Η 13χρονη μαθήτρια Θεοδώρα Ρεντούλη, δεν ξεχωρίζει στο διάλειμμα από τους συμμαθητές της. Είναι ένα παιδί, σαν όλα τ΄ άλλα, που πηγαίνει στην Α’ Τάξη του 2ου Γυμνασίου Ναυπλίου. Ξεχωρίζουν όμως τα γραπτά της… Η πένα της κυλάει, σαν την πένα ενός έμπειρου συγγραφέα πάνω στο χαρτί. Κάτι που έγινε αμέσως αντιληπτό από την επιτροπή που διάβασε τα κείμενα όσων παιδιών συμμετείχαν στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Μορφωτικού Συλλόγου Πετρούπολης.
Το διήγημα της Θεοδώρας χωρίς πολύ σκέψη, άξιζε τον πρώτο έπαινο!
Με τη σειρά τους συγχαίρουν την μαθήτρια η Διευθύντρια του σχολείου της στο Ναύπλιο κα Εύη Πετροπούλου και οι καθηγητές της: «Συγχαίρουμε τη μαθήτρια Ρεντούλη Θεοδώρα, μαθήτρια της Α΄ Τάξης του 2ου Γ/σίου Ναυπλίου, η οποία αφού συμμετείχε στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Μορφωτικού Συλλόγου Πετρούπολης με το διήγημά της “Για πάντα” βραβεύτηκε με τον πρώτο έπαινο. Το διήγημα της Θεοδώρας, διακρίθηκε για το λιτό, εκφραστικό της ύφος, το περιεχόμενό του και την προβολή της πανανθρώπινης αξίας, της αγάπης».
Για Πάντα…
Σμύρνη, 11 Σεπτέμβρη 1922.
Είμαι στην αρμένικη συνοικία. Περπατάω στα σοκάκια της και χαζεύω τα κλειστά παράθυρα. Το φθινόπωρο ζυγώνει και το αεράκι γίνεται ποιο δροσερό… Σουρουπώνει κι οι νοικοκύρηδες στρώνουν τραπέζι. Είμαι περίεργη, ξέρω ότι κάθε σπίτι λέει μια ιστορία… Πλησιάζω, κλείνω τα μάτια και το αφουγκράζομαι…
Βλέπω έναν νεαρό, όμορφο και ψηλό με καστανά μαλλιά και βαθυπράσινα, εκφραστικά μάτια. Τον παρατηρώ αρκετή ώρα… ονομάζεται Πάρης Αναγνωστόπουλος. Είναι 26 ετών και εργάζεται σε ένα νεοσύστατο δικηγορικό γραφείο. Είναι σχολαστικός παρατηρητής της ζωής του σε πολλούς τομείς. Στα όνειρα του θέτει υψηλούς στόχους, δεν συμβιβάζεται με κάτι κατώτερο των δυνατοτήτων του. Αν και δικηγόρος υπάρχει ένας νόμος που αψηφά, ο νόμος του «εγώ». Ξεχνά το προσωπικό κέρδος προς όφελος μιας ίσης και δίκαιης κοινωνίας που να αξίζει σε όλους. Είναι ιδρυτής μιας κοινωνικής ομάδας, της οποίας ηγείται, και απαριθμεί δεκάδες μέλη σε πολλές συνοικίες. Αναψοκοκκινισμένος, βυθισμένος στις σκέψεις του ανηφορίζει προς το σπίτι του. Κυράδες, πλένουν τον δρόμο κουτσομπολεύοντας και κρυφογελώντας… Λίγο πριν μπει στην αυλή βλέπει την κόρη του ιδιοκτήτη της απέναντι μονοκατοικίας να προσπαθεί να σηκωθεί. Αμέσως τρέχει στο μέρος της να την βοηθήσει. Σηκώνεται, αφού καθαρίσει το φουστάνι της του λέει:
Φ – Σε ευχαριστώ!
Περίμενε να ακούσει πολύ καιρό κάτι από το τα χείλη της… δεν ήξερε καν το όνομα της, κι όμως την είχε ήδη ερωτευτεί… Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε…
Π -Παρακαλώ! είσαι καλά; πέρασε να πιεις ένα ποτήρι νερό.
