Όπως είπαμε λοιπόν στο προηγούμενο, ο Τόνι Μπλερ ήταν πρωθυπουργός της Αγγλίας από την Πρωτομαγιά του 1997 και βοήθειά μας! Και όπως επίσης είπαμε, η κυβέρνηση, σε μια αριστερόφρονα παράκρουση έστελνε στρατεύματα σε πολέμους, όπου μόνο οι ΗΠΑτζήδες ωφελούνταν. Και ο λαός βρέθηκε σε απελπισία. Η οικονομία είχε τα χάλια της και γίνονταν απολύσεις το δε επίδομα ανεργίας εκεί δεν φτάνει ούτε για ν’ αρχίσεις να ξοδεύεις, όπως και η κρατική σύνταξη, που είναι ₤49, την εβδομάδα, (ήταν, τουλάχιστον, όταν ήμουν εκεί) και τι να πρωτοκάνεις με ₤49; Να φας; Να πληρώσεις το νοίκι ή το τοκοχρεολύσιο; Να ντύσεις τα παιδιά; Δεν βγαίνει με τίποτα. Εν πάση περιπτώσει, είχαν κανόνες: Ο τελευταίος που προσλαμβανότανε ήταν και ο πρώτος που απολυότανε σε περίπτωση που έπρεπε να γίνουν απολύσεις.
Η χειρότερη κατάσταση όμως επικρατούσε στην υγεία. Η Εργατική κυβέρνηση (σοσιαλδημοκρατική, μ’ άλλα λόγια) έκλεινε νοσοκομεία, (κάτι σας θυμίζει αυτό, γιατί, όπως ακούω, σε λίγο δεν θα έχουμε νοσοκομείο στο Ναύπλιο) γιατί δεν παρουσίαζαν κερδοφόρους ισολογισμούς. Κάποιος θα έπρεπε να τους πει ότι τα νοσοκομεία δεν τα έχουμε για να φέρνουν κέρδος, αλλά για να θεραπεύουν τους αρρώστους, αλλά αυτά ήταν ψιλά γράμματα για τους Εργατικούς και για άλλους, ντόπιους. Όσα έμειναν δούλευαν νύχτα – μέρα, για να μην τα κλείσουν κι αυτά και οι γιατροί με… σπίρτα και… μανταλάκια κρατούσαν τα μάτια τους ανοιχτά. Άσε που οι ουρές για εξετάσεις και εγχειρήσεις έφτασαν σε κάτι απίθανα μήκη, που τρομοκρατούσαν τους γεροντότερους, μαζί και τον φίλο μου, τον σοσιαλδημοκράτη –τρομάρα του– Ντέιβιντ, που τον άλλαξα, όπως και όλους τους φίλους στη γειτονιά.
Κάποτε λοιπόν χρειάστηκε η γυναίκα μου να κάνει μια μικροεπέμβαση στην μύτη της, έναν καυτηριασμό συγκεκριμένα, γιατί είχε κάτι που της δημιουργούσε προβλήματα. Πήγαμε στο νοσοκομείο του Leeds να προγραμματίσουμε την επέμβαση. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Πρώτη ερώτηση:
«Έχετε ιδιωτική ασφάλιση;» Αν έχεις σε εξυπηρετούν αμέσως.
«Όχι, ρε φίλε, δεν έχω. Με μια φορά την δεκαπενταετία που πάω στο γιατρό, τι να την κάνω την ιδιωτική ασφάλιση; Να την πληρώνω;»
Μας έκλεισαν ραντεβού για τον Αύγουστο, προς τα τέλη του μήνα. Πάμε σπίτι και κάθομαι και γράφω ένα γραμματάκι προς τον πολιτικό κομισάριο του νοσοκομείου. «Αφού του είπα ότι δεν αποδέχομαι την ημερομηνία του ραντεβού (η γυναίκα μου θα το υπέγραφε, εμένα δεν μου έπεφτε λόγος,) του είπα ότι θα έκανα τον καυτηριασμό σε άλλη χώρα της ΕΕ, γιατί τότε θα ήταν περίοδος διακοπών και δεν θα ήμουν στην Αγγλία.
Στο τέλος υπέβαλα και την ερώτηση: «Όταν η κυβέρνηση ιδιωτικοποιήσει και την υγεία, αφού τα μόνα που δεν έχουν ιδιωτικοποιήσει ακόμη είναι η υγεία και οι κώλοι τους, εσείς, κ. κομισάριε, τι δουλειά θα κάνετε;» Με εκτίμηση και υπογραφή της συζύγου μου. Το γράμμα έφυγε με το απογευματινό ταχυδρομείο. Το διάβασαν την Παρασκευή. Το Σάββατο ήρθε η απάντηση: «Χίλια συγγνώμη, κάναμε λάθος, σας ρίξαμε πολύ μακριά. Μπορείτε τη Δευτέρα, μεθαύριο; Επειδή δεν υπάρχει χρόνος για αλληλογραφία πλέον, παρακαλούμε τηλεφωνήσατε στο… μπλα, μπλα, μπλα για επιβεβαίωση.
