Του Ιωάννη Στεφάτου*
Στην δημόσια συζήτηση καθόλη την διάρκεια της οικονομικής κρίσης γίνεται πολύς λόγος για την βιωσιμότητα η μη του δημοσίου χρέους. Ωστόσο η συζήτηση αυτή τείνει να λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις απο ότι της αρμόζουν. Ως γνωστόν, το δημόσιο χρέος είναι ο δανεισμός στον οποίο καταφεύγει μια κυβέρνηση όταν τα τρέχοντα της έσοδα δεν επαρκούν για να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες της, δηλαδή τα έξοδα της. Με πολύ απλά λόγια, το δημόσιο χρέος συσσωρεύεται, αυξάνεται από έτος σε έτος κατά το ποσό που ο ετήσιος κρατικός προϋπολογισμός παρουσιάζει έλλειμμα, ή αντιστρόφως συρρικνώνεται ή μειώνεται κατά το ποσό που παρουσιάζει πλεόνασμα. Το ακαθάριστο δημόσιο χρέος, σύμφωνα με το μηνιαίο δελτίο Γενικής Κυβέρνησης του Υπουργείου Οικονομικών, τον Νοέμβριο του 2014, βρισκόταν στα 321,8 δις ευρώ. Το δημόσιο χρέος μας τον Δεκέμβριο του 2013 ήταν στα 321,5 δις δηλαδή στα ίδια επίπεδα με σήμερα. Ως απόλυτο νούμερο δεν μας λέει πολλά πράγματα, ο εν λόγω δανεισμός ίσως είναι υψηλός ίσως χαμηλός. Για τον λόγο αυτό, όπως και σε κάθε νοικοκυριό, εξετάζεται ο δανεισμός συγκριτικά με το ετήσιο εισόδημα, έτσι και σε μια χώρα εξετάζεται ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο Εθνικό προϊόν. Ο λόγος που εξετάζουμε τον συγκεκριμένο δείκτη είναι για να διαπιστώσουμε εάν το κράτος είναι σε θέση να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις σε δανεισμό και στο μέλλον.
Βιώσιμο είναι το επίπεδο του χρέους που επιτρέπει σε μια χώρα οφειλέτη να καλύψει τις τρέχουσες και μελλοντικές υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του στο σύνολό τους (φυσικά εφόσον πρώτα έχουν χρηματοδοτηθεί όλες οι λοιπές υποχρεώσεις, δηλαδή οι πρωτογενείς δαπάνες) χωρίς την προσφυγή σε περαιτέρω ελάφρυνση ή αναδιάρθρωση του χρέους, αποφεύγοντας τη συσσώρευση καθυστερούμενων οφειλών (δηλαδή την αύξηση του χρέους). Το δημόσιο χρέος μιας χώρας είναι βιώσιμο όταν είναι σε σταθερό επίπεδο (αν όχι μειούμενο) ανά έτος και όταν το επίπεδο αυτό χρέους μπορεί να το «ανεχτεί» η εγχώρια οικονομία. Εννοώντας όταν, η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει την εξυπηρέτηση του, χωρίς να απαιτείται μια υπερβολική (από κοινωνική και πολιτική άποψη) αύξηση των μελλοντικών εσόδων (από φόρους) ή μείωση των πρωτoγενών δαπανών (όσων δεν πηγαίνουν σε τόκους) και χωρίς φυσικά να επηρεάζεται σημαντικά η πολυπόθητη οικονομική ανάπτυξη.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος προσεγγίζει το 175% του ΑΕΠ. Εν πρώτοις, το συγκεκριμένο νούμερο ακούγεται υψηλό, εξωφρενικό και οπωσδήποτε, μη βιώσιμο. Για να αντιληφθούμε το υψηλό του εν λόγω δείκτη να αναφέρουμε ότι στην μη συγκρίσιμη με μας Ιταλία το δημόσιο χρέος είναι στο 136% του ΑΕΠ, ενώ στις συγκριτικές με μας οικονομίες, στην Πορτογαλλία είναι 131% και στην Ιρλανδία είναι στο 112%. Παραδόξως όμως, σύμφωνα με τους Financial Times, η χώρα μας είναι σε καλύτερη θέση απο τις παραπάνω χώρες. Το χρέος ως απόλυτο νούμερο είναι μάλλον σταθεροποιημένο και όχι αυξανόμενο. Λόγω του σημαντικού ετήσιου πλεονάσματος, με τους κόπους των πολιτών, αναμένεται να μειώθει το χρέος κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το 2015 και κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το 2016. Για την Πορτογαλία παράδειγμα, το χρέος θα μειωθεί μόνο κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το 2015 και κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το 2016 ενω περίπου τα ίδια ισχύουν και για την Ιρλανδία. Το ποσό που διαθέτουμε για την αποπληρωμή του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ ως ποσοστό, το οποίο βρίσκεται στο 4%. Στην Ιρλανδία το ίδιο ποσοστό είναι 4,5% του ΑΕΠ και στην Πορτογαλία 5% του ΑΕΠ (και οι δύο είναι χώρες με μικρότερο δημόσιο χρέος απο εμάς).
