Προς μια νέα Μικρασιατική καταστροφή;
Για πέντε ολόκληρους μήνες η κυβέρνηση αντί να ασχολείται με τα καυτά θέματα της οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής, προετοίμαζε τον κόσμο, για κάτι που θεωρούσε αναπόφευκτο, δηλαδή το δημοψήφισμα, καλλιεργώντας τον διχασμό. Ενώ κλείνουν τα πρώτα 15 χρόνια από τον 21ο αιώνα, η Ελλάδα εκατό σχεδόν χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή βρίσκεται μπροστά σε μια νέα συντριβή.
Ο ιστορικός του μέλλοντος σίγουρα θα γράψει για την συντριβή της ελληνικής οικονομίας και θα υπογραμμίζει ότι, 26 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την παταγώδη κατάρρευση των κομμουνιστικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένης και της Σοβιετικής Ενώσεως – σε μια κρίσιμη φάση για την οικονομία και το μέλλον της αποφάσιζε δια της λαϊκής ψήφου να φέρει στην εξουσία ένα συνοθύλευμα μαρξιστών – λενινιστών και εθνικιστών, οι οποίοι όχι μόνον δεν είχαν διδαχθεί τίποτε απολύτως από την Ιστορία αλλά αρνούνταν να δουν ακόμα και αυτή την ίδια την πραγματικότητά της.
Έτσι, τον Ιανουάριο 2015 και ενώ η υπό κρίση ευρισκόμενη ελληνική οικονομία θα μπορούσε να εισέλθει σε φάση ανακάμψεως της και να έχει ρυθμό κάπου 3%, με την εκβιαστική πρόκληση εκλογών άνοιξε η πόρτα για την συντριβή της. Και πέντε μήνες μετά την άνοδο στην εξουσία ενός φαιοκόκκινου συνασπισμού, που είχε υποσχεθεί στο εκλογικό σώμα ότι θα καταργούσε μνημόνια και θα υποχρέωνε τις διεθνείς αγορές να «χορεύουν» στον ρυθμό του, η ελληνική οικονομία συνετρίβη.
Με τις τράπεζες κλειστές, την αγορά σε πλήρη ύφεση και το γόητρο της χώρας στα τάρταρα, η εγχώρια οικονομία καλείται σήμερα να αναγεννηθεί από τις στάχτες της. Κυριολεκτικά. Αυτή δε η αναγέννηση σίγουρα δεν μπορεί να γίνει από την κυβέρνηση της συντριβής. Η οικονομία έχει ανάγκη από βαθύτατες μεταρρυθμίσεις, παρόμοιες με αυτές που πραγματοποιήθηκαν στις πρώην κομμουνιστικές χώρες. Και από την άποψη αυτή, η πρώτη και πολύ επείγουσα μεταρρύθμιση είναι αυτή της δραστικής μειώσεως του κρατικού τομέα και της αναποτελεσματικότητάς του.
Στο επίπεδο αυτό, η προκαταρκτική έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους είναι καθοριστική. Το ΔΝΤ προτείνει αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, τονίζοντας ότι δύσκολα πλέον μπορεί να εξυπηρετηθεί. Συνεπώς, ένα πιθανό «κούρεμα» του χρέους μας θα φέρει τον Έλληνα πολίτη σε αντιπαράθεση με τους Ευρωπαίους φορολογούμενους – κάποιοι από τους οποίους έχουν και μικρότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από το ελληνικό παρά την κατά 26% πτώση του Ακαθαρίστου Εγχώριου Προϊόντος μας τα πέντε τελευταία χρόνια. Παράλληλα, το ΔΝΤ επισημαίνει ότι, για να μην «κουρευτούν» οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι, η χώρα στο εξής θα πρέπει να αναπτύσσεται με ρυθμό 3% τον χρόνο και, βεβαίως να πραγματοποιήσει ζωτικές μεταρρυθμίσεις. Αν αυτό δεν συμβεί, υπάρχει κίνδυνος οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι να «κουρευτούν» ολοσχερώς, πράγμα ολέθριο για την εικόνα ης χώρας. Υπό αυτές τις συνθήκες δικαιολογείται η επιμονή κάποιων Ευρωπαίων πολιτικών, οι οποίοι λένε ότι είναι αναγκαίο να φύγει η Ελλάδα από το ευρώ για να μπορέσει να οργανωθεί καλύτερα η υπόλοιπη ευρωζώνη.
Τώρα που επιτέλους γλιτώσαμε την αποχώρηση από την ευρωζώνη, ένα νέο πρόγραμμα στηρίξεως της οικονομίας θα είναι εξαιρετικά αυστηρό και προσαρμοσμένο στις νέες κατευθύνσεις της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, όπως αυτές περιγράφονται στις τελευταίες προτάσεις του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ζαν – Κλωντ Γιούνκερ. Προτάσεις που είναι ελάχιστα συμβατές με τους προσανατολισμούς της σημερινής κυβερνήσεως, η οποία κάθε άλλο παρά ευρωπαϊκό προσανατολισμό έχει.
Η ευρωζώνη, για να λειτουργεί, έχει κανόνες δημοσιονομικής ισορροπίας που η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί πλέον να τηρήσει, ακόμα και αν το θελήσει. Τα δημόσια έσοδα έχουν καταρρεύσει, η οικονομία ασφυκτιά, η παραγωγική μηχανή είναι εντελώς αδύναμη και με τις τράπεζες κλειστές το κυκλοφοριακό σύστημα της χώρας οδεύει στην παράλυσή του. Άρα, στην παρούσα φάση, η κυβέρνηση δεν έχει καμμία απολύτως δυνατότητα ασκήσεως δημόσιας σε αύξηση της απασχολήσεως των παραγωγικών συντελεστών.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνον με νέες επενδύσεις. Όμως, ποιος θα έλθει να επενδύσει σε μια χώρα η οποία αυτό-αποκλείστηκε ακόμα και από τα δισ. ευρώ; Ποιοι επενδυτές θα αναλάβουν κινδύνους, στο μέτρο που η κυβέρνηση στόχο έχει την τόνωση του κρατισμού και όχι της σταδιακής απελευθερώσεως της οικονομίας από τα δεσμά του;
Δυστυχώς, ο δρόμος προς την ανήκεστο οικονομική βλάβη είναι ανοικτός. Κυριολεκτικά δε, μόνον ένα θαύμα μπορεί να σώσει την χώρα από μία νέα πολύ οδυνηρή μικρασιατική καταστροφή.
* Ο Φάνης Ζουρόπουλος είναι τ. πρόεδρος της Ε.Ι.Ε.Τ. και εκτελεστικός πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων (Ε.Ε.Δ.)
zourop@otenet.gr