Οι ανησυχίες που εκδηλώνονται τις τελευταίες εβδομάδες για την ασφάλεια των καταθέσεων στην Ελλαδικό χώρο, λόγω της χρηματοπιστωτικής και όχι μόνο κρίσης, είναι ενδεικτικές της επιρροής της παγκοσμιοποίησης στη πατρίδα μας. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, αναγκάζεται να δανειστεί υπέρογκα ποσά από την ΕΚΤ και να πείσει τις διεθνείς αγορές για τη ύπαρξη της Ελλάδας ως πραγματικής ευρωπαικής χώρας και να αποδείξει για την μελλοντική φερεγγυότητά της. Ωστόσο, οι σημερινοί πονοκέφαλοι, σίγουρα, οφείλονται στο ξέφρενο γλέντι του χθες. Από την άλλη πλευρά όμως, αυτό που βλέπουμε στα περισσότερα ελληνικά μέσα ενημέρωσης οδηγεί σε πολιτισμική σύγκρουση, με τις θεωρίες συνωμοσίας και την αίσθηση ότι οι ξένοι θέλουν τη χρεοκοπία της χώρας να κυριαρχούν.
Τα πρωτοσέλιδα του Τύπου για τον πολυδαίδαλο κόσμο των αγορών όμως δεν θα πρέπει να μας αποπροσανατολίζουν από την ωμή και τρομακτική αλήθεια: οι αγορές είναι απλά σκληρές. Ακολουθούν την ψυχρή λογική του κέρδους και της προστασίας του πλούτου. Έτσι παρότι συμφώνησε πριν μια εβδομάδα με τους Ευρωπαίους δανειστές για το ποσό των 86 δις, βλέπουμε και πάλι οι ξένοι επενδυτές να έχουν πλήρως χάσει κάθε “σπίθα” εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα.
Ομολογουμένως εφόσον η Ελλάδα επέλεξε αυτό το δρόμο και θέλει να συνεχίσει με την ίδια ρότα, τότε θα πρέπει να μάθει να λειτουργεί στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης. Πρώτα απ’ όλα, υποχρεούται να συνειδητοποιήσει ότι δεν ωφελεί να υποκρίνεται ότι αν αγνοήσει την παγκοσμιοποίηση, εκείνη θα εξαφανιστεί. Δεύτερον, να μη δίνει σημασία σε σενάρια περί κακόβουλων ξένων και αν πράγματι υπάρχουν τέτοιου είδους απειλές να τις αντιμετωπίζει ως πραγματική δύναμη. Τρίτον, να αναγνωρίσει ότι οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης εκτείνονται πολύ πέρα από τη σημερινή κρίση και μεταβάλλουν καθοριστικά την άσκηση πολιτικής. Πριν από λίγο καιρό, ένα ελβετικό ερευνητικό ινστιτούτο έδωε στην δημοσιότητα έναν δείκτη κατάταξης, ο οποίος μετρά πόσο «παγκοσμιοποιημένη» είναι η κάθε χώρα, τόσο στη λειτουργία της οικονομίας της, όσο και σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα. ». Συμπερασματικά, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 31η θέση, τελευταία στην Ε.Ε. Επομένως, η Ελλάδα πρέπει να κάνει την προσαρμογή και σε άλλους τομείς, εκτός από αυτόν της οικονομίας.
Υπάρχουν και πολλοί άλλοι χρήσιμοι δείκτες που είναι χρήσιμο να συμβουλευθούμε και οι οποίοι αποδεικνύουν στο έπακρον πως η Ελλάδα δεν εκμεταλλεύεται τις ικανότητες και την δύναμή της.. Ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης, όλοι οι πολιτικοί ηγέτες της Ελλάδας αναγνωρίζουν ότι η μελλοντική ευημερία της χώρας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το αν θα καταφέρει να είναι ανταγωνιστική στην ρεαλιστική γνώση της οικονομίας εκεί που δυστυχώς δεν συμπεριλαμβάνονται τα ανθρώπινα όντα τα οποία αντιμετωπίζονται ως αριθμοί. Και σε αυτό τον τομέα όμως υστερεί. Η μεγάλη πρόκληση στην οικονομία της γνώσης είναι να εκπαιδεύσεις και να κρατήσεις τους καλύτερους επιστήμονες. Για γενιές ολόκληρες όμως, η Ελλάδα έβλεπε τα πιο προικισμένα παιδιά της να την εγκαταλείπουν για το εξωτερικό και να μην επιστρέφουν ποτέ. Το ίδιο συμβαίνει ακόμη και σήμερα. Βέβαια και χωρίς να θέλω να το πάρω εθνολογικά, οι Έλληνες διαπρέπουν σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες λαμβάνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο, τους οποίους αυτά τα κράτη τους ανταμείβουν, όπως οφείλουν.
Εννοείται πως δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε να αναφέρουμε και το γεγονός ότι η χώρα μας υπολείπεται σημαντικά των εταίρων της στην Ευρώπη, στον τομέα της επανεκπαίδευσης και διά βίου μάθησης. Τέλος, όλοι αναγνωρίζουν τα δομικά προβλήματα που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών σχολείων, πανεπιστημίων. Ολα τα παραπάνω οφείλονται στην επί του προκειμένου προστασία των συστημικών νοοτροπιών, ο οποίος με τη σειρά του είναι αποτέλεσμα όχι τόσο επιλογών της κοινωνίας, όσο πολιτικής αδυναμίας. Πέρα από τον πανικό για την άμεση δυνατότητα δανεισμού, είναι πολύ πιο σημαντικό να αναλογιστεί η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας πώς θα καταστεί η χώρα ανταγωνιστικήστο διεθνές περιβάλλον, είτε τώρα με το Ευρώ είτε αργότερα με κάποιο άλλο νόμισμα, πράγμα που ακόμα και όταν ευημερούσαμε ,”εικονικά”, δεν το είχαμε συλλογιστεί καθόλου.
Τέλος πάντων, αν η Ελλάδα δεν προσπαθήσει να προωθήσει ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις, θα οδηγηθεί σε καθεστώς μόνιμης υψηλής ανεργίας και χαμηλών μισθών. Αν η Ελλάδα αγνοήσει πλήρως τη παγκοσμιοποίηση και το διεθνή ανταγωνισμό, οι συνέπειες θα είναι ακόμα χειρότερες και από τις σημερινές ταπεινωτικές. Η Ελλάδα θα πρέπει να μάθει πώς να προσαρμοστεί, σύμφωνα με τη λογική που ακολούθησαν και άλλες χώρες της Ευρώπης και όχι της ΕΕ και α θέλει να είναι. Ήλθε η ώρα να συνειδητοποιήσουν οι υπουργοί της Αθήνας ότι η θαλπωρή του προστατευτισμού δεν οδηγεί πουθενά και να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης.