Με ένα εκτενές κείμενο που ανέβασε στο λογαριασμό του στο Facebook, ο Αντώνης Κανάκης σχολιάζει το κλίμα των ημερών εν όψει του αυριανού δημοψηφίσματος, αποτυπώνοντας θα λέγαμε τη σωστή διάσταση των γεγονότων, που δεν είναι τόσο η απάντηση στο ερώτημα του δημοψηφίσματος, όσο το κλίμα σκοταδισμού και φανατισμού που καπελώνει την ορθή σκέψη και την ανάγκη για εθνική ομοψυψία.
Όπως γράφει ο παρουσιαστής του Ράδιο Αρβύλα:
«Το δικαίωμα να πάμε στην κάλπη την Κυριακή και να ψηφίσουμε ναι ή όχι, είναι αναμφισβήτητα μια δημοκρατική διαδικασία. Οι διαδικασίες όμως από μόνες τους, δεν είναι η ψυχή, η καρδιά και το πνεύμα της δημοκρατίας. Η ψυχή, η καρδιά και το πνεύμα της δημοκρατίας είναι αποκλειστικά και μόνο η ΠΑΙΔΕΙΑ. Κριτική σκέψη, καλλιέργεια, κουλτούρα, σεβασμός, αρχές, αξίες, αγάπη, πολιτισμός, αυτά είναι παιδεία και αυτά είναι η ψυχή, η προϋπόθεση και ο θεμέλιος λίθος της δημοκρατίας, που τόσο εύκολα και συχνά επικαλούνται όλοι αυτοί που στέρησαν από τον Ελληνικό λαό την παιδεία όλα αυτά τα χρόνια. Μια κοινωνία χωρίς παιδεία είναι καταδικασμένη στο φόβο και κατά συνέπεια στο θυμό και το φανατισμό και όπου υπάρχει φανατισμός και θυμός, δεν υπάρχει σκέψη και πρόοδος.
Η παραμονή της χώρας στην Ευρώπη και το ευρώ ή η αποχώρησή της και η επιστροφή της στη δραχμή, είναι αναμφισβήτητα πολύ σημαντικά θέματα, αλλά προσωπικά τα θεωρώ μικρότερης σημασίας μπροστά στο έλλειμμα παιδείας και τον εμφύλιο πόλεμο, που εδώ και πολύ καιρό βιώνουμε και που απλά σήμερα βρίσκεται στην κορύφωσή του. Εμφύλιος πόλεμος σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα, ως απόλυτη συνέπεια του προαναφερθέντος ελλείμματος.
Στη ζωή μου έμαθα να ακούω προσεκτικά τους συνομιλητές μου σε μια συζήτηση, με διάθεση να διακρίνω το σωστό, το δίκαιο, το λογικό των λεγομένων τους, να το αναγνωρίσω και να το αποδεχτώ όποτε το συναντώ. Θεωρώ, πως αν τη συζήτηση την αντιμετωπίζεις ως μια εποικοδομητική διαδικασία και όχι ως μια κόντρα, κερδισμένος είναι αυτός που πείθεται από κάποιον άλλον για κάποια καινούργια ή διαφορετική άποψη και όχι αυτός που πείθει. Γιατί τελικά αυτός που πείθεται, είναι αυτός που πήρε κάτι από μια συζήτηση, αυτός δηλαδή βγήκε ουσιαστικά κερδισμένος. Έμαθα να σέβομαι την αντίθετη άποψη ακόμα και όταν διαφωνώ μαζί της.
Έμαθα να επαναξιολογώ και όταν το κρίνω, να αναθεωρώ τις απόψεις και τις θέσεις μου, γιατί μόνο έτσι εξελίσσομαι. Έμαθα πως για όλες τις αποτυχίες της ζωής μου ευθύνομαι εγώ και κανείς άλλος. Έμαθα πως η πραγματική επανάσταση είναι η προσωπική εξέλιξη, η δημιουργία και η προσφορά.
Ψάχνω να βρω παρόμοια χαρακτηριστικά στην κοινωνία και δυσκολεύομαι πολύ. Σε εξαιρέσεις και μάλλον σε μειοψηφίες μόνο, διακρίνω τέτοια χαρακτηριστικά και συμπεριφορές.
