Η ποιητική συλλογή ‘’Οι σιωπηλές συγχορδίες του ακορντεόν’’, είναι ένα ενιαίο ποιητικό σώμα όπου υμνείται ο έρωτας. Όχι μόνον ο έρωτας με τη στενή του έννοια, αλλά και εκείνη η μορφή της βαθιάς αγάπης που υπερβαίνει κάθε εγωισμό και γίνεται προσφορά, αληθινή και ανιδιοτελής. Στο ποίημα, λανθάνει η μελαγχολία που προκύπτει από το φόβο ή την πιθανότητα της εγκατάλειψης. Ωστόσο, η μελαγχολική αυτή αίσθηση –σταδιακά- δίνει τη θέση της στην ευεξία που γεννήθηκε από τον θρίαμβο της αγάπης, τόσο μάλιστα που το ποιητικό υποκείμενο βιώνει μιαν (φαινομενικά) ανεξήγητη πληρότητα. Ο Χρόνος και ο Χώρος αποκτούν την υπερφυσική διάσταση που τους αρμόζει, καθώς το ερωτικό συναίσθημα έχει τέτοιο βάθος και ένταση που ξεπερνά τα στενά όρια της καθημερινής εμπειρίας. Έτσι, η αγάπη –παρά την αίσθηση της απώλειας- γίνεται τελικά το απόλυτο όπλο που ενδυναμώνει τον ‘’εγκαταλελειμμένο’’ ήρωα και τον καθιστά ικανό να συνεχίσει το ρομαντικό ταξίδι του στη ζωή.
Η ποιητική συλλογή του Πέτρου Λυγίζου θα παρουσιαστεί την Κυριακή 13 Δεκεμβρίου στις 7 το βράδυ, στην αίθουσα Βουλευτικό του Ναυπλίου, από τις φιλολόγους Βασιλική Τράκα και Καλλιόπη Καλποδήμου. Την εκδήλωση που υποστηρίζουν ο ΣΦΑ, η ΕΛΜΕ Αργολίδας, ο ΔΟΠΠΑΤ και η Ένωση Συγγραφέων και Λογοτεχνών Αργολίδας, θα πλαισιώσει η θεατρική ομάδα Προσκήνιο που συντονίζει ο συγγραφέας Κων/νος Σπηλιώτης. Το ποίημα εκδίδεται από τον οίκο ‘’Ανώνυμο Βιβλίο’’, ενώ την επιμέλεια της έκδοσης είχε η Παναγιώτα Μωυσιάδου.
Σημειώνει για την ποιητική συλλογή η Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Παν. Χάρβαρντ Βασιλική Ράπτη: «Στα χνάρια της Σονάτας του Σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου, Οι Σιωπηλές συγχορδίες του ακορντεόν του ρομαντικού Πέτρου Λυγίζου μας καλούν σε μία φαντασιακή ακροβασία με μουσική υπόκρουση εν είδει παραμυθίας για μία επώδυνη ενηλικίωση που προήλθε από τη συνειδητοποίηση της εγκατάλειψης και της οριστικής απουσίας του έρωτα. Πρόκειται για ένα ωραιότατο ερωτικό ποίημα που ξεχωρίζει για την αγωνιώδη εναλλαγή των προσώπων που προδίδει τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο εν τέλει χάρη στη γραφή οδηγείται σε μία διαφορετική ερμηνεία της ύπαρξής του από εκείνη που αρχικά του είχε υποδειχτεί. Από το εξομολογητικό «εγώ» στο παρακλητικό «εσύ» στο σύντομο ονειροπόλο «εμείς» και έπειτα οριστικά στο αμείλικτο «εγώ» της μοναξιάς και της απώλειας κάθε ψευδαίσθησης, η φωνή του Λυγίζου βρίσκει καταφύγιο στο «σώμα» της ποίησης».
Επίσης ο Λέκτορας Παν. Όρεγκοον και Ν. Υόρκης και Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων Γιώργος Χουλιάρας γράφει: «Οι σιωπηλές συγχορδίες του ακορντεόν του Πέτρου Λυγίζου θυμίζουν ότι τα ξόρκια του έρωτα απέναντι στον κόσμο των άλλων, ενώ το μελάνι λιγοστεύει σε ασήμαντα χειρόγραφα στον καιρό της μουσικής, ορχηστρώνουν την ενηλικίωση της ματαιότητας και τα ίχνη της λήθης ως αντίδοτο στον αδιάκοπο, μονότονο, ξεδιάντροπο ήλιο. Γερνώ, μα σε πείθω (επιμένει), πως δεν υπάρχει θάνατος».