Όσοι ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα, είναι εξοικειωμένοι με την λέξη «εργάτης» και «υπάλληλος». Δεν γνωρίζουν όμως όλοι ότι υπάρχουν εννοιολογικές διαφορές μεταξύ των δύο ιδιοτήτων, οι οποίες διαμορφώνουν και διαφορετικό εργασιακό καθεστώς.
Ειδικότερα όλες οι συλλογικές συμβάσεις εργασίες, είτε είναι εξειδικευμένες αναφερόμενες σε συγκεκριμένους εργασιακούς χώρους είτε είναι οι γενικές, προσδιορίζουν ξεχωριστά τις αμοιβές των εργατών/εργατοτεχνιτών και των υπαλλήλων.
Οι αμοιβές των εργατών/εργατοτεχνιτών είναι αισθητά χαμηλότερες από αυτές των υπαλλήλων.
Διαφορετικός είναι και ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής του εργάτη από τον υπάλληλο.
Ο εργάτης αμείβεται με ημερομίσθιο ενώ ο υπάλληλος με μηνιαίο μισθό, (αποτελούμενο από 25 ημερομίσθια).
Τα επιδόματα (δώρα) Χριστουγέννων, Πάσχα και αδειών υπολογίζονται και εκείνα διαφορετικά. Για τον εργάτη με βάση το ημερομίσθιο και για τον υπάλληλο με βάση τον μηνιαίο μισθό του.
Η διάκριση δε της εργασίας του μισθωτού σε εργάτη και υπαλλήλου έχει ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας της εισέτι υφισταμένης μεγάλης διαφοράς στην αποζημίωση του μισθωτού λόγω καταγγελίας της εργασιακής του σχέσης που για μεν τους υπαλλήλους ρυθμίζεται από το Ν. 2112/20, για δε τους εργάτες από το άρθρο 3 παρ. 1 του β.δ. της 16/18.7.1920. Για τα ίδια χρόνια εργασίας, η αποζημίωση του εργάτη θα υπολογιστεί με βάση κάποια ημερομίσθια ενώ του υπαλλήλου με κάποιους μηνιαίους μισθούς.
Δεν είναι σπάνιες και οι περιπτώσεις που ενώ ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται αρχικά σας εργάτης, στην πορεία, η φύση ή οι απαιτήσεις της εργασίας του, ουσιαστικά τον ανάγουν σε υπάλληλο εν αγνοία του (ή και όχι) χωρίς ταυτόχρονα να αλλάζει και η μισθολογική του κατάσταση ώστε να αμείβεται με μισθό και όχι με ημερομίσθιο.
Ποια είναι όμως εκείνα τα χαρακτηριστικά της εργασίας που διαφοροποιούν τον εργάτη από τον υπάλληλο και πως μπορεί κάποιος να αντιληφθεί αν τελικά είναι πράγματι εργάτης ή όχι;
Από τον συνδυασμό των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας αλλά και από την πάγια θέση της νομολογίας ιδιωτικός υπάλληλος θεωρείται κάθε πρόσωπο που ασχολείται κατά κύριο επάγγελμα επ’ αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, σε ιδιωτικό κατάστημα, γραφείο ή γενικά επιχείρηση και παρέχει εργασία αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο μη σωματική.
Κατά την έννοια αυτή, η διάκριση του μισθωτού σε υπάλληλο ή εργάτη, εξαρτάται από το είδος της παρεχομένης από αυτόν εργασίας και όχι από τον χαρακτηρισμό που της αποδίδει η εργασιακή σύμβαση ή από τον τρόπο που ο μισθωτός αμείβεται. Επομένως, κατά την ανωτέρω διάταξη, εργάτης είναι ο μισθωτός που παρέχει εργασία που απαιτεί αποκλειστικά ή κυρίως την καταβολή των μυϊκών του (σωματικών) δυνάμεων και υπάλληλος ο μισθωτός του οποίου η εργασία απαιτεί κατ’ αποκλειστικότητα ή κατά κύριο λόγο την καταβολή των πνευματικών του δυνάμεων.
