ΡεπορτάζΑρχείο

Ακολουθώντας τις ράγες στο τοπίο των Μύλων και του Αχλαδοκάμπου

Ακολουθώντας τις ράγες στο τοπίο…

Μία ενδιαφέρουσα πρόταση για μουσειακή αξιοποίηση του Σύρτη Αχλαδόκαμπου σε συνδυασμό με την τουριστική αξιοποίηση των Μύλων μέσα από την σιδηροδρομική ιστορία της περιοχής, φέρνει στο προσκήνιο ο « Α ». Αν και παλιά η μελέτη, ωστόσο δεν έχει γίνει λόγος γι’ αυτή στον τοπικό τύπο μέχρι σήμερα.

Η πρόταση προέρχεται από μία εξαιρετική διπλωματική εργασία τριών φοιτητριών αρχιτεκτονικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνίου που εκδόδηκε πριν δύο χρόνια περίπου, στις 18 Δεκεμβρίου του 2013. 

 
Όπως αναφέρουν στο κείμενό τους οι φοιτήτριες:

Η διπλωματική αυτή έχει αφορμή τη μοναδικότητα και τον πλούτο της Πελοποννήσου ,φυσικό και πολιτισμικό, και το πώς αυτός ξεδιπλώνεται κατά μήκος του σιδηροδρομικού της δικτύου. Προτείνουμε έναν τρόπο αξιοποίησης του δικτύου αυτού, που είναι σε αναστολή από το 2011, ο οποίος επικοινωνεί στον επισκέπτη την εμπειρία του ταξιδιού με το τρένο της Πελοποννήσου, ενώ παράλληλα λειτουργεί ως μουσείο ή ίχνος της ιστορίας του ως τώρα. Αρθρώνεται ως μια διαδρομή με μια αφετηρία και τη μετάβαση με εκδρομικό τρένο σε ένα σημείο ιδιαίτερης σημασίας για την ιστορία του δικτύου, όπου βρίσκεται το βασικότερο μέρος της επέμβασης.

Ως αφετηρία επιλέγεται ο σιδηροδρομικός σταθμός των Μύλων Αργολίδας, του οποίου τα κτίρια, κατασκευασμένα από το 1887- 1910, αποδίδουν ακόμα τη χαρακτηριστική ατμόσφαιρα της εποχής τους. Έχοντας δει το εισαγωγικό κομμάτι της έκθεσης ο επισκέπτης επιβιβάζεται στο μουσειακό συρμό και διανύει μια τριαντάλεπτη ανοδική διαδρομή μέσα από 4 τοπιακές ενότητες, από τον παραθαλάσσιο σταθμό των Μύλων ως το Σύρτη Αναστροφής του Αχλαδόκαμπου που βρίσκεται σε υψόμετρο 394μ.

Ο σιδηρόδρομος της Πελοποννήσου, λόγω του ειδικού εύρους των γραμμών του που διαφέρει από αυτό που διατρέχει την υπόλοιπη Ελλάδα (εύρος Πελοποννήσου 1,00 μ. , κανονικό-διεθνές εύρος 1, 435 μ.) και λόγω της κυκλικής κλαδικής του ανάπτυξης αποτελεί το μόνο, πραγματικά, σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας. Το μεγαλύτερο μέρος του δικτύου, αναβαθμισμένο μόλις από το 2010, παραμένει σήμερα σε αναστολή, χωρίς να συντηρείται, διατηρώντας ακόμα  την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του αρχικού δικτύου.

Σε μια διαδρομή του ανενεργού αυτού τμήματος επιλέγουμε να τοποθετήσουμε την επέμβασή μας. Ξεκινώντας από τους Μύλους Αργολίδας, δίπλα στον οικισμό της αρχαίας Λέρνας, και φτάνοντας μέχρι την ιστορική γέφυρα του Αχλαδόκαμπου, προτείνουμε ένα μουσείο-διαδρομή που να δίνει την ευκαιρία τόσο στους κατοίκους των γύρω περιοχών όσο και σε όλους να έρθουν σε επαφή με τον τόπο αυτό ( με ένα διαφορετικό μέσο) και  παράλληλα κατοχυρώνει την αξία του δικτύου ως μνημείου βιομηχανικής κληρονομιάς.

Η ιδιαίτερη τοπογραφία της Πελοποννήσου επιβάλλει χαμηλές ταχύτητες στο δίκτυο, με συνέπεια αυτό να μην μπορεί να γίνει ανταγωνιστικό ως τακτικό μέσο μαζικής μεταφοράς. Η πρότασή μας εκμεταλλεύεται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου δικτύου, τα ανάγει σε πλεονεκτήματα και αποκτά έναν πιο περιπλανητικό, εκδρομικό και φυσιολατρικό χαρακτήρα (χαμηλη ταχύτητα-ανοιχτά παράθυρα). Είναι μια διαδρομή ως επιτομή-συμπύκνωση του τι είναι για μας το δίκτυο της Πελοποννήσου: πολιτισμός και φύση. Η διαδρομή αυτή λειτουργεί σαν πρώτη αφορμή για να ζωντανέψει ξανά το δίκτυο , το οποίο στη συνέχεια θα μπορούσε να λάβει και άλλες εκφράσεις και τρόπους αξιοποίησης αυτής της υποδομής που να συνδέει τα κέντρα της περιοχής.

