ΆρθροΑρχείο

Παλιές ιστορίες με… επικοδομητικές σπατάλες (Ι)

 

Θυμάμαι κάποτε που σπούδαζα στην Αγγλία… άστε το αυτό, το τι σπούδαζα δεν είναι του θέματός μας, ούτε το… γιατί σπούδαζα, οπότε μην μπαίνετε τον κόπο να ρωτάτε, μου μισογέλασε η τύχη μου και κέρδισα στο Προ-Πο 5.000 λίρες. Έχασα ένα αποτέλεσμα και πήρα μόνο 5 χιλιάρικα, ενώ αν το 0-2, που ήταν η πρόβλεψη η δική μου, δεν είχε γίνει 0-3, στο 90φεύγα, θα έβαζα στην τσέπη 500.000 λιρίτσες και θα είχα λύσει το πρόβλημά μου ες αεί. Μη μου πείτε τώρα ότι ₤500.000 είναι μόνο €700.000, γιατί τότε, με τόσα λεφτά αγόραζα τη μισή Πελοπόννησο. Γι’ αυτό είπα πριν ότι μου μισογέλασε η τύχη, γιατί, αν ήθελε να μου γελάσει και να… ξεκαρδιστεί, ε, δε θα ’μπαινε εκείνο, το ρημάδι, το τελευταίο γκολ.

 

Πάλι καλά, θα μου πεις, απ’ τ’ ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα αλλά εγώ, ξέροντας τι είχα χάσει, δεν το ’βλεπα έτσι. Με πέντε χιλιάρικα εκείνη την εποχή, αγόραζα σπίτι στο Λονδίνο, με τους κήπους του, τα γκαράζ του, τις αποθήκες του, με τα όλα του, για σπίτι μιλάμε τώρα, όχι για διαμέρισμα. Όχι στην Oxford St. βεβαίως, αλλά σε κάποιο προάστιο. Αποφάσισα όμως, να φάω τα λεφτά στο Παρίσι. Με είχε καταλάβει εκείνη η μανία πάλι, που μ’ έπιανε πάντα, όταν είχα λεφτά στην τσέπη, να τα φάω όλα, να τα κάνω σκόνη, ίσωμα, να μην αφήσω τίποτα. Η συμπαθέστατη –κατά τα άλλα, βεβαίως– φιλενάδα μου ήθελε να έρθει μαζί μου, αλλά εγώ δεν ήθελα. Αν την έπαιρνα και λόγω του ότι θα κουβάλαγε και τις ζήλιες της, τα μίση και τα πάθη της, (έχουν ειδικό χώρο στις αποσκευές τους οι γυναίκες γι’ αυτά τα πράγματα), δεν υπήρχε λόγος να πάω στο Παρίσι. Να κάνω τι; Έτσι λοιπόν, πήγα μόνος μου.

 

Το Παρίσι είναι μεγάλη πόλη και, όπως παντού, –εξαίρεση ήταν μόνο η κοινωνία των Αμαζόνων, όπου ήταν όλες γυναίκες– ο μισός πληθυσμός είναι γυναίκες. Κάντε τους υπολογισμούς τώρα: Απ’ τα 6 εκατομμύρια κόσμο που είχε το Παρίσι τότε, οι μισές ήταν γυναίκες. Βγάλτε τις μισές που θα ήταν εκτός «παραγωγικής» ηλικίας, (γριές και πιτσιρίκες), απ’ αυτές που μένουν, βγάλτε τις μισές, που δε θα «βλεπόντουσαν», απ’ τις υπόλοιπες, βγάλτε τις μισές, που δε θα θέλανε ούτε να με φτύσουν, απ’ αυτές που μένουν βγάλτε τις μισές, που θα ’ταν παντρεμένες και δε θα τις άφηναν οι άντρες τους, (εκείνες θα ήθελαν, γιατί, αν δεν ήθελαν, βάλτε τις στην προηγούμενη κατηγορία), βγάλτε τώρα και καμιά εκατοστή χιλιάδες που, είτε θα έλειπαν απ’ την πόλη, είτε θα δούλευαν σε ώρες που δεν θα με βόλευε, αφαιρέστε καμιά πενηνταριά χιλιάδες ακόμη για όποιους άλλους λόγους μπορείτε να σκεφτείτε και θα διαπιστώσετε ότι υπήρχαν αρκετές γυναίκες, πρόθυμες να με βοηθήσουν να φάω τα πέντε χιλιαρικάκια μου. Έτσι το σκέφτηκα κι εγώ και πήγα. Τώρα πώς τα κατάφερα κι έφαγα, μέσα σε 15 μέρες που έμεινα στο Παρίσι, πέντε χιλιάδες λίρες, είναι κάτι που δε θα σας το αναλύσω εδώ. Θα σας πω μόνο ότι ήταν… δύσκολο και κουραστικό!