Τηλεφωνήσαμε και για να τελειώνουμε, τον καυτηριασμό τον έκανε ο ίδιος ο καθηγητής, (δευτεροετής φοιτητής της Ιατρική θα μπορούσε να τον κάνει, δεν ήταν και τόσο δύσκολο!) Την έβαλαν μετά σ’ ένα κρεβάτι (μονόκλινο το δωμάτιο) κι ο καθηγητής που είχε προφανώς ενημερωθεί για την αλληλογραφία μου με τον πολιτικό κομισάριο του νοσοκομείου, ερχόταν κάθε 20 λεπτά κα την ρωτούσε αν αισθάνεται καλά κι αν χρειαζότανε τίποτα. Η προϊσταμένη, που ακολουθούσε τον καθηγητή, βαρέθηκε τα πήγαιν’ – έλα και κάποια στιγμή με ρώτησε:
«Είσαστε πολύ στενοί φίλοι με τον κ. καθηγητή;»
«Πάρα πολύ!» απάντησα. «Να φανταστείτε, κάθε βράδυ μαζί παίζουμε μπιρίμπα», που δεν ήμουν και πολύ σίγουρος για το τι είχε καταλάβει απ’ την μπιρίμπα.
Πάει αυτό. Σε κάνα – δυο χρόνια η πεθερά μου πήρε ένα παραπεμπτικό από μικρότερο νοσοκομείο για το πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Leeds το Saint James’s και προσφέρθηκα να την πάω εγώ. Πήγαμε στις 5 Ιανουαρίου του 2000. Μας έδωσαν ένα ραντεβού για τέλος Σεπτεμβρίου. Βγάζω την γιαγιά έξω και ρωτάω τον γιατρό:
«Στις 28 Σεπτεμβρίου που θα σας τη φέρω, βιοψία και εγχείρηση θα κάνετε ή νεκροψία;»
«Pardon?» τα έχασε ο γιατρός.
«Καλά, εκείνο το παραπεμπτικό που σας έφερε δεν το διαβάσατε; Υποψία καρκίνου λέει μέσα. Αν είναι καρκίνος λοιπόν, θα αντέξει η γιαγιά 9 μήνες ακόμη;»
Χίλια συγγνώμη, κάναμε λάθος, πολύ μακριά σας ρίξαμε. Ανοίγει το βιβλίο:
«Την Δευτέρα μπορείτε;» Ήταν Πέμπτη.
«Μπορούμε»
«Θα στείλουμε ασθενοφόρο να την πάρει την Κυριακή το απόγευμα».
«Δεν χρειάζεται. Θα σας την φέρω εγώ».
Δώσαμε τα χέρια και βγήκα απ’ το γραφείο.
«Γιαγιά, να ετοιμάζεσαι ψυχολογικά από τώρα. Την Κυριακή το απόγευμα, θα ξανάρθουμε, την Δευτέρα το πρωί θα χειρουργηθείς, να δούμε τι διάολος είναι αυτό που σε παιδεύει».
«Θα είσαι και συ μαζί μου, παιδάκι μου;»
«Όχι, λέω να σ’ αφήσω μόνη σου, να σε φάνε τα σκυλιά. Και βέβαια θα είμαι, ρε γιαγιά. Γαμπρός σου είμαι!» της είπα κι έβαλε τα κλάματα.
«Τώρα γιατί κλαις; Άσε να δούμε τι είναι πρώτα».
«Δεν κλαίω γι’ αυτό που νόμισες. Ανακούφιση είναι, γιατί δεν είμαι συνηθισμένη έτσι. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για μένα, μόνο εσύ κι η γυναίκα σου».
«Δεν αφήνεις τα σάπια τώρα και να σκουπίσεις τα μάτια σου;» είπα και της έδωσα ένα μαντήλι.
Η βιοψία έγινε την επόμενη Δευτέρα και αποδείχτηκε ότι δεν ήταν καρκίνος. Η εγχείρηση για την αφαίρεση της κύστης έλαβε χώραν την επομένη μέρα. Η γιαγιά έμεινε στο νοσοκομείο άλλες 8 ημέρες και μετά την πήρα σπίτι μας, για να την περιποιείται κάποιος. Θα της έπαιρνε κάνα – δυο βδομάδες ακόμη, για να δυναμώσει και να μπορέσει να πάει στο δικό της. Και όλο γλυκά μου έφτιαχνε, για να με ευχαριστήσει.
Καταλάβατε τώρα γιατί σας είπα στο προηγούμενο ότι ο Ντέιβιντ ανησυχούσε; Είχε δίκιο ο άνθρωπος!
ο θείος Τάκης Παναγιώτης Περράκης
Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά
της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες. Ο καφές εκεί, ειδικά απ’ τον Κώστα Παραρά, είναι υπέροχος!
Και
Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπἰρες και γρήγορη, πολύ καλή εξυπηρέτηση. Έχουν και δυο chef de cousine καταπληκτικούς, τον Ηλία Κόκκορη και τον Γιάννη Μήτσο. Δοκιμάστε την μαγειρική τους και θα με θυμηθείτε.
Και
Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.
Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!
Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.