Σε περίπτωση που ο μισθωτός παρέχει εργασία εργάτη, δεν αποκλείεται να θεωρηθεί ως υπάλληλος, εάν η καταβολή μυϊκής προσπάθειας, ως άνω, από μέρους του, αντικατασταθεί από την καταβολή αποκλειστικά ή κυρίως πνευματικής προσπάθειας.
Θα θέσω δύο παραδείγματα για να κάνω κατανοητές τις διαφορές. Το ένα παράδειγμα αφορά το επάγγελμα του παιδοκόμου απροσάρμοστων παιδιών και το άλλο έναν μηχανικό αυτοκινήτων που εργάζεται σε εξουσιοδοτημένη αντιπροσωπεία.
Η παιδοκόμος προσελήφθη ως υπάλληλος από εταιρεία που διατηρεί οικοτροφείο απροσάρμοστων τέκνων με σύστημα πενθήμερης οκτάωρης απασχόλησης, αντί μεικτών μηνιαίων αποδοχών 1.287,74 ευρώ, σύμφωνα με τη σχετική συλλογική σύμβαση εργασίας που αφορά το διοικητικό προσωπικό γενικά και παρείχε προσηκόντως και ανελλιπώς την εργασία της μέχρι την 5-8-2014, οπότε η εργοδότρια της επέδωσε καταγγελία της εν λόγω σύμβασης εργασίας χωρίς προειδοποίηση, καταβάλλοντάς της ωστόσο την αποζημίωση που αντιστοιχεί στην ειδικότητα του εργατοτεχνίτη, ήτοι ποσό 3.606,00 ευρώ. Από τα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η παιδοκόμος-ενάγουσα απασχολείτο στο οικοτροφείο απροσάρμοστων τέκνων της εργοδότριας-εναγομένης όπου φιλοξενούνται πάσχοντες από βαρύτατη ανίατη νοητική αναπηρία ανήλικοι και ενήλικες, η πλειονότητα των οποίων αδυνατούσε να αρθρώσει λόγο και ειδικότερα ήταν επιφορτισμένη με τη φροντίδα τους κατά την τροφή, την ένδυση, τον ύπνο και την καθαριότητα τους, διαδικασίες δηλαδή που αφορούσαν αναγκαίες οργανικές τους λειτουργίες και απαιτούσαν προεχόντως πνευματική επικοινωνία με τους ασθενείς προκειμένου να συνεργαστούν στην εκτέλεση τους καθώς και διαμόρφωση σχέσεων ασφάλειας και εμπιστοσύνης, δεδομένης της αδυναμίας τους να προσαρμοστούν στα εξωτερικά ερεθίσματα και το περιβάλλον. Τα καθήκοντα επομένως της ενάγουσας προδήλως απαιτούσαν αυξημένη πνευματική προσπάθεια, ευθύνη και εξειδίκευση ως αποτέλεσμα της πολύχρονης εμπειρίας της στη διαχείριση ανάλογων περιστατικών, της εκπαίδευσης της και της πρωτοβουλίας που ανέπτυσσε, στοιχεία που υπερτερούσαν του σωματικού χαρακτήρα της παρεχόμενης εργασίας της που προσιδίαζαν και της προσέδιδαν τον χαρακτηρισμό της υπαλληλικής ιδιότητας. Το γεγονός δε ότι η ενάγουσα-εργαζομένη δε διέθετε πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στον τομέα της φροντίδας ασθενών με ειδικές ανάγκες δεν αναιρεί την εξιδιασμένη γνώση που έχει αποκομίσει από τη δωδεκαετή ενασχόληση της με βαριά περιστατικά νοητικώς αναπήρων, την ανάπτυξη ιδιαίτερων τεχνικών για την προσέγγιση και την αποτελεσματική τους φροντίδα σε συνδυασμό με την ολοκληρωμένη βασική της εκπαίδευση και την επιμόρφωση της στον τομέα παροχής πρώτων βοηθειών. Άλλωστε η εναγομένη-εργοδότρια ουδέποτε προσκόμισε σχετικές καταστάσεις προσωπικού ή ισχυρίστηκε ότι διαθέτει ειδικούς