Στους δε, θεωρητικά πυλώνες και σε αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής δομής και πυραμίδας, τους πολιτικούς δηλαδή, οι εξαιρέσεις αυτές και μειοψηφίες είναι ακόμη πιο σπάνιες. Βέβαια οι πολιτικοί που όλοι κατηγορούν, δεν είναι εξωγήινοι. Προϊόντα της δικής μας κοινωνίας είναι και σ΄ έναν μεγάλο βαθμό, καθρεφτίζουν το ποιοι είμαστε εμείς. Έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν. Εμείς είμαστε οι πολιτικοί μας.
Αυτό βέβαια, δεν τους απαλλάσσει καθόλου από το γεγονός, ότι έχουν εξ’ ορισμού την κυρίαρχη ευθύνη για το που βρίσκεται αυτή η κοινωνία και αυτή η χώρα. Όπως και ο οποιοσδήποτε, με το που γίνεται γονιός έχει την υποχρέωση να γίνει σχεδόν άμεσα, ένας πολύ καλύτερος άνθρωπος απ’ αυτόν που ήταν πριν αναλάβει την ευθύνη ενός άλλου ανθρώπου, έτσι κι αυτοί, με το που γίνονται οι ηγέτες μιας κοινωνίας, έχουν την ευθύνη άμεσα να γίνουν πολύ καλύτεροι από το μέσο όρο της κοινωνίας που τους ανέδειξε και να εμπνεύσουν στη συνέχεια τα μέλη της κοινωνίας αυτής, να εξελιχθούν σε ατομικό επίπεδο.
Γι’ αυτό τους απεχθάνομαι, απ’ όπου και αν προέρχονται, γιατί ποτέ δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και των ευθυνών τους. Πάντα και ειδικά στις κρίσιμες στιγμές, όχι μόνο δεν φρόντισαν να διορθώσουν και να καλύψουν τις παθογένειες και τα ελλείμματα της κοινωνίας, αλλά αντιθέτως τα διαιώνισαν και τα εκμεταλλευτήκαν στο βωμό του μεγάλου κομματικού και προσωπικού τους συμφέροντος. Διατηρούσαν ή αυξάνανε το έλλειμμα παιδείας και καλλιεργούσαν το διχασμό, έντεχνα ή άτεχνα, ποσώς με ενδιαφέρει. Για ενότητα και συνεννόηση, ούτε λόγος.
Ακόμα και οι του Βατικανού, που επίσης απεχθάνομαι, μπαίνουν σ’ ένα δωμάτιο και δεν βγαίνουν ποτέ, ποτέ όμως, αν δεν καταλήξουν σε λευκό καπνό. Είναι δυνατόν, τώρα, αυτές τις στιγμές, να μην κλείνονται αυτοί οι πέντε, έξι άνθρωποι στο αντίστοιχο δωμάτιο έως ότου συμφωνήσουν σε λευκό καπνό για την Ελλάδα και να μη βγουν ποτέ αν δεν τα καταφέρουν; Κι αν η αναπηρία τους για λογική και συνεννόηση, είναι τόσο μεγάλη και δεν τα καταφέρουν, ας μείνουν για πάντα σ’ αυτό το δωμάτιο και ας σαπίσουν εκεί, μαζί με τις παρωπίδες τους, τις κομματικές τους σκοπιμότητες και τις παρωχημένες τους ιδέες, νοοτροπίες και πρακτικές.
Από την άλλη κι εμείς οι πολίτες, γιατί δεν βρήκαμε μόνοι μας το δρόμο; Γιατί δεν προσπεράσαμε την ανεπάρκειά τους; Γιατί δεν την ψάξαμε μόνοι μας, πώς θα εξελίξουμε τους εαυτούς μας, πώς θα αποκτήσουμε την παιδεία και τον πολιτισμό, που μας στέρησαν συστηματικά; Γιατί πνιγήκαμε στο φθόνο, στο θυμό, στο φανατισμό, στην καταστροφή, στον εμφύλιο πόλεμο;
Κοιτάζω και ακούω γύρω μου στην πλειοψηφία, με απερίγραπτη θλίψη, το μίσος, το θυμό, την επιθετικότητα με την οποία ο ένας Έλληνας βρίζει τον άλλον. Τους κακώς εννοούμενους ποδοσφαιρικούς όρους της κερκίδας, με την οποία αντιμετωπίζουμε την πολιτική μας ζωή. Τα απόλυτα στρατόπεδα. Την ευκολία με την οποία ο ένας Έλληνας χαρακτηρίζει προδότη και προπαγανδιστή τον άλλον, μόνο και μόνο επειδή έχει διαφορετική άποψη απ’ αυτόν, όποια και να είναι αυτή.
