Όταν παραβιάζεται από την Τράπεζα η βαρύνουσα αυτήν υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας σχετικού Γενικού Όρου Συναλλαγής, αυτό επηρεάζει και τις Διαταγές Πληρωμής οι οποίες προσβάλλονται με ανακοπή και αναστολή, με μεγάλη πιθανότητα πλήρους απόρριψής τους, υπέρ του δανειολήπτη ειδικά όταν είναι σε οικονομικά δυσμενή θέση, αλλά καλόπιστος, δηλ. έχει δώσει τα προηγούμενα χρόνια δείγματα συνεπούς και συνεργάσιμου οφειλέτη, έχοντας αποπληρώσει πλήρως και εμπροθέσμως έτερο δάνειο ή αν κάνει μικρές καταβολές ακόμα κι αν αυτές δεν επαρκούν για την εξόφληση της εκάστοτε μηνιαίας δόσης.
Από το πλήθος των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται τον τελευταίο καιρό, συνάγεται ότι οι τράπεζες αν και είναι ενήμερες για την ύπαρξη και το περιεχόμενο της ΑΠ 1219/01 και άρα την ακυρότητα των ΓΟΣ που περιέχουν οι συμβάσεις τους, παρ΄ όλα αυτά κατά την πάγια πρακτική τους επιβάλουν στους δανειολήπτες τους άκυρους ΓΟΣ, εκμεταλλευόμενες προς τούτο την οικονομική ανάγκη και απειρία τους περί τα νομικά, με αποτέλεσμα να συνάπτονται οι – με φανερή δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής – επίδικες συμβάσεις και να υποστούν οι δανειολήπτες υπέρμετρη σε σχέση με την παροχή περιουσιακή βλάβη.
Οι καταχρηστικοί και άκυροι κατά συνέπεια ΓΟΣ αφορούν κυρίως τα επιτόκια των δανείων. Σύμφωνα δε με την 5 ΠΔ/ΤΕ υπ’ αριθ. 2286/28-1-1994 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 1 του Ν. 1266/1982 σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι’ αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων.
Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων. Εξάλλου τα εξωτραπεζικά επιτόκια παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεση τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Έτσι, η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281).
Ενόψει των ανωτέρω, γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω αντιθέσεως του στο άρθ. 2 παρ. 7 περ. ια του Ν. 2251/1994, όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή – πελάτη.
Ένας τέτοιος όρος εμφανίζει αοριστία, αφού επιτρέπει στην προμηθεύτρια κατά την έννοια του νόμου Τράπεζα να προσδιορίζει οποτεδήποτε συμβατικό τόκο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή – πελάτη κριτήρια ειδικά και εύλογα, πράγμα που οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσεως με την τράπεζα.
Παραβιάζεται έτσι από την Τράπεζα η βαρύνουσα αυτήν υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας του σχετικού Γενικού Όρου Συναλλαγής,
Αποτέλεσμα όλης αυτής της πρακτικής είναι οι ανακοπές και οι αναστολές κατά των Διαταγών Πληρωμής να γίνονται δεκτές από τα Δικαστήρια ιδιαίτερα αν συντρέχουν οι ακόλουθοι λόγοι:
α) Αν η Διαταγή Πληρωμής εκδόθηκε μη νομίμως, στηριζομένη σε σύμβαση στην οποία εμπεριέχονται άκυροι Γενικοί Όροι Συναλλαγών
β) Όταν δεδομένης της φύσεως των ΓΟΣ, οι οποίοι είναι πάντοτε προδιατυπωμένοι, πολύ περισσότερο δε για αυτούς που προδιατυπώνουν οι τράπεζες, καθίσταται σαφές, ότι οι τράπεζες αποσκοπούν στη σύναψη της σύμβασης ως ενιαίο σύνολο, μη επιδεχόμενων επ’ αυτού καμίας διαπραγμάτευσης και συνεπώς όταν συνάγεται με βεβαιότητα ότι η εκάστοτε τράπεζα δεν θα είχε επιχειρήσει τη σύναψη της σύμβασης χωρίς το άκυρο μέρος. Κατά τα ανωτέρω, η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές μέρος δεν είναι ισχυρή, διότι συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος αλλά – ιδίως η τράπεζα – απέβλεπε σ’ αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο (άρθρ. 181 Α.Κ),
γ) Εφ’΄σον ενυπάρχει δεδικασμένο (ΑΠ 1219/2000, 1127/2005 και 819/2013) δεσμεύον την τράπεζα ως μέλος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (άρθ. 76 παρ. 1. 83, 321. 322, 324, 325, 329 και 331. 699 ΚΠολΔ, ΦΕΚ Β’ 1646/14.08.2008, Λήψη απόφασης επί της υπ’ αριθμ. 294/16.1.2007 Εισήγησης της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, ΑΠ 516/75 ΝοΒ 23/1258, και άρθ.10 παρ. 20 Ν. 3587/2007 «περί προστασίας Καταναλωτών»),
δ)Αν εξεδόθη κατά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (άρθ. 281 ΑΚ) εκ μέρους της τράπεζας η οποία εγνώριζε την καταχρηστικότητα αυτή,
ε)Συνήθως η αναγραφή επί της σύμβασης ότι η μη αμφισβήτηση της οφειλής εντός 30 ημερών από την λήψη του μηνιαίου λογαριασμού θεωρείται ως ανεπιφύλακτη αποδοχή, αποτελεί πλασματική αναγνώριση χρέους (άρθ. ΑΚ 873), που συνιστά άκυρη δικαιοπραξία ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθ. 178 και 179 ΑΚ).
στ) Αν το αμφισβητούμενο ποσό τυγχάνει μη εκκαθαρισμένο, και βέβαιο διότι διαμορφώθηκε χωρίς τον αυτεπάγγελτο επανακαθορισμό της απαίτησης της τράπεζας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 924 Κ. ΠολΔ και 39 παρ. 1 και 2 του Ν. 3259/4-8-2004 (ΦΕΚ 149 Α74-8-2004) που ορίζει ότι «..1. Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου»,
Εφ’οσον συντρέχουν όλες ή κάποιες από τις ανωτέρω προϋποθέσεις και εφ’όσον αποδειχθεί και η οικονομική αδυναμία του οφειλέτη και ανεπανόρθωτη βλάβη στην περιουσία του, η εκτέλεση τέτοιων Διαταγών Πληρωμής αρχικώς αναστέλλεται και στην πορεία με την συζήτηση της ανακοπής που είναι μεταγενέστερη δικαστική πράξη απορρίπτονται.
Γράφει η δικηγόρος παρ’ εφέταις Αναστασία Μήλιου