Πρώτα-πρώτα ας πούμε τι είναι ο Μαραθώνιος, για όσους δεν τα ξέρουν αυτά. Όσοι τα ξέρουν, ας διαβάσουν απ’ την επόμενη παράγραφο. Είναι ένα αγώνισμα δρόμου αντοχής σε μια απόσταση 42.195 μέτρων. Τελείται προς τιμήν και εις ανάμνησιν του άθλου του ημεροδρόμου[1] Φειδιππίδη, που πρώτος έτρεξε την κλασσική διαδρομή το 490 π.Χ. Τον είχαν στείλει στην Σπάρτη, για να ζητήσει βοήθεια. Έτρεξε την διαδρομή –γύρω στα 245 χιλιόμετρα– σε 2 ημέρες, που θεωρήθηκε άθλος. Οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να προσφέρουν βοήθεια, γιατί, όπως είπαν, έπρεπε να τελειώσουν τις γιορτές της θεάς Σελήνης πρώτα και μετά να εκστρατεύσουν, Στην πραγματικότητα όμως, δεν τους ενδιέφερε η Αττική. Την Πελοπόννησο προστάτευαν. Ο Φειδιππίδης, αφού πήρε αρνητική απάντηση, πήρε τον δρόμο της επιστροφής στην Αθήνα, τους είπε τα καθέκαστα κι οι Αθηναίοι τον έστειλαν στον Μαραθώνα, να πάρει μέρος στην μάχη. Μετά την μάχη και την νίκη των Αθηναίων, έστειλαν τον Φειδιππίδη πίσω στην Αθήνα, να τους πάει το νικητήριο μήνυμα. Έφτασε βέβαια στην πόλη, αλλά ο φουκαράς κατάφερε να πει μόνο μία λέξη: Νενικήκαμεν! και εξέπνευσε απ’ την εξάντληση. Αυτό γιορτάζουμε και θυμόμαστε μέχρι σήμερα με τον Μαραθώνιο Δρόμο, ο οποίος συμπεριελήφθη στα αγωνίσματα των Ολυμπιακών Αγώνων από το 1896, μετά από πρόταση του φιλολόγου Μισέλ Μπρεάλ προς τον φίλο του Πιερ ντε Κουμπερντέν, τον αναβιωτή των Ολυμπιακών Αγώνων και για τα χάλια που έχουν φτάσει σήμερα οι Αγώνες, δεν ευθύνεται ο Γάλλος, αλλά ένας Ισπανός, ο Σάμαρανκ και οι μετά απ’ αυτόν. Πάμε στα δικά μας τώρα.
Ο φετινός Μαραθώνιος που διοργανώσαμε ήταν ο δεύτερος. Ήταν και διεθνής, χωρίς να ξέρω τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Ένας προμαραθώνιος πέρσι ήταν περιπετειώδης. Αν θυμάμαι καλά, είχαν χαθεί κάτι παιδάκια, λόγω ελλιπούς σήμανσης της διαδρομής και να κλάμα οι μαμάδες και φωνές διαμαρτυρίας οι μπαμπάδες και ήταν εκεί και ο αντιπεριφερειάρχης, που προσπαθούσε με μειλίχιο, πολιτισμένο και πολιτικάντικο τρόπο να κατευνάσει τα πνεύματα, που δεν κατευνάζονταν με τίποτα. Τα παιδιά τους είχαν χάσει οι άνθρωποι, όχι κάναν αναπτήρα Bic, να πάνε στο περίπτερο να αγοράσουν άλλον. Κατά καλή τύχη, τα ξαναβρήκαμε, δεν ξέρω πώς, αλλά μάλλον οι «μπάτσοι, γουρούνια δολοφόνοι» (πόσο άδικοι χρακτηρισμοί!) έφεραν τα παιδιά πίσω στους γονείς τους! Φέτος δεν άκουσα να χαθεί κανείς. Ευτυχώς! Πήραν λέει μέρος 6.000 δρομείς, σε διάφορους δρόμους αντοχής και ημιαντοχής, όχι όλοι στον Μαραθώνιο. Α, ναι, είχαν και ποδηλάτες. (Του χρόνου να έχουν και αυτοκινητιστές, για να πάω κι εγώ!) Τους είχαν χωρίσει σε ομάδες, αλλού οι άντρες, αλλού οι γυναίκες, αλλού τα παιδιά και είχαμε απονομές για κάθε κατηγορία και κάθε ομάδα ξεχωριστά! Μέχρι να τελειώσουν οι απονομές, μας άλλαξαν τα φώτα! Κι εγώ, που τους άκουγα απ’ τις 08:00 το πρωί, –τότε κατάφεραν να με ξυπνήσουν, μπορεί να είχαν αρχίσει και νωρίτερα,– είχα αφηνιάσει. Ήταν κι ένας βραχνοκόκορας εκεί, δεν έχω ιδέα ποιος ήταν, αλλά η φωνούλα του τρύπαγε τοίχο, που όλο και κάτι είχε να πει, κάποια σύσταση να κάνει. Μετά, αφού ησύχασαν για λίγο, ξανακοιμήθηκα. Σιγά μην σηκωνόμουνα να πάω να δω την εκκίνηση.
