Γιάννης Μανιάτης: Ενεργειακές προκλήσεις και ο ρόλος της Ελλάδας
«Θέλω να ελπίζω ότι η σημερινή πολύ ενδιαφέρουσα συνάντηση, θα είναι η τελευταία συνάντηση μιας πολύ επώδυνης πορείας και από τη Δευτέρα θα μπορούμε να γυρίσουμε μια άλλη σελίδα στην ιστορία αυτού του τόπου.
Έχει μεγάλη σημασία κι ελπίζω να έχει τον θετικό του συμβολισμό, το ότι σήμερα θα συζητήσουμε εδώ για τα κορυφαία γεωπολιτικά εθνικά θέματα που αποτελούν τον πυρήνα των ενεργειακών θεμάτων της χώρας.
Πριν καταθέσω τις απόψεις μου για τα συγκεκριμένα θέματα, θα ήθελα να αναφερθώ στο συνολικότερο περιβάλλον μέσα στο οποίο διαβιούμε.
Μέσα στις επόμενες ώρες ο Έλληνας Πρωθυπουργός πρέπει να πάρει τη μεγάλη απόφαση. Η εντολή προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό και την ελληνική κυβέρνηση που έδωσε ο ελληνικός λαός μετά το σουρεαλιστικό δημοψήφισμα, αλλά κυρίως μετά την συνάντηση με τους πολιτικούς αρχηγούς υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας, είναι μία και μοναδική. Όχι ρήξη, συμφωνία κοινωνικά δίκαιη και οικονομικά αποτελεσματική. Οι επιλογές δεν είναι πολλές, παρά μόνο μία, ιστορικά, πατριωτικά κι εθνικά επιβεβλημένη.
Η χώρα δυστυχώς βρίσκεται για 1η φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια, διεθνοπολιτικά απελπιστικά μόνη της και αδύναμη. Δεν έχει ούτε έναν διεθνή σύμμαχο. Σε τέτοιες ιστορικές καταστάσεις, αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι να υπάρχει ψυχική ενότητα του λαού. Εμείς αντιλαμβανόμαστε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, ως ένα αποτέλεσμα στο οποίο το 90% τουλάχιστον του ελληνικού λαού, είπε στον Έλληνα Πρωθυπουργό ότι θέλουμε να συνεχίσει να υφίσταται η στρατηγική κατάκτηση της χώρας, δηλ. η ισοτιμία της στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη. Και προφανώς, ιστορικά δεν επιτρέπεται σε κανέναν πάνω από την δική του προσωπική ή κομματική προσωρινότητα, να βάλει τα μεγάλα εθνικά θέματα τα οποία πηγαίνουν σε βάθος δεκαετιών, και μόνο θετικά θα πρέπει να συνεισφέρουν οι κάθε φορά περιστασιακοί και περαστικοί Υπουργοί και Πρωθυπουργοί, γιατί πάνω από τους Πρωθυπουργούς, τους Υπουργούς και τα κόμματα, είναι η πατρίδα και το έθνος διαχρονικά.
Είμαστε ένας λαός που δυστυχώς υπέστη απίστευτα λάθη και ακρότητες από τους εταίρους. Λάθη τραγικά που οδήγησαν την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό να είναι ένα διεθνές πολιτικό και κυρίως οικονομικό πείραμα. Σε μεγάλο βαθμό αυτά τα λάθη, μαζί με τα λάθη τα δικά μας, είχαν ως αποτέλεσμα τρομακτικές θυσίες του ελληνικού λαού.
Δυστυχώς, υπήρξε η λαθεμένη εκτίμηση ότι κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης είχαμε δύο δήθεν πυρηνικά όπλα:
α) «Ας τραβήξουμε τη διαπραγμάτευση μέχρι την άκρη του γκρεμού, κι εκεί επειδή είμαστε πιασμένοι όλοι χέρι – χέρι, απλώνοντας το ένα μας πόδι πάνω από τον γκρεμό, θα απειλήσουμε τους άλλους ότι θα σας πάρουμε μαζί μας». Δυστυχώς, οι αγορές προεξόφλησαν ότι η πιθανή αυτοκτονία της Ελλάδας δεν θα συμπαρασύρει και τους άλλους εταίρους.
