ΆρθροΑρχείο

Παλιές ιστορίες με το Job Centre

Το Job Centre είναι κάτι σαν τον δικό μας ΟΑΕΔ, για όσους δεν έχουν ζήσει στην Αγγλία αυτό. Κάποτε λοιπόν χρειάστηκαν τις υπηρεσίες ενός καλού φωτογράφου και απευθύνθηκαν σε μένα. Έκλεισα τη δουλειά αμέσως, γιατί ένα μικρό βίντεο ήθελαν, που θα το κόβαμε σε κομμάτια των 20 – 25 δευτερολέπτων και θα το πρόβαλαν στην τηλεόραση. Η δουλειά ήταν γελοιωδώς εύκολη και προσπάθησα να τους στείλω σε άλλον, πιο φτηνό συνάδελφο, γιατί εγώ χρέωνα της Παναγιάς τα μάτια. Το είχα από καιρό ορκιστεί να μην δουλεύω φτηνά. Ήθελαν όμως εμένα, η εντολή που τους είχε πάει απ’ την διεύθυνση της υπηρεσίας τους στο Λονδίνο, ήταν να προσλάβουν τον καλύτερο. Και τον πρόσλαβαν, που δεν ξέρω αν ήμουν ο καλύτερος, ο θρασύτερος κι ο ακριβότερος ήμουν οπωσδήποτε όμως. Αποφασίστηκε η δουλειά να γίνει στην περιοχή μας, γιατί εκεί το κτίριο του Job Centre (από ’δώ και πέρα σκέτο JC,) γιατί το κτίριο του JC εκεί ήταν καινούργιο και πολυτελές.

 

Πήγα, είδα το κτίριο αποφάσισα πώς θα βιντεοσκοπούσα και τους το είπα: Εδώ τα γραφεία, εκεί θα βάλω τα φωτιστικά μου, εκεί θα είναι η βιντεοκάμερα, που θα κινείται έτσι πάνω σε ροδάκια. Συμφωνήσαμε σε όλα, σύστησα στις δυο υπαλλήλους που θα εμφανίζονταν, να πάρουν κανένα καινούργιο ρουχαλάκι, όχι τίποτα έξαλλο βεβαίως, –δεν θα κάναμε επίδειξη μόδας,– και έφυγα. Μάζεψα κάτι δουλειές που είχα αμάζευτες και σε μια βδομάδα ξαναπήγα, για να κάνω τη δουλειά, που θα γινότανε σε πραγματικό χρόνο εργασίας, με την συγκατάθεση των ανέργων και επιθυμούντων να συμμετάσχουν σε διάφορα σεμινάρια φυσικά.

 

Το κτίριο ήταν ολοκαίνουργο και πολυτελέστατο. Τα καλοριφέρ έκαιγαν σαν να ήθελαν να λιώσουν τους πάγους του πόλου, τι υπερθέρμανση του πλανήτη και αηδίες, εκεί να βλέπατε υπερθέρμανση! Στις μοκέτες βούλιαζε το πόδι και χανόταν το παπούτσι και όλοι οι υπάλληλοι υπερόπτες και σνομπαρίες. Ίσως επειδή εκείνοι είχαν δουλειά και οι άνεργοι ακόμη έψαχναν, πράγματα που τους έκοψα με το μαχαίρι. Δεν τα ανέχομαι τέτοια πράγματα, πώς να το κάνουμε τώρα;

 

Ο τρίτος πελάτης που μας ήρθε ήταν ο φίλος και γείτονάς μου, ο Ντέιβιντ. Μα από πού στην ευχή ξεπήδησε πάλι ο Ντέιβιντ στην μέση του κειμένου; Εκείνη την στιγμή βιντεοσκοπούσα το άλλο γραφείο, αλλά τον πήρε το μάτι μου και είπα στην υπάλληλο που είχε πάει ο Ντέιβιντ να περιμένει λίγο, γιατί ήθελα να πιάσω την υπόθεση απ’ την αρχή, λόγω του ότι ο πελάτης ήταν φίλος και γείτονας. Το αίτημά μου εισακούστηκε και σε 2 – 3 λεπτά, έστρεψα την κάμερα προς τον Ντέιβιντ και τους έκανα νόημα ν’ αρχίσουν.