Η επόμενη ερώτηση λοιπόν είναι εάν το «νοικοκυριό» μας τα «βγάζει πέρα» να πληρώνει και τους τόκους του δανείου και το ίδιο το δάνειο προκειμένου να του μένουν χρήματα για τα τρέχοντα έξοδα του. Χοντρικά τα δημόσια έσοδα το 2014 θα είναι 55 δις ευρώ ενώ οι τόκοι καταβληθέντες, εξυπηρέτησης του χρέους θα είναι στα 6 δις ευρώ (ενω προς το παρόν δεν καταβάλλουμε κεφάλαιο). Σε τόκους δηλαδή καταβάλλουμε μόνο το 11% των ετήσιων εσόδων του «νοικοκυριού» (θεωρητικά γιατί στην ουσία μάλλον δεν καταβάλλουμε). Περαιτέρω, σε ότι αφορά το επιτόκιο του «δανείου» του «νοικοκυριού» μας και τον χρόνο αποπληρωμής θα λέγαμε ότι είναι μάλλον «στεγαστικό δάνειο» και όχι «καταναλωτικό». Το επιτόκιο μας μεσοσταθμικά πλησιάζει το χαμηλό 3%, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου χρέους, το 79%, λήγει πέραν της πενταετίας με την μέση υπολειπόμενη του φυσική του διάρκεια του συνολικά να αγγίζει τα 16,5 έτη. Επίσης, η εκτίμηση του μάλλον εχθρικού προς εμάς, Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είναι ότι η χώρα μας, θα καταφέρει να μειώσει το χρέος σε ασύλληπτα μεγέθη, κατά 40 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, έως το 2019.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια ότι μια περαιτέρω επιμήκυνση του χρέους και μια περαιτέρω αποκλιμάκωση του επιτοκίου δεν είναι εφικτές η επιθυμητές ή δεν θα έχουν επίδραση στην οικονομία. Ωστόσο, το χρέος της χώρας, ως έχει, μάλλον κρίνεται βιώσιμο, παρά μη βιώσιμο.Δηλαδή, ναι μεν καθόμαστε σε ένα υψηλό βουνό χρέους, αλλά είμαστε στην κορυφή του και θα αρχίσουμε να το κατεβαίνουμε, και όπως σε κάθε βουνό, σιγά στην αρχή γρηγορότερα στην συνέχεια. Υπό τις κρισιμότατες προϋπόθεσεις όμως, ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί επαρκώς και τα πλεονάσματα του κρατικού προϋπολογισμού θα παραμείνουν και τα επόμενα έτη. Δηλαδή για την αξιολόγηση του χρέους ως βιώσιμο η μη, γίνεται μια ανάλυση δυναμική, στο μέλλον, για το πως θα αποδώσει η ελληνική οικονομία και συνεπώς πως θα διακυμανθεί το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του εισοδήματος μας. Ακόμα και εάν το χρέος δεν αυξηθεί σε απόλυτα μεγέθη, εάν το ΑΕΠ της χώρας μειωθεί, δηλαδή η οικονομία της χώρας συρρικνωθεί εκ νέου, θα μπορούσε να κριθεί, το ίδιο ακριβώς χρέος, ως μη βιώσιμο. Πολύ περισσότερο δε, εάν η όποια κυβέρνηση επιστρέψει σε ελλείματα του κρατικού προϋπολογισμού και οι έως τώρα θυσίες των πολιτών πάνε χαμένες. Πιο σημαντικό είναι λοιπόν απο το να συζητάμε διαρκώς την αυτή καθεαυτή βιώσιμοτητα η μη, του υφιστάμενου χρέους μας είναι να συζητάμε πως θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε ότι το «νοικοκυριό» μας θα συνεχίσει να επιτυγχάνει πλεονάσματα και στο μέλλον ή πολύ περισσότερο πως θα αναπτυχθεί η οικονομία, προκειμένου να μην χρειαστεί ξανά να ζήσουμε τις επώδυνες στιγμές της τελευταίας πενταετίας.
* Ο Ιωάννης Στεφάτος είναι συγγραφέας του ithesis.gr