Ξαναξύπνησα στις 12:00. Έφαγα το πρωινό μου, που, ντάλα μεσημέρι, μάλλον, για μεσημεριανό επρόκειτο και ξεκίνησα να βρω καλόν καφέ. «Αμάν! Της πουτ… το κάγκελο στην πόλη μας!» Ίσως για να μην εισβάλουν τα ενθουσιασμένα στίφη και ενοχλήσουν τους δρομείς στον τερματισμό. Όλη η πόλη, κιγκλιδωμένη κι όπου δεν ήταν κιγκλιδωμένη, ήταν κορδελιασμένη. Για πολλά χιλιόμετρα κορδέλα μιλάμε τώρα, δεν ήταν παίξε-γέλασε. Τελικά, όταν κατά τις 14:00 αποφάσισα να τελειώσω με την ιερή διαδικασία του… πρωινού(;) καφέ και να πάρω τον δρόμο για το σπιτάκι μου πάλι, είδα τους τελευταίους Μαραθωνοδρόμους να προσεγγίζουν τον τερματισμό. «Μα τι διάολο;» σκέφτηκα, «42 χιλιόμετρα ήταν όλα κι όλα και χρειάστηκαν 6 ώρες να τα διανύσουν; Οι άνθρωποι δεν έτρεχαν. Περπατώντας να το πήγαιναν, θα έφταναν γρηγορότερα. Εκτός κι αν βρήκαν καμιά ταβέρνα στο δρόμο, με καλά κοψίδια και κάθισαν, έφαγαν, ήπιαν και τους κράσους τους και αφού πήραν όλες τις αναγκαίες… βιταμίνες, συνέχισαν. Δεν εξηγείται αλλιώς».
Μετά και αφού είχαν τελειώσει οι 1.503 απονομές, άρχισαν οι ευχαριστίες. Άλλα 7.528 ονόματα, που, βεβαίως, μας άφησαν όλους παγερά αδιάφορους, αλλά έπρεπε να αναφερθούν. Εκείνος ο εκφωνητής πάντως μου έσπασε τα νεύρα. Όλο «και τέλος…» έλεγε και σκεπτόμουνα, «εν τάξει, τελειώσαμε!» αλλά δεν είχαμε τελειώσει και λίγο αργότερα, να ένα τέλος ακόμη και μετά, ξανά – μανά τα ίδια. «Μα πόσα τέλη υπάρχουν στην υπόθεση;» αναρωτήθηκα και δεν θα ήμουν ο μόνος… Απ’ ο,τι φαίνεται, ο εκφωνητής ήταν… ερωτευμένος. Είτε με το μικρόφωνο είτε με την φωνή του. Τελικά τελείωσε, είπα ότι θα ησύχαζαν τ’ αυτιά μου, αλλά δεν είμαι τόσο τυχερός. Άρχισαν να παίζουν μουσική, από ’κείνους τους αλλοπρόσαλλους ήχους, –ή να πω θορύβους και κρότους;– που μερικοί θρασύτατοι(;) έχουν το κουράγιο να αποκαλούν μουσική. Έτσι για να μου σπάνε τελείως τα νεύρα, που είχαν γίνει σαν του μπουζουκιού τα τέλια με τόση φασαρία, πολυκοσμία και ο θεός να βάλει το χέρι του. Ευτυχώς σταμάτησαν γρήγορα και μας έμεινε μόνο η πολυκοσμία.