ψυχολόγους, εργοθεραπευτές και εν γένει εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που να απασχολείται και να παρακολουθεί την εκτέλεση των ανωτέρω κρίσιμων και αναγκαίων για τη διαβίωση των ασθενών εργασιών, οι οποίες είχαν ανατεθεί στην ενάγουσα παιδοκόμο και που κατά τη διάρκεια τους χωρίς την κατάλληλη συμπεριφορά και χειρισμό, η υγεία των εν λόγω ασθενών μπορούσε να διατρέξει σοβαρό κίνδυνο (αναρρόφηση, τραυματισμοί, μολύνσεις κλπ). Κατόπιν αυτών, η εναγομένη όφειλε να καταβάλει στην ενάγουσα βάσει της ειδικότητας της ως υπαλλήλου και της προϋπηρεσίας της (έντεκα συμπληρωμένων ετών) ένεκα της καταγγελίας χωρίς προειδοποίηση που της γνωστοποιήθηκε το ποσό των (1.287,74 Χ 7 μήνες=) 9.014,18 ευρώ, εκ των οποίων έλαβε η ενάγουσα το μειωμένο ποσό των 3.606,00 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να της οφείλεται διαφορά ύψους (9.014,18 – 3.606,00 = ) 5.408,18 ευρώ.
Ο μηχανικός αυτοκινήτων προσελήφθην ως εργάτης από την εναγομένη εργοδότρια εταιρεία, με πενθήμερη απασχόληση και με την ιδιότητα του εργάτη. Εργαζόταν ήδη επί δεκαετίας σε εξουσιοδοτημένα συνεργεία αυτοκινήτων με την ειδικότητα του μηχανικού αυτοκινήτων, έχοντας πτυχίο ειδικότητας μηχανών αυτοκινήτων.
Αντικείμενο της εργασίας του ήταν οι γενικές επισκευές αυτοκινήτων τύπου «LADA», η συντήρηση των μηχανικών βλαβών κάθε είδους, αλλά και η επισκευή βλαβών και συντήρηση όλων των ειδών και τύπων αυτοκινήτων και μηχανών.
Με τον τρόπο αυτό και με την συνεχή εργασία του στην αντιπροσωπεία αυτοκινήτων της εναγομένης, απέκτησε εξειδίκευση και εμπειρία ως προς την επισκευή και συντήρηση μηχανών αυτοκινήτων «LADA», εξαιτίας της σχετικής πολύχρονης εργασίας του, έγινε γνώστης της νέας τεχνολογίας των νέων τύπων αυτοκινήτων που κυκλοφορούσαν στην αγορά.
Από το χρόνο πρόσληψής του, εργαζόταν αυτόνομα και αυτοδύναμα, δεν υπήρχε δε στο συνεργείο της εναγομένης αρχιτεχνίτης, διευθυντής του συνεργείου ή πτυχιούχος μηχανολόγος, κάποιο πρόσωπο δηλαδή, της αντιδίκου το οποίο να τον ελέγχει ως προς την καλή εκτέλεση της εργασίας του, να του δίνει οδηγίες και εντολές και το οποίο να διαθέτει μεγαλύτερη εμπειρία από εκείνον και περισσότερες γνώσεις.
Έτσι, ανέπτυξε μεγάλη πρωτοβουλία ως προς τον εντοπισμό των μηχανικών ή άλλων βλαβών που παρουσίαζαν τα εισερχόμενα στο συνεργείο της εναγομένης αυτοκίνητα αλλά και ως προς την επισκευή τους. Στο συνεργείο της εναγομένης δε υπήρχαν μόνο 4 εργαζόμενοι μηχανικοί αυτοκινήτων με 2 βοηθούς μαθητευόμενους. Από όλους τους εργαζόμενους, ο ενάγων ήταν από τους αρχαιότερους και ο μοναδικός που διέθετε άδεια άσκησης επαγγέλματος Τεχνίτη Αυτοκινήτων, Μοτοσικλετών και Μοτοποδηλάτων. Το επίπεδο των γνώσεων, της εμπειρίας και των αρμοδιοτήτων του αποδεικνύονταν αναγκαίες για τον εντοπισμό και την επισκευή των βλαβών αυτοκινήτων.
