ΆρθροΑρχείο

Παλιές ιστορίες με ανθρακωρύχους

Σας έχω μιλήσει για τον Ντέιβιντ; Φίλος, γείτονας, Εργατικός (Labour Party, εννοώ) και υδραυλικός. Ωραίος τύπος! Έφτιαχνε και την μπίρα του μόνος του, στο σπίτι. Πριν γίνει υδραυλικός όμως, πριν η Θάτσερ κλείσει τα ανθρακωρυχεία στην Βρετανία, ήταν ανθρακωρύχος κι αυτή η ιστορία έχει σχέση με το προηγούμενο επάγγελμά του, του ανθρακωρύχου.

 

Ένα βραδάκι λοιπόν, έρχεται σπίτι μου φουριόζος. Χτυπάει την πόρτα και περιμένει να του ανοίξω.

«Ανοιχτά είναι», ουρλιάζω εγώ από μέσα, γιατί μόλις είχα φάει και ηρεμούσα. Μπήκε φουριόζος. Με βρήκε στο καθιστικό, (που το είχα κάνει ‘ξαπλωτικό’) ξαπλωμένο, φαρδύ – πλατύ, στην αγαπημένη μου πολυθρόνα. Άρχισε αμέσως:

«Την παραπάνω Κυριακή έχουμε να πάμε κάπου οι δυο μας», μου πέταξε ξαφνικά.

«Καλά, αν δεν έχω δουλειά, θα έρθω», απάντησα, χωρίς να μπω στον κόπο να ρωτήσω πού θα πηγαίναμε. Ε, πάνω στην πέψη ήμουν. Με είχε πιάσει μουργέλα.

«Γι’ αυτό στο λέω από τώρα, για να κανονίσεις να μην έχεις δουλειά», είπε φλεγματικά. «Μας έχουν προσκαλέσει όλους τους πρώην ανθρακωρύχους της περιοχής, να μας μιλήσουν για ανθρακωρυχεία. Λες να τα ξανανοίξουν τα δικά μας;»

«Δεν το πιστεύω. Αλλά εγώ τι σχέση έχω με την υπόθεση αυτή; Δεν έχω χρηματίσει ποτέ ανθρακωρύχος, άρα δεν ξέρω τίποτα, εκτός απ’ το ότι υπάρχει πολύ μαυρίλα εκεί κάτω».

«Δεν τα βγάζουμε πέρα μόνοι μας και είπα στα άλλα παιδιά ότι θα πάρω μαζί μου έναν φίλο μου, που είναι έξυπνος και μορφωμένος και δεν θα μας διπλώσουν σε μισή κόλλα χαρτί», μου εξήγησε.

«Καλά, θα έρθω» είπα. «Άντε πιάσε δυο μπίρες απ’ το ψυγείο τώρα, γιατί έχω ακούσει ότι είναι χωνευτική και σαν να παράφαγα».

 

Την μεθεπόμενη Κυριακή, με πήρε και πήγαμε στην αίθουσα που θα εδίδετο η διάλεξη. Καθίσαμε και περιμέναμε. Τελικά φάνηκε ο νεαρός που θα μας μιλούσε. Ήταν δεν ήταν 25 χρόνων. Μας είπε πολλά, που δεν άκουσα, γιατί λαγοκοιμόμουν. Στο μυαλό μου όμως είχα σχηματίσει τις ερωτήσεις που θα υπέβαλα στο τέλος. Και όταν έφτασε η ώρα των ερωτήσεων, αφού κανείς απ’ τους εγγλέζους δεν ήταν διατεθειμένος να μιλήσει, σηκώθηκα και μίλησα εγώ:

«Πολύ θαυμαστά τα όσα μας είπατε» του πέταξα του νεαρού, που χαμογέλασε, αλλά αμέσως μετά του έκοψα το χαμόγελο. «Αναρωτιέμαι πού τα μάθατε» του είπα.

«Στο πανεπιστήμιο» απάντησε.

«Μπα…» είπα ειρωνικά εγώ. «Δεν ήξερα ότι υπάρχει και έδρα ανθρακωρυχολογίας». Μ’ αυτήν την παρατήρηση του κόπηκε το χαμόγελο μια και καλή και του ’φυγε όλη η αυτοπεποίθηση.

«Και, για πέστε μας», συνέχισα, γιατί όταν έχεις στριμώξει τον αντίπαλο στα σχοινιά, δεν σταματάς να τον βαράς. «Στην υπόγα έχετε κατέβει ποτέ; Όχι τουριστικώς, αλλά για να βγάλετε κάρβουνο και μεροκάματο». Η απάντηση ήταν ένα σκέτο όχι και το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει.

