όλοι τους φυλάγανε εικόνα και σταυρό, τα οποία και δίνανε στους υπολοίπους της παρέας, που στη θάλασσα δεν πέσανε, και αυτοί αφού τα βάζανε σε ανθοστόλιστο δίσκο, τον κρατούσαν σε μια του λιμανιού άκρη, για να προσκυνήσουνε όσοι ξένοι εκεί βρισκόντουσαν και χρήματα στο δίσκο να τους ρίξουνε. Μετά με βάρδιες γυρίζανε σε όλα τα σπίτια του χωριού, των οποίων οι ιδιοκτήτες πιστεύανε ότι η θεία ευλογία έμπαινε μαζί με του Σταυρού τη χάρη σ΄ αυτά και ρίχνανε όσα χρήματα ο καθένας μπορούσε .Με τα χρήματα που μαζεύανε, από την περιφορά αυτή του Σταυρού, αγοράζανε αρνιά που στο φούρνο ψήνανε και την άλλη μέρα, γιορτή του Αϊ-Γιάννη, τρώγανε και με περίσσιο κέφι γλεντάγανε, δίνοντας με τα βιολιά τόνο στις άγιες μέρες που περάσανε, αλλά και στη νεανική ξένοιαστη ζωή που αποχαιρετάγανε, αφού την άλλη μέρα στρατιώτες θα πηγαίνανε».
Το απόγευμα ξεστόλιζαν τα πλεούμενα και τα παρέδιδαν στους καραβοκύρηδες. Τα νερά αγιάζονται αποκτώντας καθαρκτική δύναμη και οι ετοιμασίες για το Μπαρμπαριώτικο ταξίδι αρχίζουν.
<<Το ρίξιμο του Σταυρού στη θάλασσα ήταν η γιορτή των ψαράδων. Παραμονή των Φώτων στόλιζαν τις βάρκες. Στη συνέχεια άρχιζαν το πιοτό που συνεχιζόταν μέχρι και το πρωί της γιορτής. Όταν έπεφτε ο Σταυρός και η εικόνα στη θάλασσα έπεφτε και η παρέα των ψαράδων. Ένας έπιανε το σταυρό και άλλος την εικόνα. Στη συνέχεια γύριζαν με τα σύμβολα στον κόσμο να ανασπάσει και να ρίξει στο δίσκο καμιά δραχμή για να πληρωθούν τα κρασιά και το κονιάκ>>.
Το έθιμο γινόταν στα Μαντράκια που ήταν ο κατ’ εξοχή χώρος των ψαράδων. Εκεί βρίσκονταν όλη τη μέρα. Μπροστά στο σπίτι των αγωνιστών του 1821 Μητσαίων (σήμερα οικία Κανέλλη ), υπήρχε ένας μόλος από όπου γινόταν η κατάδυση του τιμίου Σταυρού. Ο παπάς έριχνε στη θάλασσα σιδερένιο σταυρό. Οι νέοι που έπεφταν να τον πιάσουν ικανοί και επιδέξιοι κολυμβητές έκαναν το καλύτερο μακροβούτι και ανακάλυπταν το σταυρό στο βυθό με τα μάτια ανοιχτά.
Η μεταφορά του εθίμου στο λιμάνι έγινε επί Δημαρχίας Δημητρίου Λεμπέση, όταν κατασκευάστηκε η πρώτη χτιστή προβλήτα, τέλη του 19ου αιώνα. Το πορτραίτο του Δημητρίου Λεμπέση (ελαιογραφία) φιλοτεχνημένο από τα χέρια του ζωγράφου Γεώργιου Προκοπίου, πραγματικό έργο τέχνης, κοσμεί την αίθουσα του Δημαρχείου της Ερμιόνης.
* Οι φωτογραφίες από τις φετινές εκδηλώσεις είναι από το Εικονοσκόπειο News