Η διαδρομή με το τρένο αλλά και με τα πόδια μέσα από την υπαίθρια έκθεση, έχει ως στόχο να μεταφέρει στον επισκέπτη τους σημαντικότερους σταθμούς της ιστορίας του δικτύου από την έναρξη της κατασκευής του το 1882 ως την κατάργησή του το 2011, αρθρώνοντας τα εκθέματα σε 4 βασικές θεματικές: Κατασκευή (στο σταθμό των Μύλων), Κίνηση ΑτμούΚίνηση Diesel (οι δυο κυριότερες ενότητες της έκθεσης εκατέρωθεν της Γέφυρας), Κατάργηση (“μετέωρο” σημείο στο  τέλος της πορείας του επισκέπτη). Οι χαράξεις στο τοπίο και η διαμόρφωση των χώρων και της έκθεσης υποβάλλουν τον επισκέπτη σε διαφορετικές σχέσεις με τα τρένα-εκθέματα και με το  περιβάλλον, αντλώντας στοιχεία από τις σχέσεις του τρένου με το τοπίο κατά την κίνησή του.
 

 
Ταξιδεύοντας με το τρένο, ο επιβάτης αποκτά μια νέα σχέση με το τοπίο που διασχίζει. Το μικρό παράθυρο του τρένου λόγω της κίνησης μετατρέπεται σε ένα ενιαίο συνεχές άνοιγμα, το οποίο καδράρει το τοπίο εν κινήσει. Και το στατικό τοπίο, ωστόσο, αποκτά κίνηση χάρη στις έντονες οπτικές δυναμικές του. Η αναγνώριση αυτών των χαράξεων, που μετατρέπουν το ακίνητο τοπίο σε  κινητικό αποτελεί μια σχεδιαστική αφετηρία, ώστε οι στατικοί χώροι του μουσείου να αποκτήσουν  κίνηση. Μέσα από την ανάγνωση του τοπίου στη διαδρομή Μύλοι-Αχλαδόκαμπος, τις τομές του αναγλύφου, τη βλάστηση και τις δυναμικές αναγνωρίζονται 4 διακριτές τοπιακές ενότητες που ορίζουν 4 μικρο-περιβάλλοντα κατά μήκος της διαδρομής.
 

 
Η έκθεση στον Αχλαδόκαμπο αναπτύσσεται εκατέρωθεν της γέφυρας και ο επισκέπτης, εκτελεί μια κυκλική διαδρομή. Αφού διασχίσει τις δυο ενότητες (Κίνηση Ατμού-Κίνηση Diesel) και τη γέφυρα, καταλήγει στο σημείο της Κατάργησης και στη συνέχεια συναντά το τρένο της επιστροφής πεζός ή μέσα από μια 20λεπτη  ποδηλατική περιήγηση μέσα στο φαράγγι  του Σύρτη Αναστροφής. Κινούμενος σε άλλους  ρυθμούς, έχει άμεση επαφή με τη φύση που τον περιβάλλει. Στην πορεία συναντά τα εγκαταλελειμμένα παλιά βαγόνια στο βάθος του Σύρτη, ενώ καθώς κινείται προς την αποβάθρα του μουσειακού τρένου, ανοίγεται μπροστά του η επιβλητική θέα του κάμπου, πίσω από τη γέφυρα.

 
Από την αποβάθρα όπου τον αποβιβάζει ο μουσειακός συρμός, ο επισκέπτης διατρέχει την εκθεσιακή ενότητα της “Κϊνησης Ατμού” και στη συνέχεια, αφού διασχίσει τη γέφυρα παράλληλα στις γραμμές κίνησης του τρένου, μεταβαίνει στην ενότητα της “Κίνησης Diesel”. Στο τέλος της συναντά το σημείο παύσης που αναφέρεται στην κατάργηση του δικτύου και συμβολίζει τη μετέωρη παρούσα κατάσταση του δικτύου. Η δική του πορεία διακόπτεται από ένα τζάμι μέσα από το οποίο η σιδηροδρομική γραμμή συνεχίζει και χάνεται στη στροφή. Το σημείο αυτό αποτελεί και το τέρμα της έκθεσης, η οποία στο σύνολό της αποτελεί μια συνεχή ανοδική πορεία, όπως και η πορεία του δικτύου από τους Μύλους (επίπεδο της θάλασσας) ως τη γέφυρα του Αχλαδόκαμπου (394μ.)





 
Οι τρεις φοιτήτριες οι οποίες εκπόνησαν την εργασία είναι οι Μαρία Κουτσούκου, Αγγελική Γιαννουλάτου-Δεστούνη και Μικέλα Ντετσάβες.

Για να δείτε τα αρχιτεκτονικά σχέδια πατήστε τον παρακάτω σύνδεσμο:
http://dspace.lib.ntua.gr/bitstream/123456789/8574/10/0100_04106035_04106049_04106004.pdf