 

Όπως έχω πει και στο προηγούμενο, ο Ντέιβιντ ήταν ανθρακωρύχος, αλλά από τότε που η Θάτσερ έκλεισε τα ανθρακωρυχεία στη Βρετανία και έφερνε κάρβουνο απ’ την Αυστραλία, γιατί της ερχόταν πιο φτηνό, ο Ντέιβιντ εκπαιδεύτηκε σαν υδραυλικός, γιατί για… γιατρός ήταν πολλά τα χρόνια των σπουδών και δεν τον έπαιρνε. Την απόφαση της Θάτσερ δεν την κατάλαβα ποτέ. Την Βρετανία την είχα συνδυάσει στο μυαλό μου με την μυρωδιά του κάρβουνου, το καπνό απ’ τις καμινάδες να ανεβαίνει σαν «ψηλός, ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει» απ’ τις καμινάδες και με την ομίχλη που δημιουργούσε και η κυρία, μετέπειτα βαρονέσα, μου τα διέγραψε μονοκοντυλιά, με μια υπογραφή. Δουλειά είχε ο φίλος μου λοιπόν, αλλά ήθελε να κάνει και εγκαταστάσεις γκαζιού, αυτό που λέμε εδώ φυσικό αέριο και όλο λέμε να το βγάλουμε αλλά δεν το βγάζουμε ποτέ, γιατί μας αρέσει να είμαστε φτωχοί και κακομοίρηδες. Αυτό όμως είναι άλλο κεφάλαιο. Ήθελε λοιπόν να πάρει μέρος σε ένα σεμινάριο και να μάθει για το γκάζι. Πήραν τα στοιχεία του και του είπαν ότι θα τον ειδοποιούσαν.

«Πότε υπολογίζετε;» ρώτησε ο αφελής Ντέιβιντ.

«Στις 36 Αυγούστου», ήθελα να πω εγώ αλλά δεν έπρεπε να ακούγομαι.

«Σε 6 μήνες με ένα χρόνο» του απάντησαν.

«Μα το βιάζομαι αυτό το χαρτί, έχω δουλειές που περιμένουν», αντέτεινε ο πελάτης.

«Εκτός αν είσαστε ανάπηρος, οπότε αρχίζετε τη επόμενη βδομάδα», συμπλήρωσε η υπάλληλος.

«Μα δεν είμαι», ισχυρίστηκε ο Ντέιβιντ.

«Είναι, είναι» είπα σιγά εγώ κι ο φίλος μου άκουσε ότι κάτι είπα, αλλά δεν είχε ‘πιάσει’ τι.

«Τι λες εσύ, μωρέ;» με ρώτησε.

«Τα βλέπετε;» ρώτησα εγώ την υπάλληλο. «Μίλησα σιγά και δεν άκουσε τι είπα. Είναι ελαφρώς κουφός, αλλά ντρέπεται και δεν το λέει».

«Έτσι είναι; Τα λέει σωστά ο κύριος;» θέλησε να μάθει η υπάλληλος απ’ τον ίδιο τον… ανάπηρο.

Ο Ντέιβιντ, που είχε μπει στο νόημα, με κατεβασμένο το κεφάλι, κατένευσε. Είχε κοκκινίσει κιόλας, πιστεύω όμως ότι ήταν απ’ τα νεύρα του, που τον είχα βγάλει ελαφρώς κουφό.

 

Η υπάλληλος έφτιαξε τα χαρτιά του, του έδωσε μια κάρτα με όλα τα στοιχεία που του χρειάζονταν και ο φίλος και γείτονας άρχισε το σεμινάριο την ερχόμενη εβδομάδα. Αν ζήταγαν και πιστοποιητικό κωφότητας, κάπου θα βρίσκαμε ένα, είχα καλούς φίλους εκεί πάνω. Άλλωστε δεν είναι δύσκολο να προσποιηθεί κανείς ότι δεν ακούει καλά.

 

Ο Ντέιβιντ ήρθε στο σπίτι μου μ’ ένα κιβώτιο μπίρες, εκείνο τα βράδυ. Από ’κείνες που έπινα εγώ, όχι μπίρες John Smith και αηδίες.

 

«Στο ψυγείο τις είχα και θα τις πιούμε όλες οι δυο μας. Με έσωσες, φίλε μου! Αλλά να με βγάλεις και κουφό;» μου είπε.

«Και τι να ’λεγα; Ότι είσαι κουλός ή κουτσός; Για να κάνεις μια δουλειά στην Αγγλία, πρέπει να έχεις μια αναπηρία και η πνευματική αναπηρία, που την έχεις οπωσδήποτε μ’ αυτά που ψήφισες, δεν μετράει και δεν θα σου δίνανε χαρτί να κάνεις εγκαταστάσεις γκαζιού, που να βάραγες τον κώλο σου κάτω να έτριβες το πιπέρι», του είπα και βάλαμε χέρι στις μπίρες, αφού έφερα ποτήρια και ανοιχτήρι. Οι γυναίκες ας πίνανε τσάι. Το ’χαν συνηθίσει…

 

ο θείος Τάκης  Παναγιώτης Περράκης

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά

 

της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες. Ο καφές εκεί, ειδικά απ’ τον Κώστα Παραρά, είναι υπέροχος!

 

Και

 

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπρες και γρήγορη, πολύ καλή εξυπηρέτηση. Έχουν και δυο chef de cousine καταπληκτικούς, τον Ηλία Κόκκορη και τον Γιάννη Μήτσο. Δοκιμάστε την μαγειρική τους και θα με θυμηθείτε.

 

Και

 

Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.

 

Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.