 

Τελείως απένταρος λοιπόν, πήρα το δρόμο της επιστροφής, με 20 φράγκα και δυο πακέτα «Gauloises» στην τσέπη, δανεικά κι αγύριστα, αφού δεν την ξαναείδα, από μια τρυφερή μου φίλη, απ’ αυτές που με ’χαν βοηθήσει να φάω τις ₤5000 μου, καλή της ώρα! Τα λεφτά φτάσανε για το ταξί μέχρι το αεροδρόμιο. (Γιατί, ρε παιδιά, τα αεροδρόμια σ’ του διαόλου τη μάνα;) Είχα εισιτήριο μετ’ επιστροφής, –ευτυχώς! – αλλιώς θα ’χα μείνει «πρόξενος» στο Παρίσι, παρέα με τους clochards κάτω από καμιά γέφυρα. Το πρόβλημα ανέκυψε μόλις έφτασα στο αεροδρόμιο του Λονδίνου: Δεν είχα λεφτά για τη συγκοινωνία, για να φτάσω μέχρι το σπιτάκι μου. (Γιατί, ρε παιδιά, τα αεροδρόμια σ’ του διαόλου τη μάνα; Χάθηκαν οι κεντρικές πλατείες των πόλεων;) Μ’ έσωσε η τσαπατσουλιά μου πάλι! Εκεί, μέσα σε μια τρύπα που είχε η τσέπη μου, ανάμεσα στη φόδρα και το… πουθενά, ανακάλυψα ένα τρίπεννο, που, βεβαίως, σε καμιά περίπτωση δεν έφτανε για το εισιτήριο του λεωφορείο, ερχότανε όμως ίσα-ίσα για ένα τηλεφωνηματάκι. Έτσι ήρθε ο… ερυθρός σταυρός και με παρέλαβε, η φιλενάδα μου ντε, που τόσο… άσπλαχνα είχα αφήσει αμανάτι στην Αγγλία. Με φιλοδώρησε φυσικά, με κάμποσα καντάρια γκρίνια, αλλά με πήγε σπίτι!

 

Ξέρετε πόσα λεφτά χρειάζονται για να γεμίσει μια μπανιέρα με σαμπάνια; Εγώ ξέρω, τιμές του ’66 βεβαίως. Τώρα θα ’ναι παραπάνω. Είναι κάτι καρμίρηδες, που βάζουν σαμπάνια στο γοβάκι της ντάμας τους και πίνουν από ’κεί. Μέγα σφάλμα! Γιατί; Γιατί α) μπορεί να έχει μύκητες στα πόδια της, β) μπορεί να μυρίζουν τα πόδια της και να έχει πάρει μυρωδιά και το γοβάκι και γ) πόση σαμπάνια μπορεί να πάρει ένα γοβάκι; Δεν είναι δα και… μαούνα. Τι θέλουν να δείξουν με 10 ml σαμπάνια; Ότι είναι γαλαντόμοι; Καλά, το πίστεψα κι αυτό! Ενώ η εντολή: «γέμισε την μπανιέρα σαμπάνια, να κάνει μπάνιο η κυρία» έχει άλλο prestige, πώς να το κάνουμε τώρα; Κάτι τέτοια έλεγα εγώ και πάνε τα πέντε χιλιαρικάκια μου. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι πήγα στο Παρίσι για να περάσω καλά και να κάνω πράγματα που δεν είχα ξανακάνει. Και τα κατάφερα, απαρνούμενος ένα σπίτι στο Λονδίνο, που, αν το είχα, τι θα μου πρόσφερε; Ένα νοίκι μόνο. Και τι ιστορίες θα είχα να διηγηθώ στα εγγόνια μου τώρα; Ότι έκανα οικονομία, για να τους αφήσω στη διαθήκη μου σπίτι στο Λονδίνο; Μα όταν θα διαβάσουν την διαθήκη μου, θα είμαι πεθαμένος εγώ, ένα πτώμα σας λέω, οπότε δεν με αφορά το θέμα. We only live once! Άρα καλή ζωή και κακή διαθήκη!

ο θείος Τάκης  Παναγιώτης Περράκης

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά

 

της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.

 

Και

 

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπρες.

 

Και

 

Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.

 

Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.