 

Εν τάξει, πάμε για την χαριστική βολή τώρα, σκέφτηκα.

«Τότε τι προσπαθείτε να πείτε σ’ αυτόν; (έδειξα τον Ντέιβιντ δίπλα μου) σηκωθείτε πάνω, παιδιά, να σας δει καλύτερα ο κ. ανθρακωρυχολόγος», είπα στους άλλους. «Η υπόγα ήταν δεύτερο σπίτι τους κι έχουν φάει την καρβουνόσκονη με την κουτάλα! Τι να περιμένουν να μάθουν από σας και για ποιο λόγο, αφού τα ανθρακωρυχεία παραμένουν κλειστά;»

 

Ο νεαρός ανθρακωρυχολόγος ζήτησε συγγνώμη μετά απ’ αυτό και εξαφανίστηκε και οι πρώην ανθρακωρύχοι με πήγαν σηκωτό στο διπλανό μπαρ και τσακωνόντουσαν ποιος θα με κεράσει πρώτος μπίρα. Και για να επαληθευτεί η παροιμία, που λέει: «Μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα», κέρναγαν και τον Ντέιβιντ, που με είχε προσκαλέσει εκεί. Εγώ ήμουν ο βασιλικός κι ο Ντέιβιντ ήταν η γλάστρα. Αυτά για την συγκέντρωση εκείνης της Κυριακής. Μετά απ’ αυτό όμως αντιμετώπισα άλλα προβλήματα: Οι πρώην ανθρακωρύχοι με προσκαλούσαν σ’ όλες τους τις συγκεντρώσεις, πάρτι, ομιλίες κλπ και δεν μπορούσα να τους προσβάλω. Πήγαινα λοιπόν και η μπίρα έρεε ποτάμι.

 

Κάποτε βέβαια παραλίγο να πάθω ατύχημα και να βρεθώ ζευγαρωμένος. Είχα πιει μια θάλασσα μπίρα, είχα κοπανήσει και κάνα – δυο ουισκάκια Lagavulin απ’ το φλασκί που είχα μαζί μου και με στρίμωξε σε μια γωνία της γκαρνταρόμπας η κόρη του Ντέιβιντ. Με στρίμωξε απάνω στα παλτά, –άβουλος κόπανος εγώ– κι άρχισε να με φιλάει. Να πω ότι δεν μ’ άρεσε, θα ήταν ψέμα. Μου άρεσε κα η Cynthia ήταν πολύ ωραία και νέα και με πιασίματα γερά και με όλα τα σέα και τα μέα που κάνουν τους άντρες να γυρνάνε το κεφάλι τους και να σφυρίζουν. Και έτσι όπως με είχε ακινητοποιήσει, –ούτε που ήθελα να κουνηθώ– και με φιλούσε μετά μανίας, έτρεμε το κορμί της πάνω στο δικό μου κι εγώ σκεπτόμουνα: «Να το προχωρήσω με τη μικρή ή όχι;» Και μετά το σκέφτηκα ψύχραιμα κι αποφάσισα ότι δεν άξιζε τον κόπο να χαλάσω τη φιλία μου με τον πατέρα της για μια σχέση αμφιβόλου διαρκείας. Πόσα να κράταγε; Τα μισά μου χρόνια είχε…

 

Το κακό ήταν ότι μετά την σκληρή και δυσάρεστη –και για τους δύο– απόφαση που είχα πάρει, μου έφυγε όλη η ζαλάδα απ’ την μπίρα κι έπρεπε να ξαναρχίσω. Ευτυχώς είχα το ουίσκι κι έκανα πιο γρήγορα. Και τα περάσαμε όμορφα… Αλλά δεν αποδέχτηκα πάλι πρόσκληση των πρώην ανθρακωρύχων. 

 

ο θείος Τάκης  Παναγιώτης Περράκης

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά

της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες. Ο καφές εκεί, ειδικά απ’ τον Κώστα Παραρά, είναι υπέροχος!

Και

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπρες και γρήγορη, πολύ καλή εξυπηρέτηση. Έχουν και δυο chef de cousine καταπληκτικούς, τον Ηλία Κόκκορη και τον Γιάννη Μήτσο. Δοκιμάστε την μαγειρική τους και θα με θυμηθείτε.

Και

Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.

Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.