β) Το δεύτερο δήθεν πυρηνικό όπλο που η γόμωση και αυτού του όπλου απεδείχθη άχρηστη, ότι θα χρησιμοποιήσουμε τη σπουδαία γεωπολιτική γεωστρατηγική θέση της χώρας ως διαπραγματευτικό όπλο για την τρέχουσα δυσμενή δημοσιονομική αρνητική συγκυρία της χώρας.
Η χώρα μέχρι πρόσφατα είχε κατακτήσει κάτι πολύ σπουδαίο. Ουδέποτε τα εθνικά θέματα τέθηκαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, διότι η δημοσιονομική στενότητα είναι προσωρινή, όμως το «παιχνίδι» με τα εθνικά θέματα πάει σε δεκαετίες.
Ζήσαμε διάφορα: α) ότι θα γίνουμε μέλη της τράπεζας των BRICS, μέχρι που βγήκε ο Ρώσος Υπουργός Οικονομικών και είπε ότι ποτέ δεν προτάθηκε στην Ελλάδα να γίνει μέλος των BRICS, ποτέ δεν ειπώθηκε ότι θα δοθεί δάνειο στην Ελλάδα γιατί δεν προβλέπεται η τράπεζα των BRICS να δίνει τέτοια δάνεια, β) τα 5 δις ευρώ των αγωγών, γ) τη γραφικότητα του Υπουργού Εθνικής Άμυνας να χαρίζει το 30% των πετρελαίων στο Αιγαίο, και δ) κάτι που είμαι βέβαιος ότι διέλαβε της προσοχής του αρμόδιου Υπουργού. Ο κ. Βαρουφάκης όταν έστειλε στην Τρόικα, μετά τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου το περίφημο mail του με τις δεσμεύσεις, έκανε για 1η φορά σαφή και ρητή αναφορά στις έρευνες Υδρογονανθράκων στα 20 θαλάσσια οικόπεδα. Η Τρόικα δεκάδες φορές είχε ζητήσει να της δώσουμε λογαριασμό για το τι γίνεται με τις έρευνες του φυσικού μας πλούτου, και κάθε φορά η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης και των διαπραγματευτών μας, ήταν «ότι έχουμε να σας πούμε γι’ αυτό, το λέμε στα Δελτία Τύπου και μπορείτε να προσφύγετε σ’ αυτά». Είναι αδιανόητο σε επίσημο κείμενο της ελληνικής κυβέρνησης προς τους θεσμούς, να υπάρχει ρητή αναφορά στον εθνικό πλούτο, τον οποίο με ειδική νομοθεσία έχουμε κατοχυρώσει πως είναι μόνο για τις επόμενες γενιές μέσα από το Ταμείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γενεών.
Για πάρα πολλά χρόνια η Ρωσία αποτελεί τον στρατηγικό ενεργειακό εταίρο της χώρας, και θέλω να υπενθυμίσω ότι ήταν χαρά και τιμή μου που στη διάρκεια της Υπουργίας μου, τον Μάρτιο 2014, ανανεώσαμε για δέκα (10) χρόνια τη στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία για την προμήθεια φυσικού αερίου μέσω της ΔΕΠΑ. Αυτό αποτέλεσε έναν σπουδαίο κρίκο στη διαχρονική συνεργασία ανάμεσα σε δύο φίλους λαούς και φίλες χώρες, όπως είναι η Ελλάδα και η Ρωσία.
Έχει ενδιαφέρον ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα με πρωτοβουλίες της ελληνικής και της ρωσικής κυβέρνησης, προχωρά η υλοποίηση, η δημιουργία, ο σχεδιασμός, η μελέτη της επέκτασης του Turkish Stream προς την Ελλάδα.