Εκείνη περίμενε στο καθιστικό ενώ εκείνος έβαζε όλη του την μαεστρία σε ένα ποτήρι νερού…
Π – Με λένε Πάρη, εσένα;
Φ – Φεριντέ, χάρηκα…
Π – Τι θα έλεγες για μια βόλτα στο λιμάνι; αν μπορείς φυσικά…
Φ – Πως, μπορώ αλλά…
Η Φερνντέ κόμπιασε. Δεν περίμενε τέτοια εξέλιξη… Αλλά ως απόρροια της πεπιεσμένης παιδικής ηλικίας της, αποφάσισε να απελευθερωθεί, να πει το «ναι»…
Π – Τέλεια, σε μισή ώρα θα σε περιμένω στην γωνία !
Φ – Εντάξει…
Ένα χαμόγελο συνόδευσε την τελευταία της φράση και η πόρτα έκλεισε πίσω της…
Πράγματι, μισή ώρα αργότερα την περίμενε υπομονετικά στη γωνία. Φορώντας τα καλά του, έτοιμος να ανοίξει ξανά το κεφάλαιο έρωτας στην ζωή του…Και, όπως φαίνεται υπήρχε κοινή πρόθεση.Ένα παγκάκι τους στήριξε και επέτρεψαν στα λόγια να τους παρασύρουν σε ένα πολύ ενδιαφέρον ταξίδι, ένα πολύ περίεργο συναίσθημα… που τους άφησε να διχαστούν, να αναθεωρήσουν, να επεκτείνουν τους ορί-ζοντες τους, να φανταστούν, να εξερευνήσουν ο ένας τα μάτια του άλλου, να νιώσουν ένα αληθινό συναίσθημα, όποιο κι αν ήταν αυτό… Ειπώθηκαν λόγια πολλά, σημαντικά κι ασήμαντα, μεγάλα και μικρά, βαρύτατα κι αέρινα… Σίγουρα όμως βγαλμένα από τα βάθη της ψυχής τους. Κι έκατσαν στο παγκάκι ώρες, ως να αποχαιρετήσουν το φως του ήλιου…
Λίγο αργότερα, ήρθε το βλέμμα του αποχωρισμού. Τράβηξαν διαφορετικούς δρόμους και ξαναμπήκαν στην σκληρή πραγματικότητα. Είδαν τα προβλήματα της ζωής τους και επανήλθαν, με μια φτηνή δικαιολογία… Η Φεριντέ μπήκε στο σπίτι, ακούγοντας τους γονείς της να μαλώνουν. Ήταν η μοναδική φορά που την συνέφερε. Ίσως η αργοπορία της να περνούσε απαρατήρητη…Σε αντίθεση με τον Πάρη. Η μοναξιά του σπιτιού του ήταν δυσβάσταχτη. Ως συνήθως, τον συνόδευσαν οι σκέψεις του. Που, αποτελούσαν την αιθέρια ύπαρξη της γλυκιάς καστανομάλλας, η οποία πιθανότατα του είχε κατακτήσει την καρδιά… Όλος περιέργως, και οι δύο, μέσα σε ελάχιστο χρόνο είχαν κατακτήσει άπλετη έκταση στα ενδότερα του ψυχικού κόσμου του άλλου. Ένιωθαν κάτι το διαφορετικό, ελκυστικό, χωρίς να το προσδιορίζουν…
Έτσι λοιπόν το βράδυ κύλησε. και το πρώτο λάλημα του πετεινού τους βρήκε, πνευματικά εξουθενωμένους, σε πρωινή ζάλη.Και σαν να μην έμελε αυτό, τα προβλήματα έκρουσαν τον κώδων….Η οικογένεια της Φεριντέ, οικογένεια στρατιωτικού, έπρεπε επειγόντως να αναχωρήσει από την χώρα, γεγονός που έβαλε σε σκέψεις την Φεριντέ. Θέλοντας να πράξει το σωστό, αποφάσισε να τον ειδοποιήσει μέσω γράμματος. Βεβιασμένα, του έγραψε να αποχωρήσει από την χώρα όσο γρηγορότερα μπορούσε. Κινδύνευαν όλοι. Έπρεπε να τον προστατεύσει. Έτρεξε, το άφησε κάτω από την πόρτα, κοίταξε τον ουρανό και ψιθύρισε: « ΠΑ ΠΑ-ΝΤΑ…»