Αυτή είναι η ήττα. Αυτή είναι η πραγματική χρεοκοπία. Ό,τι και να συμβεί την Κυριακή, είμαστε ήδη ηττημένοι ως κοινωνία και βέβαια είμαστε ηττημένοι από τους ίδιους τους εαυτούς μας. Από τους Έλληνες είναι ηττημένη η Ελλάδα. Εξάλλου ποιος άλλος θα μπορούσε να μας νικήσει, παρά μόνο ο ίδιος μας ο εαυτός. Ποιος άλλος θα μπορούσε να διαλύσει μία χώρα με τόσα προσόντα όπως η Ελλάδα μας, εκτός από εμάς τους ίδιους και τους «ηγέτες» μας.
Αν υπάρχει κάπου σε αυτήν την χώρα, μία κάλπη που μπορώ να πάω και να ψηφίσω ναι στην παιδεία και όχι στο σκοταδισμό, πείτε μου να πάω.
Αν υπάρχει κάπου σε αυτήν την χώρα, μία κάλπη που μπορώ να πάω και να ψηφίσω ναι στη σκέψη και όχι στο θυμό-φανατισμό, πείτε μου να πάω.
Αν υπάρχει κάπου σε αυτήν την χώρα, μία κάλπη που μπορώ να πάω και να ψηφίσω ναι στη δημιουργία και όχι στην καταστροφή, πείτε μου να πάω.
Αν υπάρχει κάπου σε αυτήν την χώρα, μία κάλπη που μπορώ να πάω και να ψηφίσω ναι στην ευφυΐα και όχι στις εξυπνάδες, πείτε μου να πάω.
Αν υπάρχει κάπου σε αυτήν την χώρα, μία κάλπη που μπορώ να πάω και να ψηφίσω ναι στην ενότητα-συνεννόηση και όχι στον εμφύλιο πόλεμο, πείτε μου να πάω. Αλλιώς…
Υ.Γ.1 Το κείμενο αυτό είναι τελείως άχρηστο, γιατί αυτοί που θα το καταλάβουν δεν το χρειάζονται και αυτοί που ίσως το χρειάζονται, δεν υπάρχει περίπτωση να το καταλάβουν.
Υ.Γ.2 Λυπάμαι που απογοήτευσα την αρένα. Λυπάμαι που δεν τοποθετήθηκα με ένα ναι ή με ένα όχι, ώστε να με αποθεώσουν οι μισοί και να με κατασπαράξουν οι άλλοι μισοί. Όμως, την αιμοσταγή αρένα αλληλοφαγώματος που έχει στηθεί, δεν επιθυμώ να την τροφοδοτήσω.
Υ.Γ.3 Δέχομαι πιέσεις αυτές τις ημέρες, από υπέρμαχους του ναι, που πιστεύουν ότι το υποστηρίζω και από υπέρμαχους του όχι, που κι αυτοί πιστεύουν ότι το υποστηρίζω, προκειμένου να βγω δημοσίως και να πάρω θέση. «Εσένα σ’ ακούνε, βγες και επηρέασέ τους» μου λένε. Ίσως να είμαι από άλλο πλανήτη, αλλά συνεχίζω να θεωρώ ή να φαντασιώνομαι, πως αυτοί που ψηφίζουν δεν είναι πρόβατα που χρειάζονται τσομπάνη, αλλά μεγάλα παιδιά. Επίσης, θεωρώ πως αν ήθελα να λέω σε πολιτικό επίπεδο στον κόσμο τι να κάνει, ειδικά στις κρίσιμες στιγμές, τότε θα έπρεπε να υιοθετήσω επίσημα το ρόλο του πολιτικού.
Ας αφήσουμε τα πράγματα ανεπηρέαστα και ας δούμε ποιοι πραγματικά είμαστε και τι μας αξίζει ως κοινωνία. Θεωρώ, ότι είναι πολύ χρήσιμο αυτό.»