Θέλω να ξεκαθαρίσω πως οποιοσδήποτε αγωγός περνά από οποιαδήποτε χώρα, αυτό συνιστά γεωπολιτική αναβάθμιση, κατά συνέπεια κανένας εχέφρων πολίτης σε αυτή τη χώρα, δεν μπορεί να είναι κατά της δημιουργίας οποιουδήποτε αγωγού από οπουδήποτε κι αν διέρχεται, φτάνει να περνάει και από τη χώρα μας, και οτιδήποτε και να μεταφέρει. Θεωρώ όμως, ότι θα ισχύσει αυτό για το οποίο δεσμεύτηκε ο Πρόεδρος της Ρωσίας Πούτιν και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Τσίπρας κατά τη συμφωνία τους στην Αγία Πετρούπολη, ότι ο αγωγός αυτός θα γίνει σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 3ο Ενεργειακό πακέτο, ή την Ενεργειακή Ένωση έτσι όπως αυτή σχεδιάζεται κι εξελίσσεται. Βεβαίως έχει μεγάλη σημασία να τονίσουμε ότι όλες αυτές οι επιλογές περί των αγωγών και ευρύτερα περί των υποδομών του φυσικού αερίου, πρέπει η μία να συμπληρώνει την άλλη και καμία από αυτές να μην έρχεται σε σύγκρουση με τις βασικές στρατηγικές επιλογές της χώρας, η κορυφαία των οποίων είναι ασφαλώς να αποτελέσει έναν πυλώνα ενεργειακής ασφάλειας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, των Κρατών Μελών της υπόλοιπης Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Σε αυτό θα προσθέσω ότι είναι πολύ θετικό ότι προχωρά με τα κανονικά του βήματα ο αγωγός TAP, προχωρά η συμφωνία που υπογράψαμε τον Δεκέμβριο του 2014 στις Βρυξέλλες με τους ομολόγους Υπουργούς της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας για την επέκταση του IGB βορειότερα, έτσι ώστε να αποτελέσει τον Κάθετο Διάδρομο, και προχωρά επίσης η στρατηγική μας απόφαση για την υλοποίηση του EASTMED σε στενή συνεργασία με την Κύπρο και το Ισραήλ.
Ασφαλώς, έχει τη δική του σημασία ότι έχουμε ήδη εντάξει εδώ και περίπου 1 χρόνο στα έργα Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος, τις δύο πλωτές Μονάδες Υγροποιημένου φυσικού αερίου στη Βόρεια Ελλάδα, και ασφαλώς την ολοκλήρωση της αναβάθμισης της Ρεβυθούσας.
Η Ελλάδα ακολουθούσε και οφείλει να ακολουθεί μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και μια πολυδιάστατη ενεργειακή πολιτική. Έχουμε ως στρατηγικό ενεργειακό εταίρο τη Ρωσία. Έχουμε εξαιρετικές ενεργειακές σχέσεις με την Τουρκία από την οποία τροφοδοτούμαστε με φυσικό αέριο εδώ και αρκετά χρόνια. Αναπτύξαμε τον τελευταίο 1,5 χρόνο στρατηγική ενεργειακή σχέση με το Ισραήλ. Δέσαμε στο πλαίσιο ενός κοινού ενεργειακού δόγματος τις σχέσεις μας με την Κύπρο κι επεκταθήκαμε και στην Αίγυπτο. Η Ελλάδα λοιπόν σήμερα, παρά τις προσωρινές ελπίζουμε όλοι μας δημοσιονομικές αδυναμίες της, συνεχίζει να αποτελεί έναν σπουδαίο πόλο, μια όαση γεωπολιτικής ειρήνης και ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή.
Επειδή τα πράγματα είναι έτσι ακριβώς κι επειδή προχωρούν, κι ελπίζω να έχουμε θετική εξέλιξη στο μεγάλο διαγωνισμό των θαλάσσιων περιοχών για τους Υδρογονάνθρακες και να μην έχουμε φαινόμενα ανάλογα με αυτά που συνέβησαν στα τρία χερσαία οικόπεδα όπου δεν παρουσιάστηκε η εταιρεία η οποία είχε προκαλέσει τον διαγωνισμό, η ENEL (για προφανείς λόγους), εύχομαι να έχουμε την εκδήλωση σοβαρού επενδυτικού ενδιαφέροντος από πολλές και μεγάλες εταιρείες.
Έχω βαθιά πεποίθηση ότι αν αυτή η χώρα θέλει πράγματι να διαμορφώσει ένα ευοίωνο σήμερα και αύριο, θα στηριχτεί στα δύο σπουδαία της πλεονεκτήματα:
α) Στους ανθρώπους της, που ξέρουν να καινοτομούν και να επιχειρούν δημιουργώντας πλούτο και νέες θέσεις εργασίας μέσα από την ιδιωτική πρωτοβουλία και
β) Στο δημόσιο πλούτο της και στη γεωπολιτική θέση της, που είναι τα μεγάλα δημόσια αγαθά που πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για όφελος του ελληνικού λαού.
Θερμά συγχαρητήρια για την πρωτοβουλία, καλή δύναμη και καλή επιτυχία στις εργασίες του Συνεδρίου».