ΆρθροΑρχείο

Παλιές Ιστορίες με Καυτερές Περιπέτειες (Ι)

Μέσα της δεκαετίας του ’60, στα δωμάτια που νοικιάζαμε στο Λονδίνο, ως φοιτητές, υπήρχε ένας μετρητής ηλεκτρικού ρεύματος, που τροφοδοτούσε το δωμάτιο με ρεύμα για όσο επαρκούσαν τα χρήματα που του είχαμε ρίξει μέσα. Μετά πίσσα, κόλαση, σκλαβιά και καταφρόνια, δεν βλέπαμε να… βλαστημήσουμε. Γι’ αυτό και πάντα πάνω στον μετρητή υπήρχε ένα σελίνι, γιατί πού να ψάχνεις να βρεις σελίνι μέσα στο έρεβος…

 

Κάποτε λοιπόν αποφάσισα να δώσω ένα πάρτι στο δωματιάκι μου. Ήρθαν οι φίλοι και ανάμεσά τους ήταν και η Νιλίμα, μια Ινδή καλλονή, που άφηνε τους άντρες με το στόμα ανοιχτό να την θαυμάζουν. Κανείς δεν τόλμαγε να την φλερτάρει. Ήταν κλάσεις καλύτερη απ’ όλους εμάς μαζί! Ξέροντας τι κατανάλωση είχαμε στο δωμάτιο και πόσο κράταγε το σελίνι στον μετρητή, χρονομετρούσα, έχοντας πάρει το σελίνι πάνω απ’ τον μετρητή, θα καταλάβετε γιατί. Το διαβολικό μυαλό μου τα είχε σχεδιάσει όλα καλά!

 

Δυο λεφτά πριν πέσει το σκοτάδι λοιπόν βάζω ένα αργό και παθιάρικο blues στο πικάπ και σηκώνω την Νιλίμα να χορέψουμε, αποφασισμένος να κάνω το δικό μου και να φάω σβουριχτή σφαλιάρα αμέσως μετά. Μόλις έσβησαν τα φώτα και οι άλλοι έψαχναν εναγωνίως για το σελίνι, για να ξαναδούμε το φως το αληθινόν, εγώ φίλησα με περίσσιο πάθος την Νιλίμα, που αντί να με βαρέσει, ανταπέδωσε. Έτσι άρχισε η ιστορία μου με την Νιλίμα.

 

Όταν άναψαν τα φώτα, φιλιόμαστε ακόμη και όλοι κατάλαβαν και με κοίταγαν με ζήλια. Το επόμενο Σαββατόβραδο λοιπόν, πήρα την Νιλίμα να της δείξω λίγο από Ελλάδα, αλλά στο Λονδίνο ήμασταν, στο Βρετανικό Μουσείο δεν πάω ποτέ, γιατί δεν θέλω να δω τα κλοπιμαία, τι άλλο έμενε; Το ελληνικό φαγητό. Εκεί στην Tottenham Court Rd ήξερα ένα καλό ελληνικό εστιατόριο και εκεί πήγαμε. Μας κέρασαν από ένα ουζάκι στην αρχή και άρεσε στη Νιλίμα, που παράγγειλε κι άλλο. Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι το ούζο κάνει άσχημο μεθύσι και να μην πιει άλλο, αλλά εκείνη δεν άκουγε τίποτα και συνέχισε.

 

Να μην σας τα πολυλογώ, έγινε φέσι! Την μετέφερα στο δωμάτιό μου και την άφησα να κοιμηθεί. Εγώ κοιμήθηκα στον καναπέ, που δεν ήταν στα μέτρα μου και πιάστηκα. Η Νιλίμα συνήλθε την Τετάρτη και μου κράταγε μούτρα. «Έπρεπε να ακυρώνω τις παραγγελίες της», μου είπε. Και αποφάσισε να πάρει την εκδίκησή της.

«Το Σάββατο θα σε πάω σε ινδικό», μου είπε και συμφώνησα.

Το επόμενο Σάββατο λοιπόν, να ’μαστε σ’ ένα πολυτελέστατο ινδικό. Μου έφεραν κι έναν κατάλογο, απ’ όπου δεν καταλάβαινα τίποτα. Διάλεξα ένα ‘Himalayan lamb curry’ και ο σερβιτόρος ρώτησε:

«Το θέλετε hot or not so very hot;» (Καυτερό εννοούσε, αλλά δεν το ’πιασα).

