ΆρθροΑρχείο

Παλιές Ιστορίες με Καυτερές Περιπέτειες (ΙΙ)

Όταν είχα επιστρέψει πια στην Ελλάδα, βρέθηκε ένας καλός πελάτης, που ήθελε την δουλειά του να την φωτογραφίσω εγώ, αλλιώς θα την πήγαινε αλλού. Με ειδοποίησε ο Μάρτιν, που ήταν στο πόδι μου τότε και δεν είμαστε και μπρούκληδες, να πετάμε λεφτά απ’ το παράθυρο. Αποφάσισα να πάω. Μια βδομάδα θα ήταν όλη κι όλη.
 
Μία καλή μου φίλη, όταν της το ανακοίνωσα, αποφάσισε να έρθει μαζί. Το εισιτήριο ήταν ₤62 πάει – έλα  όλες κι όλες, που θα τις πέρναγα στα έξοδα, –μεγάλη εφεύρεση η Easy Jet!– το ξενοδοχείο της ₤5 την ημέρα παραπάνω απ’ το μονό δωμάτιο, που θα έπιανα εγώ, ήτοι ₤35 επιπλέον για την εβδομάδα, συν ο,τι θα έτρωγε, αλλά όλες οι γυναίκες κάνουν δίαιτα, άρα λίγα τα του φαγητού της και δέχτηκα.
 
Κάθε βράδυ λοιπόν, τα μεσημέρια δούλευα, πηγαίναμε και σε διαφορετικής εθνικότητας εστιατόριο. Η Ελένη ήθελε να δοκιμάζει διάφορες γεύσεις και στο Bayswater, όπου ήταν το ξενοδοχείο μας, υπήρχαν άφθονα ethnic εστιατόρια, ο,τι τράβαγε η όρεξη του καθενός. Τις 6 πρώτες μέρες πήγαμε σε διάφορα: Αραβικό, ιταλικό, γαλλικό, κινέζικο, κενυάτικο, κυπραίικο. Για την τελευταία μέρα άφησα ένα καλό ινδικό, που είχα επισημάνει στην γειτονιά. Μπήκαμε μέσα και μόλις καθίσαμε, μου λέει η Ελένη:
«Να πάρουμε πολλά και διάφορα ορεκτικά, για να ’χουμε πολλές γεύσεις και μόνο μια μερίδα κυρίως πιάτο».
«Εν τάξει», της απάντησα, «αλλά ποια μερίδα; Την δική σου ή την δική μου; Γιατί εγώ θέλω να φάω καυτερό», καθάρισα τη θέση μου.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα. Μ’ αρέσουν τα καυτερά!» δήλωσε με το θάρρος της άγνοιας.
 
 Παράγγειλα τα ορεκτικά και για κυρίως πιάτο, chicken korma για την Ελένη και αρνάκι vindaloo για μένα.
«Γιατί παράγγειλες δυο μερίδες φαγητό;» απόρησε η Ελένη.
«Για να φάμε και οι δύο. Θα καταλάβεις, μόλις δοκιμάσεις», απάντησα.
Φάγαμε τα ορεκτικά και ήρθαν και τα κυρίως πιάτα. Επειδή συμβαίνει να την ξέρω την ινδική κουζίνα, πήρα μια μπουκιά απ’ το πιάτο της, να δω τι της είχαν σερβίρει.
«Καλό είναι! Τρώγε!» της είπα και ήθελε να δοκιμάσει κι απ’ το δικό μου. Πήρα ένα μικρό κομματάκι κρέας, έσταξα επάνω μια απειροελάχιστη ρανίδα σάλτσας, (η σάλτσα είναι θανατηφόρα, τα ’χουμε ξαναπεί αυτά) και της την έδωσα. Τότε είδα κάτι που δεν το ’χα ξαναδεί στη ζωή μου: Τα μαλλιά της σηκώθηκαν όρθια, τα μάτια της βούρκωσαν, η μύτη της άρχισε να τρέχει, είχε μείνει άναυδη και προσπάθησε να πιει νερό, αλλά δεν την άφησα. Έκοψα ένα κομμάτι Naan bread και της είπα να το μπουκώσει και να το κρατήσει στο στόμα της, ώσπου να πάρει την καούρα. Όταν συνήλθε κάπως, με ρώτησε:
«Πώς μπορείς και το τρως αυτό το πράμα;»
«Αυτό ήθελες να μοιραστούμε», της υπενθύμισα.
«Χριστός και Παναγία», αναφώνησε. «Αυτό το πράμα δεν τρώγεται!»
«Εσύ δεν το τρως. Εμένα μ’ αρέσει!» της δήλωσα.
 