Χωρίς να ορίζει τίποτα. Έκανε μεταβολή, δεν επέτρεψε στο δάκρυ. Έφυγε δίχως να κοιτάξει πίσω. Έπιασε την βαλίτσα της και πέρασε στο τρένο. Δεν ήξερε γιατί και που θα πήγαιναν κι έτσι προτίμησε για συνοδό την αγκαλιά του Μορφέα… Εκείνος, ανυποψίαστος, αποφάσισε να διανυκτερεύσει στο πατρικό του, δυο στενά μακριά. Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι καπνός σκέπαζε όλο τους το περβολάκι. Τρόμαξε, σηκώθηκε απότομα και έτρεξε να δει. Που να ‘ξερε τι τον περίμενε. Το πλήθος ήταν εν εξάλλω κατάσταση. Οι καπνοί ξεκλήριζαν οικογένειες. Ένιωσε ότι απειλούνταν, τους ξύπνησε όλους κι ετοιμάστηκαν αμέσως. Η μάνα τον φίλαγε, τον σταύρωνε στο διάβα του. Ήξερε ότι δεν θα αντέξει. Όμως πάλεψε με όλη την δύναμη της. Ως το τέλος. Μαζί με τον πατέρα του. Εκείνος ούτε μια φορά δεν κοίταξε πίσω. Έτρεξε στην Φεριντέ. Εκείνη του έδωσε την δύναμη. Όμως αντ’ αυτής, βρήκε το σημείωμα. Το άνοιξε, το διάβασε κι έπεσε κάτω. Οι αναθυμιάσεις δεν τον βοηθούσαν. Το διάβασε ξανά και ξανά… Ώσπου έκλεισε τα μάτια και της φώναξε: « ΠΑ ΠΑΝΤΑ…» Χωρίς να ορίζει κι αυτός τίποτα… Κι ύστερα από λίγο, η ψυχή του αποχαιρέτησε το σώμα… Με την σκέψη της.
Η συνοικία είχε πλημμυρίσει από ένα συνονθύλευμα αίματος και καπνού. Τα γυναικόπαιδα είχαν σχεδόν προδιαγεγραμμένη μοίρα. Ο πανικός διαχέονταν στην ατμόσφαιρα. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή, έπρεπε να βγεις νικητής από το χάος… Κάτι που λίγοι κατάφεραν… Η φωτιά διήρκησε πέντε ολόκληρες μέρες. Η Μικρά Ασία καταστράφηκε ολοσχερώς. Τα θύματα ήταν αδύνατο να απαριθμηθούν. Ο ερυθρός σταυρός έφτιαξε ελλιπείς λίστες από όπου η Φεριντέ τον αναζήτησε. Όμως το όνομα του δεν γράφτηκε ποτέ.Το « λυπάμαι» που άκουσε από τον εθελοντή του Ε.Σ. ήταν το καταλυτικό στοιχείο για την υπόλοιπη ζωή της. Στενοχωρήθηκε, πόνεσε, έκλαψε. Αλλά ποτέ δεν ξέχασε αυτό το αληθινό συναίσθημα. Που της έμαθε να μην υποκύπτει στον πόνο, αλλά στην αγάπη… Κάτι που την έκανε να εμπνευστεί, να θελήσει να το μοιραστεί με όλους τους ανθρώπους. Και είχε σκεφτεί πως. Με την επανίδρυση της κοινωνικής ομάδας που ηγούνταν ο Πάρης. Άφησε την ζωή να την οδηγήσει στην αρετή της συμπόνιας και την αγάπη… Έκανε τρία πανέμορφα παιδιά, γέμισε την ψυχή τους με αξίες και τα άφησε να ανοί-ξουν τα φτερά τους, και να αναζητήσουν την αληθινή αγάπη, αυτή που κρατάει… ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ…
ΤΕΛΟΣ
* Το διήγημα «Για πάντα…» της Μαθήτριας Α΄ τάξης του 2ου Γυμνασίου Ναυπλίου Θεοδώρας Ρεντούλη, κέρδισε τον πρώτο έπαινο στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Μορφωτικού Συλλόγου Πετρούπολης.