Αυταπόδεικτα λοιπόν, κατά την απασχόλησή του στην εναγομένη, η εργασία του δεν περιοριζόταν μόνο στην επισκευή, ρύθμιση και λειτουργία των μηχανών αυτοκινήτων, αλλά είχε αναλάβει και πνευματική εργασία, δεδομένου ότι κατά την εκτέλεση της εργασίας του απαιτούνταν και επιπλέον εξιδιασμένη εμπειρία, θεωρητική κατάρτιση, ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης σε τέτοιο βαθμό που υπερτερούσε το πνευματικό από το σωματικό στοιχείο.
Η εργασία που παρείχε μέσα στο συνεργείο ήταν στην πράξη αυτοτελής, αυτοδύναμη και δεν εξαρτιόταν ως προς το είδος και τον τρόπο παροχής της εργασίας του από τις οδηγίες ή τις εντολές προϊστάμενου προσώπου, αφού τέτοιο ουδέποτε υπήρξε στην εναγομένη.
Η αποζημίωση απόλυσης που του κατεβλήθη, ανήλθε στο ποσό των 1.792 ευρώ, υπολογιζόμενο το ποσό αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την αποζημίωση απόλυσης των εργατοτεχνιτών, με χρόνο υπηρεσίας τα 5-10 έτη εργασίας στον ίδιο εργοδότη.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, όμως, κατά την διάρκεια της επίδικης σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος μηχανικός παρείχε στην εναγομένη εργοδότριά του εργασία υπαλλήλου και όχι εργατοτεχνίτη, διότι η παροχή της εργασίας του γινόταν με χρησιμοποίηση ειδικών γνώσεων και εξιδιασμένης εμπειρίας, με ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη προσωπικής και μόνο ευθύνης, χωρίς να είναι υπόλογος σε κάποιο προϊστάμενό του πρόσωπο, χωρίς να δέχεται εντολές και υποδείξεις από αυτό, με αποτέλεσμα να υπερτερεί κατά την εκτέλεση της εργασίας του στην εναγομένη το πνευματικό από το σωματικό στοιχείο.
Για το λόγο αυτό, η αντίδικος όφειλε να του καταβάλει αποζημίωση απόλυσης, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την αποζημίωση απόλυσης υπαλλήλων και όχι εργατοτεχνιτών και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο της διαφοράς μεταξύ της νόμιμης και της καταβαλλόμενης αποζημίωσης, υπολογιζόμενη ως εξής:
Το ημερομίσθιο του κατά το χρόνο της απόλυσής του ανερχόταν στο ποσό των 51,20 ευρώ και επομένως ως αποζημίωση απόλυσης του κατεβλήθη το ποσό των 51,20 Χ 35 ημερομίσθια = 1.792 ευρώ, που αναλογεί στην προϋπηρεσία 5-10 ετών.
Το ποσό της αποζημίωσης που εδικαιούτο με βάση τις διατάξεις περί αποζημίωσης υπαλλήλων που εργάζονται στον ίδιο εργοδότη για 6-8 χρόνια ανέρχεται σε 51,20 Χ 25 ημέρες = 1.280 ευρώ μηνιαίος μισθός Χ 4,667 (συντελεστής επί μισθού) για το σύνολο των μισθών αποζημίωσης χωρίς προειδοποίηση = 5.973,76 ευρώ. Συνεπώς του οφείλεται η διαφορά των 5.973,76 – 1.792 = 4.181,76 ευρώ.
* Η Αναστασία Μήλιου είναι δικηγόρος παρ’ εφέταις Αθηνών.