‘Ρε τον βλάκα’, σκέφτηκα εγώ, ‘μήπως νομίζει ότι θα φάω κρύο φαΐ;’ Και παράγγειλα hot. Σφάλμα μεγάλο! Η Νιλίμα χαμογέλασε όταν με άκουσε, αλλά ήταν τόσο ωραίο το χαμόγελό της που δεν πήγε ο νους μου στο κακό.

 

Δεν παράγγειλε ψωμί, αυτό που λένε «naan bread» που έχει και λίγη ψίχα, για να παίρνει την καούρα. Παράγγειλε  «papadums», χωρίς καθόλου ψίχα, κάτι σαν μεγάλα πατατάκια τσιπς, για να καταλάβετε. Τελείως άχρηστα δηλαδή για τη δουλειά που θα τα χρειαζόμουνα. Ήρθε το φαγητό μετά από λίγο και επέπεσα λάβρος. Πρώτη μου φορά ινδική κουζίνα.

«Σιγά – σιγά, μικρές μπουκιές», με συμβούλεψε η Νιλίμα, που ήξερε ότι θα έκανα ακριβώς το αντίθετο. Έβαλα μια μεγάλη μπουκιά στο στόμα μου, με μπόλικη σάλτσα, –η σάλτσα είναι… θανατηφόρα,– και έμεινα ξερός! Αυτό δεν ήταν φαΐ. Δυναμίτης ήταν! Είδα το σαρδόνιο χαμόγελο της καλής μου και τότε κατάλαβα, πολύ καθυστερημένα βεβαίως. Αποφάσισα να μην της δώσω την ικανοποίηση να με δει να υποφέρω και με άφταστο ηρωισμό, που ήταν εκ των ων ουκ άνευ σ’ εκείνη την περίσταση, κατέβασα την πρώτη μπουκιά. Μετά ακολούθησα την αρχική συμβουλή της κι έτρωγα μικρές μπουκίτσες. Κατάφερα να τελειώσω όλο το φαγητό μου και στο τέλος βρήκα το κουράγιο –δεν ξέρω πού– να πω:

«Πολύ ωραίο ήταν!» (Για να μου πετάξει τα μάτια έξω, ήταν ο,τι έπρεπε!)

«Για να μάθεις να μην μου δίνεις ούζο», μου τόνισε.

«Μα σε προειδοποίησα και δεν έδωσες καμιά σημασία», αντέτεινα εγώ.

«Δεν με προειδοποίησες αρκετά έντονα», είχε τις αντιρρήσεις της.

«Καλά, την επόμενη φορά θα σε μαγκώσω απ’ το μαλλί και θα σ’ το δώσω να το φας κανταΐφι», της είπα.

«Τι είναι το κανταΐφι;» θέλησε να μάθει.

«Αφού αποφάγαμε εδώ, πάμε να σε κεράσω ένα», της είπα και πλήρωσε τον λογαριασμό.

 

Ακριβώς δίπλα στο ινδικό εστιατόριο ήταν ένα κυπριακό μαγαζί. Εκεί μπήκαμε για το κανταΐφι μας και ήταν υπέροχο! Η Νιλίμα ήθελε και δεύτερο.

«Παχαίνει», της είπα. Προειδοποίηση ήταν.

«Δεν με νοιάζει. Θέλω!» είπε έντονα.

«Πρόσεχε, κινδυνεύεις να φας τα μαλλιά σου!» έγινα πιο συγκεκριμένος εγώ και ηρέμησε.

 

Φύγαμε από ’κεί κι αποφασίσαμε να περπατήσουμε στους δρόμους του νυκτερινού Λονδίνου. Δεν έχει σημασία από πού περάσαμε. Σημασία έχει ότι στα τέλη Δεκεμβρίου, στο κρύο Λονδίνο, εγώ είχα παλτό και σακάκι στο αριστερό μου μπράτσο, την Νιλίμα, αγκαζέ, στο δεξί και περπατούσα μόνο με το πουκάμισο. Πολύ πιπέρι κυκλοφορούσε μέσα μου, με είχε ανάψει και ίδρωνα!

 

Μετά απ’ αυτό συνήθισα στα καυτερά και ακόμη δεν μπορώ να τα κόψω. Με την Νιλίμα συνέχισα να περνάω περίφημα, μέχρι που τέλειωσε την δουλειά της στην Αγγλία κι επέστρεψε στην Ινδία. Κρίμα! Αλλά ήταν γιατρίνα κι εκεί κάτω χρειαζόντουσαν γιατρούς τότε, μπορεί και σήμερα. Ας είναι καλά!

 

ο θείος Τάκης  Παναγιώτης Περράκης

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά

 

της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.

 

Και

 

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπρες.

 

Και

 

Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.

 

Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.