Επιστρέψαμε οίκαδε την επόμενη μέρα κι δεν της ξανάδωσα να φάει καυτερό. Πάντως άρχισε να αραιώνει τις συναντήσεις μας, μέχρι που τις έκοψε τελείως. Δεν ξέρω αν έφταιγε το vindaloo που της έδωσα να δοκιμάσει.
 
Κάποτε πάλι, πήγαμε στου «Αρκούδα», στην Ασίνη και κάποιος απ’ την παρέα έκοψε 2 – 3 πιπερίτσες, απ’ αυτές τις καυτερές, από μια γλάστρα εκεί απ’ έξω. Τον πήρε το μάτι μου και είχα την προσοχή μου τεταμένη, να δω τι θα τις έκανε.. Στου «Αρκούδα» τότε δεν υπήρχε και κάνα σέρβις της προκοπής. Μόνοι μας κάναμε τα περισσότερα. Έχουμε βάλει κρασί σε μια καράφα λοιπόν, έχουμε παραγγείλει τις μπριζόλες και τα παϊδάκια μας, –το ψήσιμο το έκανε ο ίδιος ο «Αρκούδας»,– κι εγώ σηκώθηκα να κόψω ψωμί, με τα μάτια στο τραπέζι, να δω τι θα έκανε ο Σπύρος με τις καυτερές πιπεριές. Τον είδα λοιπόν να τρίβει μία στα χείλη του δικού μου ποτηριού, ενώ οι άλλοι γελάγανε και αποφάσισα να τους δώσω ένα μάθημα. Αφήνω το ψωμί λοιπόν στο τραπέζι, παίρνω το ποτήρι μου, λέω ‘εις υγείαν’ και πίνω. Δεν ήπιε κανείς, γιατί περίμεναν ν’ ακούσουν την… λειτουργία που θα άρχιζα, όταν καιγόμουνα με την πιπεριά. Εγώ τίποτα, αδιάφορος τελείως, αφήνω το ποτήρι στο τραπέζι, κι αρπάζω ένα παϊδάκι, που είχαν φτάσει εν τω μεταξύ. Οι άλλοι το σκέφτηκαν το πράγμα λογικά και ψύχραιμα: ‘Ο αθεόφοβος, ο Περράκης, μας είδε κι έχει αλλάξει το ποτήρι του, αλλά πού πήγε το καυτερό;’ Επί μια ώρα έπινα μόνος μου, οι άλλοι τίποτα.
«Τι θα γίνει, μωρέ; Μόνος μου θα πίνω απόψε;» απόρησα μια στιγμή.
«Ναι, ξέρεις…», άρχισε να λέει ο Σπύρος.
«Ξέρω, βρε κόπανε», τον έκοψα εγώ. «Γι’ αυτό σας παιδεύω. Πιέστε άφοβα, Το δικό μου είναι το καυτερό ποτήρι», δήλωσα και δεν με πίστεψαν.
«Ρε Σπύρο. Δώσε μου τις υπόλοιπες πιπεριές, που έκοψες απ’ έξω», του είπα και μου τις έδωσε.
Τις έβαλα στο στόμα μου, τις μάσησα καλά και τις κατάπια. Τότε με πίστεψαν και μόνο τότε άρχισαν να πίνουν.
«Ρε σεις, όποιος έχει φάει vindaloo, τις έχει τις πιπερίτσες αυτές για πρωινό»
 
Κι έτσι τέλειωσε, χωρίς απρόοπτα η ιστορία με τις καυτερές πιπεριές…
 
ο θείος Τάκης  Παναγιώτης Περράκης
 
Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά
 
της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.
 
Και
 
Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπρες.
 
Και
 
Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.
 
Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!
 
Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.