Το τραγικό ήταν το Σάββατο τη νύχτα. Ο κόσμος σουλατσάριζε στην Βασιλέως Κωνσταντίνου, ακριβώς κάτω απ’ το σπίτι μου, δηλαδή. Άκουγα τους… διμοιρίτες των παρεών να ουρλιάζουν, σε μια μάταιη προσπάθεια να συγκεντρώσουν τα… τμήματά τους, –αλλά βιτρίνες υπάρχουν σε κάθε βήμα στον δρόμο μας κι άντε να μαζέψεις τις γυναίκες, όταν βλέπουν βιτρίνα, μέχρι ακριβά ρολόγια και κοσμήματα χάζευαν, που, μάλλον, δεν είχαν τα αναγκαία λεφτά να τ’ αγοράσουν,– άκουγα μωρά να κλαίνε δυνατά, –πιο σιγά, παιδάκι μου, βάλε σουρντίνα, δεν χρειάζεται να ξεσηκώσεις όλη την πόλη στο ποδάρι,– παρατηρούσα ότι κάθε παρέα έχει και τον… ηλίθιό της, που, νομίζοντας ότι λέει εξυπνάδες, μιλάει δυνατά και ακούγεται μέχρι την Ν. Κίο και υποφέρω εγώ, –ως εκ γενετής αλλεργικός στη βλακεία, όχι δεν υπάρχει θεραπεία– άρχισαν και τα σκυλιά, τα αδέσποτά μας ντε, που όταν περνάει στους ανθρώπους το φιλοζωικό τους συναίσθημα και η αγάπη προς τα οικόσιτα, –παιδικές ασθένειες είν’ αυτές και κάποτε περνάνε,– έρχονται και μας τ’ αφήνουν εδώ αμανάτι, μερικοί άκαρδοι τους ρίχνουν φόλες, ίσως λόγω έλλειψης υποδομών του Δήμου μας, άρχισαν λοιπόν και τα αδέσποτά μας και μερικά δεσποτικά, –με αφεντικά, που δεν τα έχουν βαρεθεί ακόμη, εννοώ,– να γαυγίζουν, προσπαθώντας να περιφρουρήσουν τον χώρο τους, που τον έχουν χιλιοκατουρήσει, τα μαγαζιά ανοιχτά μέχρι τελικής πτώσεως προσωπικού και πελατών και ευτυχώς που είχα καλή παρέα κι ένα ζευγάρι αποτελεσματικές ωτοασπίδες, αφού τα βιβλιαράκια μου δεν μ’ έχουν αφήσει ποτέ παραπονεμένο. Ήταν μια νύχτα… καρναβαλιού, μόνο που δεν κατάφερα να καταλάβω ποιος ήταν ο καρνάβαλος. Ίσως καταλάβω του χρόνου…
Να ρίξω και μια ιδέα τώρα, γιατί όσο και να θέλω να του τα σούρω, κατά βάθος τον συμπαθώ τον Δήμαρχο της παρακείμενης πόλης: Για να μην υστερούν και αφήνουν μόνο το Ναύπλιο να οργανώνει μεγάλα αθλητικά γεγονότα, –κάτι πήρε τ’ αυτί μου ότι θα οργανώσουμε και τρίαθλο, που είναι λιγάκι μπερδεμένο: Κολύμβηση, τρέξιμο και ποδηλασία, θα σας ενημερώσω μόλις μάθω περισσότερα– και ξαναπιάνω την ιδέα μου απ’ την αρχή: Για να μην υστερούν οι παρακείμενοι και αφήνουν μόνο το Ναύπλιο να οργανώνει μεγάλα αθλητικά γεγονότα, να οργανώσουν έναν Μαραθώνιο εκεί κατά τα τέλη του Σεπτέμβρη κι ας τον κάνουν τριεθνή! Διεθνή εμείς; Τριεθνή εκείνοι και φούρνος να μην καπνίσει… Πάντα προσπαθώ να βοηθήσω, αλλά μην το πάρετε πολύ τοις μετρητοίς αυτό.
Γενικώς ήταν ένας Μαραθώνιος, που θα μου μείνει αξέχαστος, αν και ξέχασα να πάω στη συναυλία στην Πλατεία Φιλελλήνων χτες το απόγευμα. Ε, πόσα να θυμάται ένας άνθρωπος;
_________________________________________________________________________________________________
[1] Οι ημεροδρόμοι ήταν δρομείς μεγάλων αποστάσεων στην Αρχαία Ελλάδα, κυρίως για να μεταφέρουν μηνύματα σε άλλες πόλεις ή να ζητήσουν βοήθεια.
ο θείος Τάκης Παναγιώτης Περράκης
Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά
της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.
Και
Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπἰρες.
Και
Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που θα σας επιτρέψουν να περάσετε ευχάριστα την ώρα σας.
Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!
Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.