Του Φάνη Ζουρόπουλου *
Πόσο εύκολα μπορεί ένας άνθρωπος, υπό τις σημερινές συνθήκες, να μετατραπεί σε ανθρωπόμορφο κτήνος; Κάτω από ποιες συνθήκες συνηθισμένοι άνθρωποι, νομοταγείς πολίτες, ενάρετοι οικογενειάρχες, συμπονετικοί γονείς, καλοί επαγγελματίες, μπορούν να γίνουν απάνθρωποι και σαδιστές; Πως απλοί και συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούν όχι μόνο να αποδεχθούν αλλά και να διαπράξουν εγκλήματα χωρίς να θεωρούν ότι πρόκειται για κάτι κακό;
Η Γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάνα Αρεντ είχε ερμηνεύσει το φαινόμενο μιλώντας για την «κοινοτοπία του κακού», έχοντας πλησιάσει κατά πολύ την πραγματικότητα.
Αξίζει να θυμηθούμε την αφορμή:
Τον Μάιο του 1960, ο Αντολφ Αϊχμαν, πρώην αξιωματούχος της Γκεστάπο, συλλαμβάνεται από Ισραηλινούς πράκτορες στην Αργεντινή, όπου είχε καταφύγει και οδηγείται στο Ισραήλ. Η κύρια ευθύνη του Αϊχμαν στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος ήταν η οργάνωση της μεταφοράς εκατομμυρίων Εβραίων από όλη την Ευρώπη προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης – ένα «καθήκον» που το εκπλήρωσε με ιδιαίτερο ζήλο και αποτελεσματικότητα. Η δίκη του Αϊχμαν θα διαρκέσει από τις 11 Απριλίου ως τις 14 Αυγούστου του 1961. Η Χάνα Αρεντ θα παρακολουθήσει όλη τη διάρκεια της δίκης ως απεσταλμένη της αμερικανικής εφημερίδας «New Yorker». Τα άρθρα που έγραψε στη διάρκεια αυτής της περιόδου συναποτελούν το περίφημο βιβλίο της «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ» (Θύρσος,1995).
Η Αρεντ διαπίστωσε ότι ο Αϊχμαν δεν ήταν από την αρχή ένας κακός και σκληρός εγκληματίας ή ένας παρανοϊκός δολοφόνος. Και το πιο τρομερό πράγμα ήταν ακριβώς αυτό, το ότι δηλαδή επρόκειτο για ένα κοινό και συνηθισμένο πρόσωπο, το οποίο τις περισσότερες φορές ήταν ανίκανο να σκεφτεί το βαθύτερο νόημα των ενεργειών του, να σταθεί και να αναρωτηθεί τι ήταν αυτό που έκανε.
Ο Αϊχμαν δεν σκεφτόταν και σε αυτό έμοιαζε με τους περισσότερους από εμάς τους κοινούς ανθρώπους, που ενεργούμε πολύ συχνά χωρίς βαθύτερη σκέψη, υπό την πίεση των περιστάσεων, υποκινημένοι από την συνήθεια ή την επίδραση του περιβάλλοντος ή από κάποια «μηχανική» ώθηση. Αυτός ο ναζί γραφειοκράτης ήταν ζωντανή επιβεβαίωση ότι το κακό μπορούσε να γίνει «κοινότυπο», να γίνει δηλαδή προσιτό σε κοινούς και συνηθισμένους ανθρώπους.
Ο Αϊχμαν διέπραξε ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, αλλά η ιδιαιτερότητα αυτού του μεγάλου κακού είναι το ότι διαπράχθηκε στο πλαίσιο του ολοκληρωτικού ναζιστικού καθεστώτος. Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα συλλογικό έγκλημα, στη διάπραξη του οποίου εμπλέκεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός δραστών με διαφορετικό βαθμό ευθύνης και ενοχής. Επρόκειτο, επίσης, για ένα κρατικό έγκλημα.
Ο ναζισμός βασιζόταν σε πλήρη ανατροπή της νομιμότητας. Η εγκληματική πράξη δεν ήταν η εξαίρεση, αλλά ήταν αντίθετα ο κανόνας. Αυτός ο νέος τύπος εγκλήματος αναδείκνυε και ένα νέο τύπο εγκληματία. Τα κίνητρα του Αϊχμαν δεν διέφεραν από εκείνα ενός μεγάλου μέρους της γερμανικής κοινωνίας.
Το κυριότερο κίνητρο του ήταν η επιθυμία του για επαγγελματική άνοδο και επιτυχία.
Αλλά η διαπίστωση αυτού του κομφορμισμού δεν επαρκεί. Το δισεπίλυτο αίνιγμα είναι να κατανοήσουμε το πώς ένας άνθρωπος που ήταν τέλεια πληροφορημένος για το αποτέλεσμα της «εργασίας» του -γνώριζε ότι οι Εβραίοι οδηγούνται στην εξόντωση- μπορούσε να αποσυνδέει τόσο αυτήν την «εργασία» από το αποτέλεσμα της, ώστε να μη νιώθει καμία τύψη γι’ αυτό που διέπραξε.
Στον Αϊχμαν η απουσία του οίκτου συμβάδιζε με την απουσία της σκέψης. Πως μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο που δρα ως υπάκουος υπάλληλος ενός κράτους, του οποίου οι διαταγές είναι εγκληματικές, και που χάνει βαθμιαία την ικανότητα να κρίνει και να ξεχωρίζει το καλό από το κακό;
Η καταστροφική επίθεση του ναζισμού στον ανθρώπινο πολιτισμό δεν εκφράστηκε μόνο με το γεγονός ότι οι αυθεντικοί και μεγάλοι εγκληματίες κατέλαβαν τις ηγετικές θέσεις της εξουσίας, αλλά και με το ότι το ναζιστικό καθεστώς οδήγησε τους απλούς και συνηθισμένους ανθρώπους να αποδεχθούν τα κρατικά εγκλήματα -ή και να συμμετάσχουν σε αυτά- χωρίς να θεωρούν ότι πρόκειται για κάτι κακό, στο βαθμό που η διάπραξη τους εμφανιζόταν σαν ένα είδος «εργασίας».
Με την ανάλυση της Αρεντ απέρριψε την εσφαλμένη και καθησυχαστική υπόθεση που θεωρεί ότι οι εγκληματίες είναι πάντοτε διαβολικοί τύποι, ανθρώπινα τέρατα, τα οποία χαρακτηρίζονται από μια έμφυτη κακία -και ότι επομένως εμείς οι «φυσιολογικοί» και συνηθισμένοι άνθρωποι είμαστε a priori προστατευμένοι από τον πειρασμό του κακού.
* Ο Φάνης Ζουρόπουλος είναι τ. πρόεδρος της Ε.Ι.Ε.Τ. και εκτελεστικός πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων (Ε.Ε.Δ.)
zourop@otenet.gr